Γράφει ο Σταύρος Κιτσάκης,Δικηγόρος, Διδάκτωρ Ιστορίας του Δικαίου.
Πρόσφατα μαθητές λυκείου εξέφρασαν την, αναμενόμενη και δικαιολογημένη, απογοήτευσή τους από «τα πάντα» στην κοινωνία που ζουν, σε φίλο μου, λέγοντάς του περίπου τα εξής: «Γιατί να σπουδάσουμε, γιατί να προσπαθήσουμε για οτιδήποτε, αφού δεν πρόκειται να βρούμε δουλειά». Ο προβληματισμός είναι σχεδόν συνταρακτικός και χρήζει περαιτέρω σκέψης.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Έγελος, στις αρχές του 19ου αιώνα (1821) ερμηνεύοντας την κοινωνία του, παρατηρούσε μια από τις θεμελιώδεις αλλαγές που σήμαινε αυτό που ήδη τότε ονομαζόταν «αστική κοινωνία» και του οποίου καρπός είναι η σημερινή πραγματικότητα. Είχε μεταλλαχθεί ριζικά η θεμελιώδης σχέση του πολίτη με την κοινωνία του. Κράτος – Κοινωνία – Άτομο αποτελούσαν τρία διαφορετικά επίπεδα της πραγματικότητας, του Κοινωνικού Φαντασιακού, του τρόπου δηλαδή κατά τον οποίο οι άνθρωποι εκλαμβάνουν και ερμηνεύουν αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Η προηγούμενη κοινωνία κατανοούσε τους νόμους ως νόμους του Λαού και ταυτιζόταν έτσι με αυτούς. Το Άτομο του 19ου αιώνα και έκτοτε ξέρει πρώτον, ότι είναι καταρχάς μόνο του και δεύτερον, ότι για να επηρεάσει αυτά που συμβαίνουν γύρω του και τα οποία δεν πηγάζουν από το ίδιο, πρέπει να απαιτήσει από το Κράτος. Έτσι ο τρόπος συμμετοχής παύει να είναι άμεσος και παίρνει νέες μορφές δημιουργικότητας, τα κοινωνικά κινήματα (εργατικό, γυναικείο και αργότερα το φοιτητικό). Σημαντικό είναι λοιπόν ότι ο άνθρωπος πέρα από κάθε κριτική στη μεσαιωνική ανελευθερία ή στον μοντέρνο ατομικισμό, ψάχνει την κοινωνικοποίηση, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από τη συμμετοχή σε αυτό που αυτός ο ίδιος αποφασίζει ότι τον αφορά. Αυτό συμβαίνει με τα κοινωνικά κινήματα χαρακτηριστικά παρά το ότι βλέπουν ότι το Κράτος υφίσταται και αποφασίζει πια ανεξάρτητα από την Κοινωνία και επίσης παρά το ότι οι συμμετέχοντες δεν θεωρούν πια αυτονόητο ότι το συμφέρον τους είναι κοινό[1]. Επιθυμούν όμως ένα κοινό συμφέρον.
