Πήραμε ξανά τις πλατείες!
Αγανάκτηση ή άλλη βαθύτερη ανάγκη;
Ας μου επιτραπεί να γράψω κι εγώ δυο σκέψεις σχετικά με το φαινόμενο των ημερών που δεν είναι άλλο από εκείνο των «αγανακτισμένων» κατά το indignados των Ισπανών ή των θυμωμένων κατά το ελληνικότερον. Και αυτό θα γίνει ως νίκη της δημοκρατίας αφού για όσους δεν το ξέρετε από τα πρόσωπα που πήραν την πρωτοβουλία για την όλη προσπάθειας στο Αγρίνιο είναι ένα από τα δυο ιδρυτικά μέλη της ηλεκτρονικής εφημερίδας που αποδεδειγμένα αγαπάτε πολύ.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Ακόμη και αν όπως λένε το κίνημα αυτό χρειάστηκε μια βάση μιμητισμού, ένα «ξεπατίκωμα» από μια άλλη χώρα, όπως η Ισπανία, για να πάρει μπρος, εν τούτοις ήδη έχει στο ενεργητικό του κάποιες πρωτοφανείς κατακτήσεις, οι οποίες δεν χάνονται ακόμα και αν το κίνημα χάσει δυναμική ή ακόμα κι αν υποκύψει στις σειρήνες κάποιων που δεν μπορούν να φανταστούν κοινωνικούς αγώνες χωρίς αυτοί να κρατάνε τη ντουντούκα.
Στις πλατείες του
Πρώτα και κύρια η τάση αυτή που γεννήθηκε σαν αίτημα των ημερών ξανάφερε τον Έλληνα στις πλατείες(του). Ξανάκανε τις πλατείες δικές του και των φιλοξενουμένων του ασφαλώς. Ο Έλληνας, το ξέρετε καλά, είχε πάψει από χρόνια να κάθεται και να κουβεντιάζει στις πλατείες. Αν αυτές δεν είχαν καφέ και ποτό τριγύρω ήταν άχρηστες, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που είχε μάθει και να αποφεύγει το διπλανό του σαν να μην αποτελεί με αυτόν κάποια κοινότητα.
Μετά-ακόμη κι αν η εικόνα των κατσαρολικών που είδαμε χτες ή η δίψα για απάντηση στο ότι «κοιμόμαστε» που υποτίθεται ότι μας καταλόγισαν οι Ισπανοί, υποδηλώνουν αντίδραση κάποιου που πειράχτηκε που δεν είναι ο πρωτοπόρος των κοινωνικών αγώνων παγκοσμίως-αποδείχτηκε σε κόμματα και συλλογικότητες ότι υπάρχει ζωή και χωρίς αυτούς. Περισσότερο, ότι δεν χρειάζεται να είσαι συνδικαλιστής για να κάνεις το κομμάτι σου σε μια πλατεία.
Ακόμη πιο πολύ όμως το κίνημα αυτό έδειξε ότι οι όροι του 1920 ή και του 1960 δεν μπορεί κυριαρχούν τουλάχιστον στη ζωή των νεότερων. Οι τεχνολογία και η κοινωνική δικτύωση μπορούν σε χρόνο μηδέν να «φωνάξουν» στην Αθήνα 20 χιλιάδες κόσμο εύκολα και χωρίς καν σχηματοποιημένο πεδίο διεκδίκησης ή συμπεριφοράς. Έτσι για κουβέντα, παρέα, αντίδραση, οργή. Και δεν είναι καν τα παραπάνω τα μέγιστα. Όλη αυτή η διαδικασία ήρθε λυτρωτικά σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης της κοινωνίας που είχε