Tου Ηλία Προβόπουλου
Στην οικογένεια των Κοσπεντάρηδων στο Καροπλέσι των Αγράφων, υπήρχε ένα μονόκαννο του παππού και το έπαιρναν πότε – πότε οι τσοπάνηδες κοντά τους στο κοπάδι και βάραγαν κανένα λαγό αν τύχανε, ή τίποτα φάσσες όταν ήταν στην εποχή τους, για να νοστιμεύει το λιτό τραπέζι τους.
Αυτό το πατρογονικό μονόκαννο αντικατέστησε στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 60 με ένα ρώσικο Μπαϊκάλ, ο Γιώργος Κοσπεντάρης. Ηταν η αφορμή να ξεκινήσουν, ο Αρης πρώτα, να ακολουθήσει η Μαρίνα και σιγά σιγά τα δυο αδέρφια να εξελιχθούν από τους καλύτερους λαγοκυνηγούς του χωριού τους.
«Αρματωμένη» στ’ Αγραφα!
Ο Γιώργος, σε αντίθεση με πολλούς άλλους πατεράδες της εποχής του, δεν απέτρεψε την κόρη του από τη γνωριμία της με όπλα και κυνήγια.
Στα 12- 13 χρόνια του, πήρε ο Αρης για πρώτη φορά το όπλο και άρχισε να κυνηγάει. Τότε πήρε θάρρος και η Μαρίνα που το κρυφοκοίταζε συνέχεια, αλλά δεν τολμούσε να το πάρει μόνη της. «Τότε ήταν πληθώρα από λαγούς, πέρδικες, ό,τι ήθελες, έβλεπα λαγούς τα απογεύματα μέσα στα πρόβατα», λέει με νοσταλγία ο Αρης.
Πριν πάρουν όμως στα χέρια τους, ο Αρης με τη Μαρίνα, το οικογενειακό όπλο, φρόντισαν πρώτα να μαζέψουν σκυλιά. Κάθε φορά που γεννούσε η σκύλα του γείτονά τους Θανάση Χατζόπουλου, που ήταν κυνηγός, του ζητούσαν και τους έδινε από ένα κουτάβι, οπότε σύντομα έφτιαξαν ένα κοπαδάκι από γκέκικα, τον Λούκυ, τον Μαξ και τη Σπίθα.
«Τα έπαιρνε ο Αρης κάθε ημέρα και τα πήγαινε στα χωράφια και στο βουνό. Σιγά σιγά έμαθαν μόνα τους και έβγαζαν συνέχεια λαγούς», λέει η Μαρίνα. Αυτό το κοπαδάκι των σκυλιών έβγαλε τον πρώτο λαγό σε κάτι βοσκές κοντά στο χωριό.
«Αρματωμένη» στ’ Αγραφα!
Η Μαρίνα, από νωρίς ακολούθησε την παρέα των νεαρών στο κυνήγι. Εχουν αξία οι διηγήσεις της:
«Στον πρώτο καιρό που εδώ ήταν φουλ τα καφενεία της πλατείας από κόσμο» λέει «δεν σταματούσα, ερχόμουν βολίδα στο σπίτι γιατί με πείραζαν. Αλλά μετά λέω: χαζή είμαι; Εκεί που πίνουν τον καφέ τους οι άλλοι, εγώ θα φεύγω;».
«…Εδώ δεν έβγαινε άλλη γυναίκα για κυνήγι και το αστείο με εμένα έγινε το 1992, μια εποχή που είχε πολύ λαγό. Την πρώτη ημέρα ενώ κανένας δεν είχε χτυπήσει τίποτα, εγώ τον κατάφερα τον λαγό μου. Ξαναπάμε τη δεύτερη ημέρα, πάλι κανένας δεν χτύπησε λαγό. Εγώ όμως πάλι τον βάρεσα. Δυο ημέρες έντεκα άντρες δεν είχαν χτυπήσει κανέναν και εγώ είχα καταφέρει δύο! Την πρώτη ημέρα γελάσανε, αλλά το επόμενο βράδυ σαν βγήκαμε με τον Αρη στο καφενείο, τους είδαμε που είχαν τα μούτρα κατεβασμένα, δεν μας μιλούσαν!». Μια ημέρα, όταν ο Αρης είχε πάει στρατό, γύριζα μόνη μου από πάνω και με πείραξαν. Είχα χτυπήσει ένα λαγό, αλλά επειδή είχα ξεχάσει να πάρω σακίδιο, τον έβαλα κάτω από την μπλούζα μου και έτσι δεν φαινόταν να φέρνω τίποτα.