Οι προαναφερθέντες μαθητές και εμείς όλοι ζούμε ακόμη σε μια κοινωνία, όπου μάλλον δεν έχουμε την εντύπωση πως είμαστε οι πηγή των νόμων και σίγουρα πιστεύουμε ότι το Κράτος είναι αρμόδιο να μας δώσει αυτό που χρειαζόμαστε. Έχουμε φτάσει όμως στο άκρο της πορείας (όσο κι αν δεν διαφαίνεται ότι αυτό θα είναι και το πέρας της). Γιατί θεωρούμε ταυτόχρονα, ότι το Κράτος και σε κάθε περίπτωση κάθε άλλος, αλλά σίγουρα όχι εμείς οι ίδιοι, είναι υπεύθυνο να αποφασίσει και για το τι χρειαζόμαστε (η μηχανική-απλοική αντίληψη δε που έχουμε για τα πράγματα μας κάνει να θεωρούμε ότι αυτό θα γίνει με το πάτημα ενός κουμπιού). Τα κοινωνικά κινήματα, τα κόμματα με τη συμμετοχή των πολιτών, οι φοιτητικές οργανώσεις είχαν το νόημα να συνδιαμορφώσουν το μέλλον της κοινωνίας τους. Οι εν λόγω μαθητές και πιθανότατα ένα τεράστιο κομμάτι της νεολαίας αυτή της χώρας έχουν εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια συμμετοχής[2]. Θεωρούν, στο αποκορύφωμα αυτού που είδε ο Έγελος να φανερώνεται στην εποχή του, την Κοινωνία τους και το Κράτος που τη διοικεί κάτι εντελώς αποκομμένο από αυτούς. Έχουν αποστασιοποιηθεί πλήρως. Η παθητικοποίηση/αδρανοποίηση του σημερινού νέου έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα, ώστε όχι μόνο θεωρεί μοναδική πηγή δραστηριότητας, αυτή που θα του ορίσει κάποιος άλλος, αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν συμβεί (βλέπε χρόνια ανεργία), τότε θεωρεί πως απλά δεν θα έχει δραστηριότητα. Η προσπάθειά του να αποκτήσει τα προσόντα για μια πιθανή δραστηριότητα σταματά στο χρονικό σημείο που δεν είναι βέβαιος πια για την ολοκλήρωσή της. Στην «κοινωνία του ρίσκου», στην οποία έτυχε να γεννηθεί (να γεννηθούμε), όπου τίποτε δεν είναι βέβαιο, ούτε η δουλειά, ούτε η ύπαρξη του ανθρώπινου γένους (πυρηνικά), δεν είναι έτοιμος να αναλάβει κανένα ρίσκο και συνεπώς δεν αναλαμβάνει την ίδια του τη ζωή. Θεωρεί δε, στο πλαίσιο της σημερινής συγκυρίας, πως όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα, όλα όσα θα βγουν από αυτή την ιστορική στιγμή και το μέλλον της χώρας στην οποία ζει δεν τον αφορούν.
Ενώπιων αυτών των δεδομένων διερωτάται κανείς: υφίσταται ένα Κράτος χωρίς στόχους, πιο συγκεκριμένα: υφίσταται Κράτος, που θα εξασφαλίσει εργασία, χωρίς Κοινωνία; Η δημιουργία θέσεων εργασίας προκύπτει, αν όχι τυχαία και περιστασιακά, μέσα από αυτούς τους στόχους. Σε μια μοντέρνα δημοκρατική Κοινωνία τους στόχους αυτούς θέλουν να τους συνδιαμορφώνουν οι πολίτες. Μπορούμε βέβαια κάλλιστα να αρκεστούμε σε μια απλή διοίκηση ενός χώρου (αυτού που ονομάζεται τώρα ελληνικός), την οποία θα αναθέσουμε σε κάποιους προς εκτέλεση κατά βούληση. Αυτή θα αναλάβει κάποιες ασχολίες που θα κρίνουν αυτά τα πρόσωπα απαραίτητες, ας πουμε να μας ταΐζουν. Αυτή πράγματι φαίνεται να είναι η κυρίαρχη παράσταση των μαθητών που θέτουν τα ερωτήματά τους, των φοιτητών που δεν έχουν καμία πρόταση για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, των συνδικαλιστών που αδυνατούσαν δεκαετίες ολόκληρες να πραγματώσουν τη δημοκρατία μέσα από τις διαδικασίες που οι ίδιοι είχαν κατακτήσει. Αλλιώς πώς εξηγείται, ότι καμία από αυτές τις κοινωνικές ομάδες δεν αναπτύσει (δεν ανέπτυξε τα τελευταία 20 χρόνια) καμία πρόταση για το τί είδους δουλειές θέλουμε, τί θέλουμε να παράγει η χώρα αυτή, ώστε να εξασφαλιστεί εργασία για τους πολίτες της. Για κάποιο λόγο όλοι γαλουχηθήκαμε στην αντίληψη ότι εμείς απλά συνυπάρχουμε σε ένα χώρο, όπου κάποιος φροντίζει για εμάς και το μέλλον μας. Το Κράτος δεν θα μας δώσει τίποτα, αν δεν του προδιαγράψουμε τι θα είναι αυτό. Ανάμεσα στο Κράτος και τον εαυτό μας ξεχάσαμε να παρεμβάλουμε την Κοινωνία. Απορρίπτουμε την συμμετοχή μας στη σημερινή πολιτική ζωή και απλά αδιαφορούμε για την δημιουργία μιας άλλης.
