Πάντα είναι άξιο απορίας το πόσο λίγο ασχολείται ο κόσμος στην περιοχή μας με σημαντικά πράγματα που κάνουν δικοί μας άνθρωποι έξω από τον τοπικό μκρόκοσμο. Ειδικά το σινάφι των γραφιάδων, συγγραφέων, δημοσιογράφων και γενικά των «πνευματικών»ανθρώπων μοιάζει να ζει στο δικό του σύμπαν. Σημαντικά πράγματα συμβαίνουν και σε μας περνάνε άβρεχα λες και έχουμε πολλά να επιδείξουμε.
Στην προηγούμενη έκδοση της Athens Voice, δηλαδή στο έντυπο που κυκλοφορεί περισσότερο από όλα τα άλλα στην Αθήνα υπάρχει ένα σπουδαίο κείμενο που λέγεται “Οι μνήμες μας, το αναγνωστικό της εφηβείας μας” από ένα δικό μας δημοσιογράφο τον Μάκη Μάκκα. Οι πιο πολλοί στη πόλη τον ξέρουνε από τις εκπομπές του στον «Αχελώο» και είναι σίγουρο ότι λίγοι ήξεραν ότι γράφει τόσο καλά. Και να το ήξεραν πάντως εδώ στο Αγρίνιο μάλλον λίγοι θα καθόταν να διαβάσουν κάτι ολοκληρωμένο δικό του, όπως και από οποιονδήποτε. Δεν αδειάζουμε, έχουμε δουλειές και πολλά «καλημέρα» και «καληνύχτα» να στείλουμε μέσω του gadget μας.
Φυσικά και κατηγορώ τον εαυτό μου που έχει περάσει σχεδόν μια βδομάδα που δεν είδα έναν δικό μας να γράφει ένα τόσο συναισθηματικό κείμενο σε ένα τόσο δημοφιλές έντυπο(μια απλή αναζήτηση στην ηλεκτρονική έκδοση αρκεί). Η μόνη δικαιολογία που έχω είναι πως όταν βρήκα την εφημερίδα και την πήρα στο σπίτι να τη διαβάσω την έκαναν οι μικροί βελζεβούληδες κομμάτια.
Κείμενο με βάσανο . Μπορείτε να το βρείτε στα θέματα στην έκδοση της 19/3 με δική του ζωγραφιά μάλιστα του Μάκη, αυτή που βλέπετε. Εμείς στο σινάφι μας δεν αδειάζουμε, έχουμε να ξεκατινιαστούμε και χάνουμε κάτι εβδομάδες, λες και κάτι τέτοια γίνονται συχνά ή λες και δεν έχουμε όλοι τους σκελετούς μας στις ντουλάπες μας.
Κλείνει κάπως έτσι: «Τώρα που γύρω μας αλλάζουν όλα με ορμή, επιστρέφουμε σε αυτά που δεν μας έκλεψαν ποτέ. Σε αυτά που μας πρόσφεραν απλόχερα αγάπη, αλληλεγγύη και ελπίδα. Καινούργιες κοινότητες θα χτίσουμε, τα μυαλά και τα ταλέντα υπάρχουν, δεν χρεοκόπησαν, δεν είναι υποθηκευμένα. Οι μνήμες μας, το αναγνωστικό της εφηβείας μας. Το μόνο που δεν αφήναμε κάτω από τα θρανία». Παρά το ότι είναι νοσταλγικό και μιλάει για κάτι που χάθηκε, δεν σε «ρίχνει»στο τέλος. Και είναι σημαντικό αυτό, από μόνο του…
Γ.Σ.