Λόγω αυξημένου φόρτου περιστατικών και λόγω της ταχύτητας που επιτάσσει το διαδίκτυο τα διάφορα site κυνηγούν την αστυνομική είδηση και ασχολούνται μαζί της μόνο όσο κρατάει η αναγγελία και αν υπάρξει κάποια εξέλιξη. Πίσω όμως από τις λέξεις “εισέβαλαν στο σπίτι και αφαίρεσαν…” ή “3 άτομα έκαναν άνω κάτω το σπίτι τους…” υπάρχει ο φόβος, το αίσθημα της παραβίασης του ασύλου και το αίσθημα ενός ιδιότυπου βιασμού. Για κάποιους αυτά είναι ψιλά γράμματα. Για όσους δεν είναι, θα προσπαθήσω να σας περιγράψω την εμπειρία ενός γνωστού μου που ήταν ανάμεσα στα θύματα της σπείρας των τριών “ημεδαπών” ηλικίας 19,18 και 16 που μπούκαραν σε σπίτια. Επίσης του “φύλαρχου” από το Αιτωλικό που έκανε την κλεπταποδοχή. Και επίσης των δύο 30άρηδων γυναικών που αναζητούνται και η μία δεν είναι από τα μέρη μας.
Αν σπάω τον κώδικα του πολιτικά ορθού και υπαινίσσομαι παραπέρα από αυτό το “ημεδαπός” που αναφέρει η αστυνομία-σωστά ίσως- είναι γιατί είμαι βέβαιος ότι ο 16χρονος σε λίγες μέρες θα είναι στο κέντρο της πόλης και θα περνάει δίπλα από εκείνους που έκλεψε γιατί οι ανήλικοι για να κρατηθούν πρέπει να έχουν κάνει κάτι “πολύ σοβαρό”.Γιατί κάποια στιγμή πρέπει να δούμε πως μερικοί είναι αποδεκτό να εκπαιδεύονται στην κλοπή γύρω από τα δημόσια κτήρια της πόλης και δίπλα από πάνοπλους αστυνομικούς, νιώθοντας έτσι άτρωτοι, ανέγγιχτοι και αποκτώντας μια συμπεριφορά κοινότητας. Σαν αυτή που αφήνει π.χ. 10 κορίτσια να κινούνται σαν τσούρμο και να περικυκλώνουν μια ηλικιωμένη στο δρόμο, όλοι να ξέρουν τι πρόκειται να γίνει και κανείς να μη μιλάει λες και κάνουν όλοι τη δουλειά τους. Γιατί προχωράει ο επιμερισμός του εγκλήματος και τα πόστα μοιράζονται στην πόλη κανονικά και εν αγνοία των ρομαντικών που δεν βλέπουν ότι άλλοι βάζουν τελικά τα εθνολογικά κριτήρια και όχι ο μέσος πολίτης. Και γιατί η περίπτωση της γυναίκας που αναζητείται μου θύμισε μια διένεξη σε ένα χωριό της Τριχωνίδας, όπου μια ντόπια ηλικιωμένη λυπήθηκε έναν “περιφερόμενο” και δεν του έκανε μήνυση, όταν πήγε να της αρπάξει πράγματα από το αμάξι της, για να μάθουμε αργότερα ότι ο εν λόγω αναζητούνταν για φόνο εδώ και 25 χρόνια και περιφερόταν στη χώρα σαν αόρατος…
“Το βράδυ του Σαββάτου, παραμονή Πάσχα, ετοιμαζόμασταν να πάμε στην εκκλησία με τα παιδιά μας(σ.σ. ανήλικα, μωρά). Πήγα στη κρεβατοκάμαρα να τους πάρω τα σταυρουδάκια και κάτι φυλακτά που έχω από τη μάνα μου. Άνοιξα τα συρτάρια και τα μικρά με είδαν να έχω μαρμαρώσει! Έλειπαν τα πάντα. Όλα τα χρυσαφικά, όλα τα οικογενειακά κειμήλια, ακόμα και ένα χρηματικό ποσό αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Κανείς μας δεν είχε πάρει χαμπάρι οτιδήποτε! Ακόμα και τώρα δεν ξέρω τι ώρα μπήκε κάποιος στο σπίτι μου. Ήμουν μέσα; Τα παιδιά κοιμόταν; Πέρασε δίπλα μας, ανέβηκε από το μπαλκόνι, άνοιξε με αντικλείδι; Τίποτε, παρά μόνο μια αίσθηση βιασμού. Μια αίσθηση ότι είσαι εκτεθειμένος κι συ και τα παιδιά σου και ότι μπορεί να έρθει ένας εισβολέας και να κάνει ότι θέλει. Από το σοκ πλέον δεν κοιμόμαστε και έχουμε τα παιδιά δίπλα μας συνεχώς. Χτες φύγαμε από τη πόλη λόγω αργίας για να μη βλέπουμε και να μην ακούμε. Με το παραμικρό πεταγόμαστε πάνω, μας πνίγει το άγχος. Και το χειρότερο: Ψάξαμε μέσω της Ασφάλειας να δούμε τι έκαναν αυτοί οι ελεεινοί τα πράγματα που είχα από τη μάνα μου τουλάχιστον. Μόνο εκτίμηση μπορούν να κάνουν μέχρι στιγμής, φαίνεται ο κλεπταποδόχος πως είχε προλάβει να λιώσει όλο το χρυσό…Δεν ξέρω τι να κάνω, θα το κυνηγήσω όσο μπορώ και όπου βγει…”
Αυτά τα ολίγα. Μια ωραία διδακτική ιστορία για το πως είναι να σε βιάζουν ψυχολογικά. Όχι τίποτε άλλο, για να μην καταντήσουν τελικά όλα τα περιστατικά αριθμοί και καταγραφές. Και πάω στοίχημα ότι οι άνθρωποι δεν θα ενθουσιαστούν να δουν αυτό που τους συνέβη γραμμένο, αλλά μόνο έτσι θα βγει κάτι. Αν δουν και άλλοι την εμπειρία τους και ίσως σκληρύνουν και ζητήσουν το δικαίωμα στην ιδιωτικότητά τους και στο οικογενειακό άσυλο. Ναι, αντίθετα από ότι μας έμαθαν, υπάρχει και τέτοιο.
Γ.Σ.