Θα προσπαθήσω μέσα σε μερικές γραμμές να συμπυκνώσω την προσωπική μου μαρτυρία από την εφημερίδα Πολιτεία Αιτωλών και Ακαρνάνων, που από χτες δεν υπάρχει πια σαν τίτλος κρεμασμένος στα περίπτερα και δεν θα πάει στους συνδρομητές της ξανά.
Πρέπει να πω ότι μου άρεσε που το τελευταίο σημείωμα του εκδότη δεν ήταν ούτε νοσταλγικό-συναισθηματικό αλλά ούτε ένα ανάθεμα στην άδικη κοινωνία, παρότι τα παράπονα για μια προσπάθεια τόσο μπροστά από την εποχή της σαν την Πολιτεία θα μπορούσε να είναι πολλά. Ποιος μπορεί, για παράδειγμα να ξεχάσει τις μεγαλοστομίες της εποχής Ρουσσόπουλου για τους κανόνες που θα έμπαιναν και που τελικά έβαλαν εμπόδια σε όσους έδιναν μεροκάματα και το πάλευαν και ευνόησαν όσους έβγαζαν τίτλους με μεσοβέζικες λύσεις. Είπα όμως ότι δεν θα γίνω πικρόχολος.
Άλλωστε αυτή η προσπάθεια που την έζησα από τους 6 πρώτους μήνες της ζωής της και μετά, μέχρι πριν μερικά χρόνια που χώρισαν οι δρόμο μας, είχε διαφορετική σημασία για μένα και διαφορετική για τον τοπικό τύπο αλλά και για τα ειωθότα στη πολιτική ζωή της περιοχής.
Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφημερίδα αυτή έφερε νέα ήθη και βοήθησε να πάει λίγο πιο μπροστά ο τοπικός τύπος. Δημιούργησε άμιλλα και κόντρες, προβλημάτισε για τις προθέσεις της όσους λειτούργησαν καχύποπτα, όμως άλλαξε και την προσοχή στο ρεπορτάζ αλλά και την πρακτική στη δημοσίευση. Παρόλο που ήταν μια εφημερίδα που δεν ντρεπόταν να δείχνει πιο κοντά στην αστική ιδεολογία(αυτό από μόνο του ήταν επανάσταση γιατί όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο στην Ελλάδα που προέκυψε μετά το ’80)η πρακτική της υπέρ της δημοσίευσης των πάντων και του πλουραλισμού άφησε το στίγμα της. Παράλληλα και η εξωτερική της εμφάνιση, μετά τον αρχικό φθόνο, κινητοποίησε δυνάμεις και άνοιξε την αγορά.
Αν με ρωτήσει κάποιος αν τη στήριξε η τοπική κοινωνία, θα απαντούσα όχι. Δεν τη στήριξε, όπως δεν στήριξε και άλλες πρωτοποριακές προσπάθειες, γιατί ειδικά ο Αγρινιώτης δεν έχει μάθει να παίρνει τοπική εφημερίδα και τώρα που η έντυπη δημοσιογραφία εκλείπει δεν προλαβαίνει κιόλας να μάθει!
Αν με ρωτήσει πως την υποδέχτηκε ο υπόλοιπος κόσμος της δημοσιογραφίας και της δημοσίευσης θα έλεγα ότι μετά την αρχική καχυποψία, έμαθε να ζει μαζί της και έβγαλε καλά πράγματα από την ύπαρξή της. Φυσικά αυτό έγινε με τα απαραίτητα σχόλια που πάντα γίνονται για το τι ήθελε να πετύχει η ιδιοκτησία της κλπ. Ακόμα θυμάμαι το σάλο από το πρώτο γκάλοπ που έκανε η Πολιτεία με την Κάπα Research που είχε κάνει όλη την πιάτσα να αναρωτιέται «πως και τι και γιατί»… Ειδικά, δε, εκεί που έδινε φαβορί το Σταμάτη απέναντι στο Σώκο(πρόβλεψη που διαψεύστηκε αλλά έτσι είναι τα γκάλοπ)όλοι ψάχναν να βρουν τα συμφέροντα που κρύβονται από πίσω, χωρίς να βλέπουν ότι άλλαζε το τοπίο.
