Κραυγές αγωνίας από τα Αη-Βασιλιώτικα
Τι σχέση μπορεί να έχει ένα γκέτο, οι πυλώνες της ΔΕΗ, ένας παιδικός σταθμός που βάλλεται από παντού και η απελπισία όλων των κοινωνικών τάξεων σε μια περιοχή; Η απάντηση είναι απλή και λέγεται «καθημερινότητα» στην πιο «δύσκολη» περιοχή του δήμου Αγρινίου. Επειδή, πάντως, το agrinionews.gr έχει ασχοληθεί πολλές φορές με ανάλογα θέματα θα προσπαθήσουμε να γίνουμε όσο πιο τηλεγραφικοί γίνεται. Να πούμε, μόνο, ότι η αφορμή για να κατέβουμε και να επισκεφτούμε για μια ακόμη φορά την περιοχή ήταν η πρόσφατη απόπειρα κάποιων να κλέψουν το πετρέλαιο από τον πολύπαθο παιδικό σταθμό της και μάλιστα εις δπλούν, δηλαδή και πριν και αφότου πήγε στην γειτονιά η αστυνομία και η πυροσβεστική.
-Στον παιδικό σταθμό όπου υπάρχουν παντού κάγκελα ώστε να σταματιούνται οι «εισβολείς» η μπροστινή πλευρά είναι σε μια αξιοπρεπή κατάσταση για να κάνουν προαύλιο τα παιδιά. Η πίσω πλευρά όμως έχει ανθρώπινες εκκρίσεις παντού μερικές από τις οποίες φτάνουν τα όρια της μικρής παιδικής χαράς που υπάρχει μπροστά. Στο πίσω μέρος από τις τελευταίες επιδρομές υπήρχαν κάγκελα κομμένα που αποκαταστάθηκαν ενώ το προηγούμενο βράδυ κάποιος είχε σπάσει με πέτρες τα τζάμια… Έξω από τον παιδικό σταθμό κάθε βράδυ στήνονται φωτιές από νεαρούς και απαγορεύεται το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης καθώς το αν θα περάσεις έχει φυλετικό κριτήριο…Καμιά φορά από τις φωτιές αρπάζουν και τα δέντρα όπως φαίνεται στη φωτογραφία. Σημειωτέον ότι εκεί υπάρχουν γύρω και σπίτια πολιτών εν έτη 2011…Στην περιοχή περνάει όταν μπορεί και μια καθαρίστρια του δήμου που καθαρίζει περιμετρικά αλλά μόνο προς την πλευρά του παιδικού σταθμού. Οι γνώμες των πολιτών κυμαίνονται από το «θα φτιάξουμε ομάδες περιφρούρησης»-με τους πιο λογικούς να εξηγούμε ότι κάτι τέτοιο είναι παράνομο- μέχρι την επισήμανση ότι οι μόνες λύσεις είναι το τακτικό πέρασμα από την περιοχή αστυνομίας και δήμου αλλά και ο έντονος ηλεκτροφωτισμός.
-Φεύγουμε από τον παιδικό. Κάτοικοι της περιοχής μας δείχνουν μεροκαματιάρηδες τσιγγάνους με τις οικογένειές τους που ζουν αρμονικά με την κοινότητα και «έχουν την εκτίμηση όλων» όπως μας λένε. Πιο κάτω όμως πέφτουμε στην αρχή ενός μαχαλά που θυμίζει 18ο αιώνα. Τα σκουπίδια είναι στο δρόμο, καπάκι δεν υπάρχει πουθενά(μήπως πρέπει να εξεταστεί η λύση με πλαστικά καπάκια που να μην πουλιούνται για μαντέμι;) και όλοι ξέρουν ότι «αυτά πάνε στα παλιατζίδικα» λες και κάτι τέτοιο είναι νόμιμο. Παιδιά παίζουν ανάμεσα σε σκυλιά που τρώνε σκουπίδια και είναι προφανές ότι αποχέτευση δεν υπάρχει πουθενά. Οι ανάγκες γίνονται…στη φύση. Παράλληλα ένα- δυο λυόμενα που βρίσκουμε είναι σε απόσταση 15 μέτρων το πολύ από πυλώνα υψηλής τάσης της ΔΕΗ. Αυτό είναι σίγουρα ανθυγιεινό και η ΔΕΗ δίνει όριο-μας λένε-τα 25 μέτρα απόσταση. Όμως η νεαρή Κωνσταντίνα, μια τσιγγανοπούλα κάπου 17 ετών που έχει το παιδί στα χέρια, μας λέει ότι μόλις πάνε να πιάσουν το πόμολο της πόρτας ή του αυτοκινήτου τους χτυπάει ηλεκτρισμός!
