Του Αριστείδης Ξ. Καβάγια
…Κι ήρθε το φθινόπωρο του 1940. Και ήταν τόσο αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα! Δε μύριζε νοτισμένο χώμα και κιτρινισμένα φύλλα. Ο αέρας δε μύριζε σταφύλια κι οργωμένο χωράφι. Μύριζε πόλεμο! Έναν απαίσιο πόλεμο που σε λίγο κύκλωνε τα πάντα! Έναν πόλεμο φοβερό, σε μιαν ώρα, που μόνον ο Θεός όρισε μέσα στο ναό της ιστορίας.
Τότε, σήμανε ξαφνικά η καμπάνα της Μοίρας πάνω στα ριζικά των λαών. Και, τότε, μπροστά σ’ αυτό το κάλεσμα της Μοίρας δίνουν όλοι το μεγάλο παρών.
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος που ξέσπασε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 δεν ήταν αιφνίδιος, ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του Μπενίτο Μουσολίνι, που έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι και ο ίδιος μπορεί να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες και να δημιουργήσει μια νέα «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ!».
Έτσι, παρασυρμένος στη δίνη του πολέμου και στο βουερό του κύμα, βρίσκεται και ο Σίλβιο Μαγκουράτι, ένας νεαρός Ιταλός να ακολουθεί τα στρατεύματα του Ντούτσε, όχι γιατί πίστευε στον πόλεμο, αλλά από τη βία σπρωγμένος κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι συμπατριώτες του.
Κι ήταν τότε ένα δεκαοχτάχρονο παλικάρι, με όνειρα πολλά για τη ζωή του. Ήθελε να γίνει δάσκαλος, στο χωριό του, την Κολοννάτα, κοντά στη Φλωρεντία, να ζει μια ζωή ειρηνική και να διδάσκει στα παιδιά τα αγαθά της ειρήνης και της αγάπης!
Τι γύρευε όμως αυτός στ’ αλβανικά βουνά να πολεμάει μέσα στους κρότους των ιταλιάνικων οπλοπολυβόλων, των χειροβομβίδων και των βομβαρδισμών των αεροπλάνων; Αυτός ποθούσε τη ζωή! Δεν ήταν γεννημένος για πόλεμο!
Ένιωθε τόσο άδεια την ψυχή του κι έμοιαζε τόσο ξένος ανάμεσα στους άλλους στρατιώτες, σαν να ζούσε από λάθος ανάμεσα σε αγνώστους, άγνωστος κι αυτός και παραμερισμένος απ’ αυτούς, αν και ήταν όλοι τους γνωστοί του και συμπατριώτες του! Από την άλλη, πώς να κινηθεί ανάμεσα σ’ αυτά που συνέβαιναν γύρω του και πώς να εκλέξει το καλό που ποθούσε, αφού ζούσε μέσα στο κακό κι αυτό δεν ήταν άλλο παρά ο πόλεμος!
Κι ο Θεός βοήθησε, κι ο Σίλβιο με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, αφού σώθηκε από τον πόλεμο στην Αλβανία, να βρεθεί στην Πάτρα, όπου με την υπομονή του αλλά και τη δύναμη του μυαλού του και την εργατικότητα και τη θέλησή του, να βρει τη ζεστασιά και την αγάπη στην οικογένεια του Κωνσταντίνου Μιχόπουλου, όπου κυριολεκτικά «εισέβαλε», με σκοπό να παντρευτεί την κόρη του, Σοφία, την οποία είδε και ερωτεύτηκε! Για το λόγο αυτό μάλιστα, αποποιήθηκε τον πόλεμο, στον οποίο ποτέ δεν πίστεψε, αλλά και τη στολή του Ιταλού στρατιώτη, αφού τα όνειρά του πάντα ήταν ειρηνικά και άρχισε να ζει κοντά τους ίδιος Έλληνας! Κι όχι μόνο, αλλά πήρε και μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών στη γερμανική κατοχή πολεμώντας για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, που σε λίγο θα γινόταν και δική του πατρίδα!
…Και τα χρόνια περνούν. Κι έρχεται η απελευθέρωση τον Οκτώβρη του ’44 και παράλληλα γίνεται και ο γάμος του με τη Σοφία κι από εκεί και πέρα αρχίζει η καινούρια του ζωή στην Πάτρα, που τόσο έχει αγαπήσει. Και πάλι με την εργατικότητά του, την υπομονή του και τη θέλησή του, δημιουργεί τη Βιοτεχνία Μαγκουράτου, που ξεκίνησε από ένα μικρό μαγαζί, που άνοιξε στην αρχή, στην οδό Ρήγα Φεραίου, με πρώτο εμπόρευμα μαγκούρες που έφτιαχνε στο βουνό που έζησε στα χρόνια του πολέμου κοντά στον παππού της οικογένειας, που ήταν τσοπάνης.