Σήμερα που η Πολιτεία έχει κλείσει το έγραψε ακόμη και το site της «Ζούγκλας» και αυτό είναι κάτι που αν δεν είχε έρθει αυτή η εφημερίδα στο προσκήνιο οι αλλαγές που κάναμε όλοι στη δουλειά μας μπορεί να είχαν αργήσει πολύ…
Για μένα όμως το σταμάτημα της Πολιτείας είναι και το τέλος μια εποχής που είναι συνυφασμένη με την επάνοδό μου στην πόλη του Αγρινίου. Μέσα από ένα σοβαρό θέμα υγείας ξανάρθα στη γενέτειρα και ίσως αν δεν με είχε ακούσει στο τηλέφωνο ο Νίκος ο Ζαχείλας και αν δεν με αγκάλιαζε η οικογένεια Σιάμου στα πρώτα βήματα, ώστε να βγω στην αγορά και να ξαναδουλέψω-καμιά φορά σκέφτομαι πως-ίσως να μην είχα αναρρώσει και ποτέ. Γιατί τι δουλειά θα έβρισκα στο Αγρίνιο και μάλιστα έχοντας ασχοληθεί στη ζωή μου με δημοσιογραφία και τουριστικά;
Αυτός είναι και ο λόγος που έγραψα τούτες τις γραμμές σήμερα. Οι επιχειρήσεις είναι οι άνθρωποί τους και οι σχέσεις με τα «αφεντικά» δεν είναι αυτές που έχουν παλέψει κάποιοι να μας ποτίσουν. Για μένα, η οικογένεια που είχε την εφημερίδα και όσοι συνεργάστηκα δεν ήταν μόνο πόσα πήρα και πόσα όχι, αλλά και η δημιουργία, αυτό που πήγαμε να κάνουμε(και που έγινε σε μεγάλο βαθμό από το Γιώργο το Ροΐδη, τη Τζένη, τη Νανά, τον Μπαζώρα το δάσκαλο και πολλούς άλλους, αφού εγώ έφυγα για άλλες πολιτείες). Ήταν η μπύρα που πίναμε το μεσημέρι του καλοκαιριού και οι τσακωμοί που ακούγονταν τετράγωνα. Ήταν η στενοχώρια όταν χωρίσαμε και όταν δεν τα καταφέρναμε. Και ούτε μου καίγεται καρφί τι λέει η κοινωνία για όλους όσους συμμετείχαμε στο εγχείρημα, ακόμη και τώρα που έχουν περάσει χρόνια από όταν έφυγα.
Ειδικά στη σημερινή κρίση καλό είναι να θυμούνται όλοι ότι οι δουλειές κάποια στιγμή δεν βγαίνουν και κλείνουν, αλλά μέχρι να βρεθεί ο άλλος κόσμος ο ιδανικός, πρέπει να βλέπουμε και τις προθέσεις του άλλου και να μπορούμε να διακρίνουμε αν τελικά ήταν καλός ή κακός. Και οι εργαζόμενοι πρώτα αγωνίζονται για το μεροκάματο, αλλά καμιά φορά πρέπει να παλεύουν και την οικογένεια που δημιουργείται στο χώρο εργασίας.
Να χαιρετίσω λοιπόν την παλιά παρέα, την οικογένεια Σιάμου και τον κ. Νίκο που δεν είναι πια μαζί μας. Ένα σημαντικό κεφάλαιο κλείνει για τον τοπικό τύπο αλλά για μένα κλείνει μια εποχή κατά την οποία τη σκαπουλάρισα, ας μου επιτραπεί να πω…
Γ.Συμψηρής