Κλείνουν φέτος 130 χρόνια απ’ τη γέννηση μιας μεγάλης πνευματικής φυσιογνωμίας (1883-1957) που λέγεται Νίκος Καζαντζάκης. Θα’ ταν άδικο να μην αφιερώσουμε λίγες αράδες σκέψης γ’ αυτόν το «Γίγαντα γιο της Γης» όπως τον χαρακτήρισαν. Αφορμή για τούτο παίρνω κι απ’ το γεγονός ότι τα πολυδιαβασμένα παγκοσμίως βιβλία του διατίθενται στο αναγνωστικό κοινό και μάλιστα σε νέα – και μονοτονική – μορφή, μέσα από συγκεκριμένη εφημερίδα και θα δοθεί η ευκαιρία σε πάρα πολλούς μέσα απ’ τα έργα αυτά, να τον γνωρίσουν καλύτερα.
Ξέρουμε πως ολόκληρη η ανθρωπότητα αναγνώρισε το έργο του. Η παγκόσμια ακτινοβολία του είναι ήδη γνωστή. Γι’ αυτό και δε θα σταθώ τόσο σ’ αυτό, στο να προσπαθήσω δηλαδή να περιγράψω μια προσωπικότητα τέτοιου βεληνεκούς, γιατί κι άλλοι πολλοί το’ χουν κάνει μέχρι τώρα διαχρονικά, αλλά και γιατί δε χρειάζεται να λέμε πως λάμπει κάτι που από μόνο του αστράφτει! Πιο πολύ θα σταθώ στον άνθρωπο – στοχαστή που δε δίστασε να τα βάλει με όλα τα τότε κατεστημένα και κυρίως με το εκκλησιαστικό κατεστημένο.
Εκείνοι που είχαν τα αξιώματα στην εκκλησία τότε και μεγάλη δύναμη επιρροής – κι όχι η ίδια η εκκλησία με την ερμηνεία που δίνει η θρησκεία μας – βολεμένοι καλά πίσω απ’ αυτά, δημιούργησαν πολλά «ταμπού», τα όρθωσαν ανάμεσα σ’ αυτούς και τους αγνούς πραγματικούς πιστούς κι αλίμονο σ’ όποιον διανοούνταν να τους αμφισβητήσει (αυτούς και τα έργα τους) και να ταράξει τα νερά τους. Με πανίσχυρο όπλο την απειλή του αφορεσμού, που έπιανε ακόμα τόπο, προσπαθούσαν ν’ ανακόψουν την προσπάθεια εκείνων που ήθελαν να τα βάλουν μαζί τους. Γι’ αυτό και λίγοι μεγάλοι πνευματικοί άντρες τόλμησαν να ξύσουν τις πληγές αυτού του κατεστημένου κι ελάχιστοι να τις παραξύσουν.
Ο Καζαντζάκης ήταν ένα δυνατό μυαλό, ένας ανήσυχος πνευματικός άνθρωπος που πίστευε πολύ στην αξία του ανθρώπου, αυτού όμως που παλεύει, που συνέχεια ανηφορίζει. Και σιχαίνονταν αυτούς που χουζουρεύουν, που ναρκωμένοι, φοβισμένοι ή αδιάφοροι περνούν τη ζωούλα τους, περιμένοντας το χάρο να τους πάει στην κόλαση ή τον παράδεισο. Πίστευε περισσότερο στον αγώνα για ένα ιδανικό παρά στο ίδιο το ιδανικό. Ένα τέτοιο λοιπόν μυαλό, ανήσυχο και δημιουργικό, δεν ήταν δυνατόν να μην το απασχολήσει και η θρησκεία, η εκκλησία που τόσο μεγάλη επιρροή ασκούσε στους ανθρώπους και κυρίως η υποκρισία με την οποία συμπεριφέρονταν αρκετοί εκπρόσωποί της.
Ασχολούμενος με την εκκλησία ένας τέτοιος άνθρωπος που ήξερε καλά να κρίνει και να φιλοσοφεί, δε θα μπορούσε να μην τη γνωρίσει σε βάθος. Κι αυτή η βαθιά εξερεύνηση ήταν που έφερε στα μάτια του πράγματα αταίριαστα, πράγματα ασυμβίβαστα, αλλά και πράγματα βρωμερά και γεμάτα υποκρισία, πράγματα που δε μπορούσε ο απλός – και συνάμα αμόρφωτος τότε – ανθρωπάκος να τα δει, γιατί έβλεπε τη θρησκεία επιφανειακά και λυτρωτικά. Το μεγάλο πρόβλημα που τον απασχολούσε, το από πού ερχόμαστε δηλαδή και πού πηγαίνουμε, κατάλαβε πως δε βρίσκει λύση μέσα από μια τέτοια θρησκεία με τέτοιους εκπροσώπους και γεμάτη ταμπού, γεμάτη εμπόδια για την ανθρώπινη δημιουργία. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως τον ανάγκασε και να την πολεμήσει. Δεν έχει σημασία αν αυτός ο ίδιος «δρασκέλισε πάνω από θρησκείες, πάνω από θεούς και δαίμονες και κοίταξε κατάματα την άβυσσο». Σεβάστηκε την αδυναμία των απλοϊκών ανθρώπων να κάνουν τέτοιες δρασκελιές και μάλιστα δείχνει να αισθάνεται και λίγο ένοχος αν έκανε σε κάποιους κακό χωρίς να το θέλει: «βάλθηκα να λυτρώσω απ’ τη μετριότητα και τη ρουτίνα, τους έσπρωξα χωρίς να λογαριάσω την αντοχή τους, σπουργίτια ήταν και ήθελα να τους κάμω αϊτούς, κατατσακίστηκαν» μας λέει στην «Αναφορά στον Γκρέκο».
