Παρουσίασες το ορατόριο «Κωστής Παλαμάς» στον Κήπο των Ηρώων και επιχείρησες να εντάξεις την Έξοδο του Μεσολογγίου ως λογική συνέχεια της Ιστορία του Ελληνικού Έθνους στον Ελληνικό χωροχρόνο.
Προσπάθησες να αποδώσεις μουσικά τη διαχρονικότητα των στοιχείων Ελληνικό Χώμα-στοιχειωμένο-ιερό-αθάνατη ζωή-ήρωες στην ολότητα της Ελληνικής Ιστορίας. Μήπως το “λάθος” σου ήταν ότι ότι είπες Θεοί και όχι Θεός;
Μήπως ανέβασες ακόμα περισσότερο τους ήρωες του Μεσολογγίου εντάσσοντας τους συνειρμικά σε αυτούς τις έννοιες θεοί-ήρωες;
Πριν από εσένα όμως τα είπε ο Κωστής Παλαμάς. Μήπως και αυτός πρόσβαλλε τους ήρωες τις Εξόδου; Γιατί τα λόγια αυτού χρησιμοποίησες. Σημειωτέον ότι ο Παλαμάς είχε επιρροές από Παρνασσισμό, ρεύμα που αντλούσε έμπνευση από την αρχαία και κλασσική αρχαιότητα. Μήπως και αυτός δεν ταιριάζει με το Ορθόδοξο Πνεύμα;
Λένε ότι επηρεάζεσαι από αρχαιοελληνικές τελετές; Μήπως και ο Κωστής Παλαμάς πρέπει να λιθοβοληθεί; Γιατί για όσους δεν το ξέρουν ο Κωστής Παλαμάς είχε έντονες επηρροές από την αρχαία Ελλάδα στην ποίηση του.
Έπρεπε να “ντρέπεσαι” Αλέξανδρε Χάχαλη που δεν είχες συνηθισμένη μουσική για να δέσεις όλα και που τόλμησες να βάλεις ως παράμετρο την διαχρονικότητα στο σπουδαίο και ιερό αυτό ιστορικό γεγονός.
Το ότι τιμήθηκες για την ηχητική απόδοση της Ελληνικής Γλώσσας από τους Έλληνες καθηγητες του Πανεπιστημίου του Σικάγου, το ότι έδωσες συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής, ίσως αυτά δεν λένε τίποτα..
Άστους να λένε Αλέξανδρε Χάχαλη.
Λίνος Υφαντής,
ΥΓ1 Δεν είμαι παγανιστής
ΥΓ2 Το ποίημα του Παλαμά που αποδόθηκε εχθές στο Κήπο των Ηρώων.
Ἡ νίκη
Ἐδῶ στὸ ἑλληνικὸ τὸ χῶμα,
τὸ στοιχειωμένο καὶ ἱερό,
ποὺ τὸ ἴδιο χῶμα μένει ἀκόμα
κι ἀπ᾿ τὸν ἀρχαῖο τὸν καιρό,
στὸ χῶμα τοῦτο πάντα ἀνθοῦνε
κ᾿ ἔχουν ἀθάνατη ζωὴ
καὶ μᾶς θαμπώνουν, μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!
Εἶδα τὴ Νίκη τὴ μεγάλη,
τὴ Νίκη τὴν παντοτεινή!
Τὴν εἶδα ἐμπρός μου νὰ προβάλλῃ
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινή.
Ἀσύγκριτη σὰν τὴν ἰδέα,
σὰν ὄνειρο λαχταριστή,
εἶδα τὴ Νίκη τὴν ἀρχαία,
τὴ Νίκη τὴν κυματιστή!
Τὴν εἶδα. Μὲ τὸ πέταμά της
δὲν ἔφευγε στοὺς οὐρανούς,
ἐκεῖ ποὺ δύσκολα σιμά της
μπορεῖ νὰ κρατηθῆ κι ὁ νοῦς.
Δὲν ἔτρεχε νὰ φτάσῃ πρώτη,
νὰ στεφανώσῃ φτερωτὴ
τὸ λιονταρόκαρδο στρατιώτη,
τὸν ἐμπνευσμένο τὸν ποιητή.
…
Τὴν εἶδα νὰ περνᾶ μπροστά μου
μὲ φορεσιὰ ὁλοφωτεινὴ
καὶ λύγισα στὴ γῆ ἐκεῖ χάμου
κ᾿ ἔκραξα μὲ τρανὴ φωνή,
γονατιστός, μὲ θαμπωμένα
μάτια, μὲ λαύρα περισσή:
«Χαῖρε θεά, χαῖρε παρθένα,
Ὦ Νίκη, ὦ Νίκη, ὦ Νίκη Ἐσύ!
Ἐσὺ ποὺ δείχνεις πὼς ἀνθοῦνε
ἐδῶ μ᾿ ἀθάνατη ζωή,
πῶς μᾶς ἐμπνέουν καὶ μᾶς μεθοῦνε
νεράιδες, ἥρωες, θεοί!»