Και με τα χρόνια πάλι, το μαγαζί γίνεται μεγάλη Βιοτεχνία, με όλων των ειδών τις μαγκούρες . Έρχονται και τα δίδυμα παιδιά του, ο Κωνσταντίνος και η Ρεγγίνα, που σαν μεγαλώνουν φεύγουν για σπουδές στην Ιταλία, κοντά στους Ιταλούς παππούδες τους.
Και στα χρόνια της δικτατορίας ο Κωνσταντίνος μπαίνει στον αντιδικτατορικό αγώνα, οργανωμένος σε μια ομάδα φοιτητών Ελλήνων της Ιταλίας και σαν επανήλθε η δημοκρατία στη χώρα μας, επιστρέφει στην Ελλάδα με τη Βασούλα, που έχει τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας.
Η αδερφή του, η Ρεγγίνα, παντρεύεται τον Ιταλό Ενρίκο, που η οικογένειά του διατηρεί κοσμηματοπωλείο στο Πόντε Βέκιο, όπου και οι δύο μετά το γάμο πιάνουν δουλειά.
Κι όλοι τους από τη δική του μεριά ο καθένας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη Βιοτεχνία Μαγκουράτου, που γίνεται η καλύτερη και η πιο πρωτότυπη σε όλη την Ελλάδα, μια οικογενειακή επιχείρηση με όλα τα μέλη της σε «σύμπνοια!», και που χάρη στον Αργύρη Μαγκουράτο, γιο του Κωνσταντίνου και της Βασούλας (που έχει το εξελληνισμένο όνομα του παππού, Σίλβιο),γνωρίζει δόξες και τιμές.
Ο Αργύρης μετά από σπουδές του της μουσικής στο Εθνικό Ωδείο Πατρών, φεύγει για ανώτερες σπουδές στο Μόναχο της Γερμανίας, διαπρέπει στη μουσική ως μαέστρος στη δική του ορχήστρα, που οργανώνει με την επωνυμία «Αχαϊάννα», μια ορχήστρα διεθνούς φήμης, που βγάζει τη χώρα μας ασπροπρόσωπη σε διεθνή φεστιβάλ σαρώνοντας πρώτα και δεύτερα βραβεία!
Αυτά γράφει η Αγαθή Δημητρούκα, στο βιβλίο της «Οι Μαγκουράτοι», από τις εκδόσεις Πατάκη.
Είναι μια πολύ τρυφερή, ανθρώπινη ιστορία, γραμμένη με αρκετή ευαισθησία από την επίσης ευαίσθητη συγγραφέα, που διαβάζεται με μεγάλη ευχαρίστηση μονομιάς, χωρίς ανάσα! Είναι μια ιστορία, που η ανάγνωσή της φορτίζει συναισθηματικά μικρούς και μεγάλους αναγνώστες και που σίγουρα θα κάνει τους μεγαλύτερους να θυμηθούν! Αντικατοπτρίζει την πολύ δύσκολη εποχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με πρωταγωνιστή τον Ιταλό Σίλβιο Μαγκουράτι, που από λάθος βρέθηκε να ακολουθεί τον ιταλικό στρατό του Μουσολίνι και να εισβάλλει στην Ελλάδα, δεν άντεξε όμως τον πόλεμο, όπως άλλωστε έχουν συμβεί και πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις με συμπατριώτες του.
Μήπως άλλωστε και η ζωή δεν είναι ένας καθημερνός πόλεμος και δεν καλούμαστε ν’ αγωνιστούμε για να επιβιώσουμε;
Ένα πετραδάκι, λοιπόν, από τη συγγραφέα στον αγώνα για την ανεξαρτησία και στη λευτεριά. Ένα πετραδάκι στην αξιοπρέπεια, κι ένας ύμνος στην αγωνιστικότητα, στη θέληση, στην υπομονή, στην εργατικότητα, στην αλληλεγγύη και πάνω απ’ όλα ένας ύμνος στην αγάπη!
Ας αντλήσουμε κι εμείς αν λάχει από τους θησαυρούς της μνήμης του λαού μας, όπως ακριβώς έκανε και η συγγραφέας, για να βαδίσουμε ισχυρά και περήφανα προς το μέλλον, αφού είναι γνωστό πως μόνο τα έθνη που έχουν συνείδηση του παρελθόντος είναι και στο παρόν άξια της ιστορίας τους! Κι ας ευχηθούμε:
«Μην ξαναφανούν του ναζισμού το τέρας
και του φασισμού τα τυραννόμορφα σκυλιά!»