Δεν πολέμησε, λοιπόν, τη θρησκεία ο Καζαντζάκης, που την έβλεπε μάλιστα κι ως παρηγοριά για να ξεπερνούνται τα βάσανα της ζωής, ούτε την εκκλησία πολέμησε. Εκείνο που δε συγχώρεσε και πολέμησε ανελέητα – χρέος άλλωστε κάθε αληθινού και υπεύθυνου άντρα – ήταν τα τρομερά σκάνδαλα, η μεγάλη υποκρισία, η δυσωδία που υπήρχε μέσα στους κόλπους της και κυρίως σε πολλούς απ’ τους εκπροσώπους της. Γι’ αυτόν, ο κάθε άνθρωπος κρατάει και κάποια «στενά» στον εφήμερο τούτον κόσμο. Κι ο καθένας «χρέος έχει και μπορεί στο δικό του τομέα να γίνει ήρωας». Πόσο μάλλον στην εκκλησία.
Αν κοιτάξουμε τις σελίδες των έργων του Καζαντζάκη, θα δούμε τέτοιους ήρωες να παρελαύνουν πολλοί κι απ’ τους εκπροσώπους της εκκλησίας. Ο παπα – Φώτης στο «ο Χριστός ξανασταυρώνεται», ο παπα- Γιάνναρος στο «Αδερφοφάδες», ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης στο «ο Φτωχούλης του Θεού» και τόσοι άλλοι τι ήταν; Δεν ήταν ήρωες – άγιοι εδώ – στο πόστο που’ τυχε να βρεθούν και ν’ αγωνιστούν; Γιατί δεν κατηγόρησε κι αυτούς ο Καζαντζάκης; Γιατί αυτούς τους σέβονταν, τους εκτιμούσε αφάνταστα και τους πρόσφερε σαν πρότυπα, σαν παραδείγματα για μίμηση;
Ας παραδεχτούμε λοιπόν ξεκάθαρα ότι ο Καζαντζάκης, μέσα στους κόλπους της εκκλησίας, έβλεπε καλούς και κακούς, άξιους κι ανάξιους, ήρωες και προδότες. Τους πρώτους τους επαινούσε, τους έκανε άγιους. Τους δεύτερους τους πότιζε «δηλητήριο» μέσα απ’ τις σελίδες των βιβλίων του. Δεν πολέμησε την εκκλησία, αλλά τη μούχλα και τη σαπίλα της. Ήρθε σε σύγκρουση με το λεγόμενο εκκλησιαστικό κατεστημένο και το ξεγύμνωσε. Επειδή, όμως, οι κακοί ήταν – και είναι πάντα δυστυχώς – και οι δυνατοί, προσπάθησαν ν’ αμαυρώσουν το έργο του, βαπτίζοντάς τον «αντίχριστο», χωρίς όμως και να το καταφέρουν.
Το χειρότερο, όμως, είναι πως και σήμερα ακόμα, αυτό το σάπιο κύκλωμα μέσα στους υγιείς κόλπους της εκκλησίας μας, εξακολουθεί να υπάρχει. Δυστυχώς πολλοί εκπρόσωποί της με τα σκάνδαλά τους, με την υποκρισία και τον φαρισαϊσμό τους, προκαλούν αγανάκτηση σε πιστούς και άπιστους, στιγματίζοντας και πραγματικούς ήρωες (κατά τον Καζαντζάκη) που αποτελούν τον υγιή κορμό της. Απλούς ιερωμένους που τιμάνε το ράσο που φοράνε κι αναλώνουν τους εαυτούς τους καθημερινά προσφέροντας ανιδιοτελώς τη βοήθεια τους, πνευματική και υλική, σ’ όσους – κυρίως σήμερα – την έχουν απόλυτη ανάγκη.
Αν ζούσε σήμερα αυτός ο «σβώλος χώμα» όπως αυτοαποκαλούσε τον εαυτό του ο Καζαντζάκης, πόσα βιβλία θ’ αφιέρωνε αλήθεια σε κάποιους σημερινούς «αγίους»: υποκριτές, ρατσιστές, φαρισσαίους, παιδεραστές, ανακριτές, αυτούς που δε δίνουν μια φέτα ψωμί σε πραγματικούς άθλιους της κοινωνίας, που μετατρέπουν ιερούς χώρους των ναών σε τόπους «γυρίσματος ταινιών» με μικρά παιδιά, που ό,τι κάνουν το κάνουν μόνο του θεαθήναι κι άλλα πολλά εντελώς αντίθετα απ’ ό,τι δίδαξε ο Χριστός , χωρίς να ντρέπονται ούτε Θεό ούτε ανθρώπους…
Γ’ αυτούς ναι, χρειάζονταν η πένα ενός Καζαντζάκη…