Έξω από το παράθυρο του πατρικού μου σπιτιού αγνάντευα πρώτα τυχαία και ασυνείδητα , αργότερα πιο συνειδητά και με περισσότερη λεπτομέρεια τις δυο λεύκες της αυλής μας, κληρονομιά από τη γιαγιά, τα πρώτα κλαράκια τα είχε στεριώσει με επιδέξιο τρόπο σε ένα κομμάτι ξύλο, μάλωνε όσους με τα πόδια αγνοούσαν τους φυτικούς νεοσσούς και προστάτευε με ανθρωπιά τον νεόκοπο κορμό των άγουρων δέντρων. Με ερείσματα , στημένα όπως όπως, με μαλώματα, νερό της βροχής και λίγο ήλιο, οι λεύκες μας μεγάλωσαν. Η γιαγιά έφυγε, αλλά αυτές στέκουν τώρα δέντρα ψηλά, δυνατά, απλώνουν τα φύλλα τους, σκεπάζουν τις παιδικές , εφηβικές μου αναμνήσεις, την εικόνα της μάνα μου που απειλητικά έκοβε ένα κλαδί τους για να με τρομάξει και να με ψευτοαπειλήσει πως αν δεν καθίσω ήσυχα, « αχ!» Με ένα τράβηγμα άφηνε γυμνό το κλαδί της λεύκας, το ξεχώριζε από τα φύλλα και τότε μια βέργα κυνηγούσε τα παιδικά ποδαράκια , για να χαϊδέψει τη σκανταλιά ,και να αποτρέψει την περίπτωση μιας ενδεχόμενης. Σκηνές αστείες και οι εποχές να ανακατεύονται σε κορμούς που έστεκαν αντίβαρο , στο μέτρημα , ώσπου να πω « φτου και βγαίνω ». Και βγαίνω, λοιπόν, τα καλοκαίρια μου κυνηγητό γύρω από τις λεύκες, η γάτα να γαντζώνεται στον ασβεστωμένο κορμό της μιας , ενώ τα φύλλα τους άκουγαν τις κουβέντες, τα νέα, τα παλιά, τα μίση και τα πάθη ενός ολόκληρου χωριού, στόλιζαν τον καφενέ του πατέρα μου, και είχαν γίνει μάρτυρες πολλών κωμικοτραγικών σκηνών, άκουγαν υπομονετικά, ποτέ δε σχολίαζαν, πάντα σιωπούσαν, ήταν δέντρα. Το φθινόπωρο, πετούσαν τα φύλλα τους, ο άνεμος στην αρχή τα σκορπούσε και ύστερα οικειοθελώς τα αποχωρίζονταν οι ίδιες , κίτρινα, πράσινα, με ανάγλυφους χαραγμένους ιστούς σαν φλέβες, κατακτούσαν κάθε γωνιά της αυλής, ένα στρώμα κιτρινοπράσινο, βρεγμένο από την φθινοπωρινή μπόρα. Το χειμώνα η λύπη μου απέραντη, έστεκαν θυμωμένες, ξερές, άγονες, προσαρμοσμένες στο χειμωνιάτικο τοπίο, μαύρα σύννεφα, βροχή, κρύο και αυτές δυο ξεροί, σχεδόν καταραμένοι , ξύλινοι κορμοί. Η άνοιξη, την άνοιξη ξεπηδούσε η πρασινάδα και το χαμόγελο στα χείλη μου, έρχεται καλοκαίρι έλεγα, και οι λεύκες μας ανθίζουν, μελίγκρα κολλούσαν και το φυτοφάρμακο τις έλουζε, έβγαλε ψωμί ο πατέρας μου από τούτες τις λεύκες, αυτά τα δυο δέντρα που σκιάζουν το παράθυρό μου, τις κοιτώ, τις επεξεργάζομαι, σαν ανθρώπους τις νιώθω, οι λεύκες μας , οι δικές μας λεύκες. Ίσως είναι αστείο το δέσιμο με αυτά τα δέντρα, ακόμη και η λεκτική αναφορά σε αυτές, μα πως μπορώ να ξεπεράσω την σιωπηλή ομορφιά τους, ήταν πάντοτε το κύριο σημείο της σκηνογραφίας στην παιδική θεατρική παράσταση της ζωής μου. Τις παρατηρώ, περιμένω κάθε φορά να ανθίσουν, να πιω τον καφέ μου κάτω από τη σκιά τους, να δροσίσω τις ανυπόφορες ζεστές θερινές μου μέρες, να ποτίσω κάτω από αυτές τις ρίζες μου για να καρποφορήσουν τα όνειρα μου. Το είδος τους το αναγνωρίζω παντού , όπου κι αν πάω, το σχήμα, το ύψος, το χρώμα, είναι όλα γνώριμα, κι όλα κουβαλούν μέρες , χρόνους , αλλαγές που «σκιάζουν» δρόμους ζωής.
Καρατζογιάννη Μαρία (Φιλόλογος)