βουτηχτεί στη βία για δυο ολόκληρα χρόνια κι ας μην το ξέρουν αυτό οι Ισπανοί ή όποιος τέλος πάντων είπε στην Ισπανία ότι κοιμόμαστε. Εδώ χύθηκε αίμα, είχαμε πογκρόμ, αρχίσαμε να φλερτάρουμε με τον εμφύλιο(γράφτηκε από πολύ σοβαρές πένες η λέξη), ενώ ακόμη και στην πλατεία του Αγρινίου άρχισε μια διελκυστίνδα για το ποιος έχει πιο πολλά δικαιώματα πάνω της ή αν «επιτρέπεται» και σε ποιον να διαδηλώνει με ποιον. Και πάνω που οι τόνοι άρχισαν να ανεβαίνουν επικίνδυνα και να καλούν και τους «δημοσιογραφούντες» να πάρουν θέση ή μάλλον να το βουλώσουν, ξαφνικά ένα πλήθος ετερόκλητο είχε μόνο μια απαίτηση: «Όχι βία». Κι αν γίνεται όχι συνθήματα, όχι κόμματα, όχι πανώ(αρχικά). Αν ήταν και όχι ντουντούκες ακόμα καλύτερα, αλλά τελικά αυτές απόψεις είναι. Αλλά, ας είναι μην τα θέλουμε και όλα δικά μας. Εδώ μόλις άρχισε η κουβέντα για το αν…πρέπει να έχουν οι συγκεντρωμένοι ελληνικές σημαίες όπως συμβαίνει κατά κόρον στην Αθήνα. Για το Αγρίνιο δεν είμαι βέβαιος ότι έχει τεθεί τέτοιο θέμα, ακόμα και ίσως καλύτερα γιατί η συγκεκριμένη σημαία στη συγκεκριμένη χώρα φέρνει παρεξηγήσεις…
Όμως, ασφαλώς, δεν είναι όλα ρόδινα. Μεγάλη κουβέντα έγινε για το αν είπαν ότι είπαν οι Ισπανοί ή αν υπήρξε ελληνικός δάχτυλος σε όλα αυτά ή ακόμα αν δεν υπήρξε τίποτε παρά μόνο ο φόβος μας. Πολλοί απάντησαν «τι να μας πούνε κι αυτοί που έκαναν 50 χρόνια να διώξουν το Φράνκο;». Άλλοι θυμήθηκαν ότι στις πρόσφατες εκλογές στην Καταλωνία, που έχει και τη φήμη(και μόνο αυτή…) της δημοκρατικότητας εξαπλασίασε(!) τη δύναμή του το τοπικό ρατσιστικό-εθνικιστικό κόμμα ενώ πόλεις όπως η Μπανταλόνα έχουν για δήμαρχο ημιπαράφρονες υπερ-πατριώτες. Κάποιοι όμως κατάλαβαν ότι τελικά το μείζον δεν είναι αυτό ούτε και η, πιθανώς, παιδικά πρωτόλεια αντίδρασή μας. Το μείζον είναι ότι δείχνουμε να έχουμε κουραστεί από τον εσμό όλων αυτών που τόσα χρόνια διαφέντεψαν τον κοινό μας βίο. Πολλοί το πήγαν στο αν αυτοί που διαμαρτύρονται είναι μόνο δημόσιοι υπάλληλοι και αυτοαπασχολούμενοι και όχι μακροχρόνια άνεργοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, που έχουν και το πιο μεγάλο πρόβλημα. Άλλοι βρήκαν, ανάμεσα στους διαμαρτυρόμενους, κάποιους που δεν δικαιούνται να διαμαρτύρονται και πολύ ή κάποιους που έχουν αγωνία μην μείνουν έξω από τη νέα τάση, αφού έχουν διαμαρτυρηθεί με τους πάντες. Επίσης άλλοι βλέπουν τα κόμματα να αγωνιούν και να προσπαθούν να αρπάξουν ότι μπορούν από την τάση αυτή.