«Αρματωμένη» στ’ Αγραφα!
Οπως γύριζα, μου λένε, πού είναι βρε ο λαγός, τι χτύπησες σήμερα; Χωρίς να απαντήσω, τον βγάζω από την μπλούζα, τους λέω, νάτος, και τους έκλεισα το στόμα!». Πολύ γρήγορα άφησα το μονόκαννο, πήρα μια καραμπίνα Μπερέτα Αλτερ, μπήκα και στα γουρούνια αλλά είχα μια ατυχία. Τη μοναδική φορά που μου ήρθε γουρούνι στο καρτέρι, ήρθε ακυνήγητο. Είχε προγκίξει προφανώς από κάπου αλλού, του έριξα αλλά ήταν μακριά, ήταν στα 70 μέτρα και δεν το πήρα, έφυγε».
Επιμονή…
Τα σκυλιά δεν τους λείπουν από το σπίτι. Τα φροντίζει ο Αρης που μένει μόνιμα στο Καροπλέσι με τους γονείς του. Δεν υπάρχει ημέρα που να μη βγάλει βόλτα τη Ρουσλάνα, την Μπέλλα, τον Γκέκα και τη Μελίνα.
Η Μαρίνα είναι από τις λίγες νέες γυναίκες στα αγραφιώτικα χωριά της Καρδίτσας που ασχολείται με το κυνήγι.
«Μια φορά θυμάμαι» λέει «που ήμασταν όλοι παρέα στα Μαλόκεδρα, πιο πάνω από το χωριό, οι άντρες το είχαν ρίξει στην ξάπλα γιατί είχαν πιει κονιάκ το βράδυ και ενώ τους έλεγα: παιδιά είναι νωρίς ακόμα, πάμε να ξαναβάλουμε τα σκυλιά. Κανένας δεν κουνιόταν. Ετσι πήγα μόνη μου καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο κάτω και έβαλα τα σκυλιά μας. Μέσα σε 5 λεπτά χτύπησα λαγό. Και ήταν ένας λαγός, τον κρατούσα από εδώ και ακουμπούσε κάτω. Αυτοί σαν άκουσαν τα σκυλιά και τον πυροβολισμό, σηκώθηκαν αμέσως να πιάσουν θέσεις, μην και μου έφευγε. Μου λένε, από πού πέρασε; Δεν πέρασε, τους λέω, δεν πέρασε… Τον έδειξα και τους είδα όλους να δαγκώνουν τη γλώσσα τους!».
Βρήκα την ευκαιρία να τη ρωτήσω, σχετικά με τη μείωση των θηραμάτων στην περιοχή τους. Και σαν άνθρωπος που γνωρίζει σπιθαμή τη σπιθαμή τον τόπο, μου απάντησε αμέσως:
«Εγώ πιστεύω πως οφείλεται κυρίως στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών, αλλά και επειδή η περιοχή μας κυνηγήθηκε πάρα πολύ. Υπήρξε μια εποχή, γύρω στο 1995 που γέμισαν τα βουνά από κόσμο. Ηταν όλο το βουνό γεμάτο παρκαρισμένα αυτοκίνητα και φωτιές που έκαιγαν από τη νύχτα. Οι δρόμοι που άνοιξαν είχαν συνέπειες καταλυτικές για το δικό μας βουνό. Εδωσαν πρόσβαση στον οποιονδήποτε και περπατήθηκε όλο το βουνό. Με τον Αρη, πηγαίναμε με τα πόδια από το χωριό στο βουνό και κάναμε μιάμιση ώρα διαδρομή, μπηχτιά ανηφόρα, όχι αστεία. Επίσης έχουν γεμίσει τα χωριά μέσα με αλεπούδες και κουνάβια. Από εδώ μέχρι την Καρδίτσα εγώ το βράδυ μετράω, δέκα – δεκαπέντε!».
Read more: http://prassia-eyrytanias.blogspot.com