-Οι σχέσεις δεν είναι ξεκάθαρες και το ποιος είναι με ποιον δεν είναι σαφές. Η Κωνσταντίνα, μας λένε κάτοικοι μη-τσιγγάνοι, πως είναι από εκείνους του Ρομά που καθαρίζουν και που βοηθούν σε ότι χρειαστεί στην περιοχή. Δεν είναι παντρεμένη και κάποιος την πειράζει ότι οι παπάδες λένε πως δεν βάζει στεφάνι για να παίρνει το επίδομα της ανύπαντρης μητέρας. Χαμογελάει σα να θεωρεί οποιοδήποτε σχόλιο περιττό και σα να λέει «εσείς, δηλαδή, στη θέση μου τι θα κάνατε;». Να σημειωθεί ότι είναι γνωστό πως το θέμα αυτό έχει αλλάξει κι εδώ τις σχέσεις που είχαν οι Έλληνες τσιγγάνοι με την Εκκλησία. Είναι γνωστό ότι οι ιερείς κρατάνε πια μια επιφυλακτική στάση προς την κοινότητα από όταν διαπίστωσαν ότι ο νόμος κάνει πολλούς να μην «χρειάζονται» την Εκκλησία, όπως το ίδιο συμβαίνει και από την πλευρά της Ρομ κοινότητας.
Όταν πάντως η κουβέντα πάει στις κλοπές, στα καπάκια και στις βιαιοπραγίες κάποιων, ο Χρήστος, νεαρός τσιγγάνος, πετάγεται και μας λέει: «Εγώ βγάζω μεροκάματο από τα σίδερα αλλά δεν κλέβω κανένα. Περνάω με το αμάξι, φωνάζω και ζω την οικογένειά μου(σ.σ. δεν θα είναι ούτε 18 ετών και έχει δική του οικογένεια, όταν τα παιδιά των «μπαλαμών» πάνε στο λύκειο και ετοιμάζονται για κοινωνικούς αγώνες στα ΑΕΙ…). Υπάρχουν όμως δικοί μας που δεν καταλαβαίνουν. Κάνουν ότι γουστάρουν και δεν μπορούμε ούτε εμείς να τους μιλήσουμε…», μας λέει. Μόλις πάμε να ρωτήσουμε περισσότερα και ξεπερνάμε το επιτρεπτό όριο παραμονής, ξαφνικά το κλίμα γίνεται βαρύ και ξεπροβάλλει κόσμος που μας δείχνει από μακριά ότι δεν είμαστε και τόσο ευπρόσδεκτοι.
-Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής και με σκέψεις σε ποιον πρέπει να απευθυνθούμε μας επισημαίνεται ένα ακόμα σημαντικό θέμα: Η περιοχή που γειτνιάζει με το παρατημένο τμήμα του αεροδρομίου είναι πια ένας τόπος καύσης για λάστιχα και καλώδια. Όταν φυσάει νοτιάς τα σπίτια πνίγονται σε μαύρο καπνό για να μπορέσουν να πάρουν κάποιοι το χαλκό που από όταν η τομή του το 2006 ανέβηκε κατακόρυφα, δημιούργησε μια ακόμα «μαύρη» βιομηχανία στην Ελλάδα…Το ερώτημα, πια, δεν είναι τι είδους καλώδια καίγονται, αλλά πως μπορείς να ζεις μέσα σε αυτή τη μόλυνση και πως μπορείς να προσεγγίσεις το μέρος εκεί για να αποκαταστήσεις τη νομιμότητα και να διαφυλάξεις την δημόσια υγεία. Μόνο που ο χρόνος κυλά και οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Σε λίγο καιρό και με λίγη ακόμα αδιαφορία δεν θα υπάρχει επιστροφή.
Γ.Σ.