Προσωπικά με ενοχλεί κάτι διαφορετικό: Είδα ένα πατέρα πρόσφατα στο στάδιο να πηγαίνει το γιο του για κολύμβηση και να φοράει ένα μπλουζάκι με στάμπα χτυπητή: «Δεν τα φάγαμε μαζί ρε που…αρά!» Ο τύπος ήταν μάλλον καλοβαλμένος, χωρίς αυτό να είναι καθοριστικό. Καθοριστική είναι η ύβρις μπροστά στο παιδί του και κυρίως η απουσία αυτοκριτικής. Γιατί, ναι, αγανακτήσαμε και πρέπει να κράξουμε αλλά πρέπει να θυμηθούμε σε τι φταίξαμε και μεις. Δε φτάνει ότι κάποιοι έκλεψαν, γιατί κλέψαμε και μεις ή στο σχολείο, ή στο στρατό, ή στη εφορία, ή στις διακοπές, ή στο ζύγι ή στην ταμειακή ή στις επιδοτήσεις ή στο διορισμό ή στη ρουφιανιά ή στην δικαιοσύνη ή στο συνδικαλισμό ή…ή… και τελειωμό δεν έχει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όταν καταλαγιάσει η ορμή και η αγανάκτηση πρέπει να έχουμε και καμιά πρόταση. Π.χ ναι η ΔΕΗ είναι φετίχ αλλά πόσο κάνει ο λιγνίτης που για δεκαετίες της έχουμε όλοι χαρίσει χωρίς κανένα κοστολόγιο; Πόσο κάνει ο αποκλεισμός των Κρεμαστών για 50 χρόνια χωρίς καμιά εξήγηση που ξαφνικά τώρα που σφίξαν τα γάλατα μας λένε ότι μπορεί να γίνει οποιαδήποτε επένδυση; Πόσο κοστίζουν όλα αυτά; Και γιατί είναι «ξεπούλημα» το να έχει μια παραλία 7 χιλιομέτρων η ηρωική ΕΤΒΑ που αν τα πάρει ένας Γάλλος να φτιάξει κάτι θα τα χάσουμε από την περιουσία μας; Αφήστε που η Βουλή έγινε μπ…έλο όπως λένε από τους ανάξιους αλλά σαν σύμβολο και σαν όργανο είναι και θα είναι κάτι με απόλυτη σημασία, που δεν μετρά παρά για όσους έχουν δικό τους πολίτευμα έτοιμο.
Κλείνω γιατί μακρηγόρησα: Οι αγανακτισμένοι έσπασαν την κασέτα που είχαν καταπιεί για χρόνια πολλοί και διάφοροι, από τα Πανεπιστήμια μέχρι τα όργανα του συνδικαλισμού και τις ΜΚΟ. Ακόμη και αν αύριο το θέμα φυλλορροήσει, που πιθανόν και να γίνει έτσι. Όμως όλο αυτό θέλει δουλειά. Δεν πρέπει να μείνει ανεπεξέργαστο. Όσο πιο αμαθής και ανώριμη είναι μια κοινωνία τόσο πιο πολύ νομίζει ότι ο καθένας δικαιούται να κάνει ότι θέλει, χωρίς η ελευθερία του να είναι μέρος ενός μεγάλου κοινωνικού συμβολαίου. Στην πορεία ανακαλύπτουμε όλοι ότι είμαστε προϊόντα όσων έχουμε διδαχθεί αλλά και της ζωώδους φύσης μας. Τα «θέλω» μας δεν είναι πάντα αγνά και φωτεινά, έχουμε εσωτερικούς καταναγκασμούς και έχουμε αδυναμίες πολλές. Παίζουμε ρόλους, μιμούμαστε στερεότυπα και φτιάχνουμε παραστάσεις στο μυαλό μας όχι μόνο οι καταναλωτικοί τύποι αλλά και οι λεγόμενοι «υποψιασμένοι». Και η τάση των αγανακτισμένων είναι ένας μπούσουλας τουλάχιστον να ξαναβρεθούμε και να το πιάσουμε από την αρχή, αφού σε όλη τη Μεταπολίτευση ούτε να συζητήσουμε δεν μπορέσαμε. Δεν μπορεί πλέον να φερόμαστε σαν κάποιον που έχει ανάγκη από δουλειά σαν τεχνίτης, του τη προσφέρει κάποιος γιατί αναγνωρίζει την ανάγκη του, αλλά ο τεχνίτης μας επειδή έχει την ιδέα ότι το αφεντικό είναι πάντα κακό στη πρώτη στροφή της Ιστορίας προσπαθεί να τον «φάει». Αφήστε που καλό είναι να θυμόμαστε τι σημαίνει συνύπαρξη στις πόλεις για άλλους: Στην Ισπανία π.χ. που ξεκίνησε η τάση αυτή είχαν εκλογές και κάποιοι μαζεύαν ψήφους(!) για να κάνουν μια συγκέντρωση ανεξάρτητη μέχρι που ανακάλυψαν ότι είχαν ήδη μαζευτεί πολλοί… Δεν ξέρω αν το καταλάβατε, αλλά σε κάποια μέρη για να πας σε μια πλατεία και να τη κλείσεις χρειάζεσαι όχι μόνο έγκριση από το δήμο(δηλαδή τους συμπολίτες σου) αλλά χρειάζεσαι και ψήφους! Όπως και για να κολλήσεις τη παραμικρή αφίσα ή να κάνεις τη συναυλία σου ή το γεγονός που σε εκφράζει…Καιρός για αλλαγή λοιπόν.