Στη θάλασσα πέσαμε, αλλά, από …κολύμπι μείναμε στα «μπρατσάκια»!
Ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (ο αείμνηστος), που όταν ρωτήθηκε, -παραμονές της ένταξης της χώρας στην Ε.Ο.Κ. – στα τέλη της δεκαετίας του ‘70-, αν οι Έλληνες και, επομένως, η Ελλάδα ως χώρα, θα μπορέσουν να «αντέξουν» την εξαντλητική πίεση που θα ασκήσουν πάνω τους τα πιο δυνατά κράτη και οικονομίες της Ευρώπης, απάντησε, εν πολλοίς, ότι : «Εγώ τους ρίχνω στη θάλασσα και είναι σ’ αυτούς αν θα μάθουν να κολυμπούν!».
Συναισθανόμενος πλήρως τη διεθνή συγκυρία και συσχετισμούς δυνάμεων της εποχής αλλά, κυρίως, έχοντας κατανοήσει κατάβαθα την σύγχρονη ελληνική ιστορία, με τις συνεχείς εκτροπές και ανωμαλίες, ο μεγάλος συντηρητικός πολιτικός δεν είχε τότε, ενδεχομένως, άλλη επιλογή απ’ το να… ρίξει (sic), τη χώρα εντελώς στα βαθιά και, όποιος μπορέσει να «κολυμπήσει», να διεκδικήσει και να αποκτήσει, επιτέλους, αυτό – τούτο που ήταν βασική και κεντρική επιθυμία του έθνους (από πριν την απελευθέρωση ακόμη) : να ανήκει οργανικά στο δυτικό κόσμο : να γίνει, επιτέλους, ένα Εύνομο κράτος της Εσπερίας με όλα εκείνα, βεβαίως, τα καταστατικά χαρακτηριστικά και δομές των κρατών της Εσπερίας.
Έτσι, η χώρα, οιονεί, θα έλυνε το «θρυλικό» πολιτικό της πρόβλημα,- ήγουν, το μόνιμο γεγονός κάθε τρείς και λίγο να διακόπτεται ο ομαλός βίος της από επίδοξους δικτάτορες και άλλους σφετεριστές* που την εξασθενούσαν και την καθήλωναν διαχρονικά, και, επέκεινα, ευελπιστούσε ότι υπό την προστασία ενός ισχυρού πολιτικού και οικονομικού συνασπισμού κρατών (που, όμως, θα ήταν αλληλέγγυα και συνεχώς συνεργάσιμα μεταξύ τους), κάποια στιγμή θα ευημερούσε και οικονομικά.
Και μπορεί, ασφαλώς, στην Ελλάδα να μην ξαναέγιναν έκτοτε πραξικοπήματα και επαναστάσεις και, πράγματι, να εξομαλύνθηκε ο πολιτικός της βίος (Βλ. η πολιτική σταθερότητα που επέδειξε η χώρα από την μεταπολίτευση ως εδώ, αποτελεί και το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πολιτικής σταθερότητας από τη δημιουργία της), πλην όμως, το κεντρικό πρόβλημα από αμιγώς πολιτικό έγινε οικονομικό! Ή για την ακρίβεια έγινε κυρίαρχα οικονομικό, αλλά, παρέμεινε και το πολιτικό (!!), καθώς, η πορεία μιας χώρας στον σύγχρονο ανταγωνιστικό «δυτικό κόσμο», καθορίζεται κυρίαρχα από τα οικονομικά μεγέθη και συντελεστές : τούτα ανεβοκατεβάζουν, πλέον, τις κυβερνήσεις και όχι, κατ’ ανάγκην, οι στρατιωτικοί.
Ανεξάρτητα, τώρα, εάν η συμμετοχή μας στα «ευρωπαϊκά θέσμια» υπήρξε ή δεν υπήρξε «η ευκαιρία που μας δόθηκε, αλλά, εμείς την χάσαμε» να μετασχηματιστούμε και να αναδομηθούμε σαν κράτος, να αναδυθούμε σαν λαός στα «δυτικά πρότυπα», αυτό – τούτο είναι το μόνο σίγουρο : επί της «ευρωπαϊκής μας πορείας» ο ελληνικός λαός ξέφυγε από τα χαρακτηριστικά της γενικευμένης εξαθλίωσης που, αείποτε, το καταδίωκαν και τον στοίχειωναν, -ευημέρησε, αλλά, …ευημέρησε δυστυχώς χωρίς να προσπαθήσει ιδιαίτερα, χωρίς να ανασυγκροτήσει τις παραγωγικές του δυνάμεις και δομές, χωρίς να ανασυγκροτήσει και τελικά να υπερβεί τις διοικητικές και αυτοδιοικητικές του συμπεριφορές και συνήθειες.
Όθεν, ευημέρησε με «ξένες πλάτες» όπως, ας πούμε, περίπου, τα καταφέρνουν να κολυμπούν (για να επιστρέψουμε στο «κολύμπι» του Κ. Καραμανλή), τα παιδιά στις πρώτες τους αναζητήσεις στη θάλασσα : με την βοήθεια της μαμάς και του μπαμπά (!), με το σωσίβιο (!!), ή με τα βοηθητικά «μπρατσάκια»!!! Άρα, «απ την ανάποδη», πλέον, η χώρα γυρνάει στην παλιά της γνώριμη, -την εξαθλίωση, και έπεται και συνέχεια, διότι, η θάλασσα είναι και μεγάλη και βαθιά και με τα …«μπρατσάκια» δεν βγαίνεις πέρα…
(*) Η μόνιμη αυτή κατάσταση συμπυκνώνεται στην ιστορική, ωστόσο, φαιδρά ρήση του στρατηγού και δικτάτορα του μεσοπολέμου Γ. Κονδύλη που είχε πει : «Αν ήξερα τι είναι η Ελλάς και οι Έλληνες θα τους κυβέρναγα από δεκανέας…».