Η άποψη αυτή δεν είναι μονόπλευρη. Δεν παρορά το γεγονός ότι ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες η θεσμοθετημένη συμμετοχή στην πολιτική ζωή σταδιακά κατάντησε να έχει διάρκεια 5 λεπτών κάθε 4 χρόνια. Αυτό όμως σε διαφορετικές εποχές υπήρξε έναυσμα για κριτική σκέψη και συλλογικό αγώνα. Σήμερα προβάλλεται, ιδιαίτερα από τους νέους με ξεκάθαρη συνυπευθυνότητα των προηγούμενων γενεών, ως δικαιολογία για ακόμη μεγαλύτερη παθητικοποίηση. Το μόνο που έμεινε ορατό να μας ενώνει είναι ένα ψευτο-εθνικό συναίσθημα, κενό περιεχομένου και ιστορικής συνείδησης. Έτσι μένουμε ανοχύρωτοι απέναντι στις όλο και πιο συχνές ρατσιστικές ανοησίες που ακούγονται. Υφίσταται όμως έθνος χωρίς στοχοθετούσα Κοινωνία; Η παράδοσή μας δεν είναι η αποχή. Η παράδοση μας, που καλούμαστε να ξανα-υιοθετήσουμε, γιατί δυστυχώς ή ευτυχώς ο άνθρωπος δεν είναι δέσμιος της ιστορικής παράδοσης, είναι αυτή που μας έδωσε ο ποιητής (Σοφοκλής): οι άνθρωποι, η κοινωνία των ανθρώπων, δεν προυποθέτουν τίποτε, δεν περιμένουν τίποτε. Θέτουν τον εαυτό τους ως αυτο-δημιουργία. Δεν περιμένουν τίποτε από τους θεούς. Θέλω να πω: Το Κράτος και οι υπόλοιποι θεσμοί μας (η αγορά) είναι δημιουργήματά μας. Ας μην εγκαταλείπουμε τη ζωή μας ανάγοντάς τους σε θεούς.
Και ένα τελευταίο: Σύμφωνα με μία ερμηνεία, ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου έδωσε στους ανθρώπους το χρόνο. Τους έδωσε τη δυνατότητα της μνήμης, ώστε να αποκτήσουν μια σχέση με το παρελθόν (τους). Τους έδωσε επίσης τη δυνατότητα των ονείρων και της ερμηνείας τους, για να «δουν» το μέλλον τους[3]. Ας μην μείνουμε τυφλοί απέναντι στο μέλλον μας. Ας δουλέψουμε (να σκεφτούμε, να μάθουμε, να επικοινωνήσουμε) για να το ονειρευτούμε.
[1] Ο άνθρωπος προηγούμενων εποχών αισθάνεται με διάφορους τρόπους αναπόσπαστο, «μοιραίο» τμήμα της κοινωνίας του. Χαρακτηριστική είναι η σχετική αντίληψη του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος χάνει το νόημα ύπαρξής του εκτός κοινωνικής δράσης.
[2] Το ότι δεν θεωρούν τη γνώση αξία, παρά μόνο αν εξαργυρώνεται, είναι επίσης κεφαλαιώδες, αλλά κομμάτι άλλου προβληματισμού.
[3] Τα όνειρα και συνεπώς το μέλλον δεν πρέπει να θεωρηθούν προδιαγεγραμμένα. Σύμφωνα με την ίδια ερμηνεία του Αισχύλου ο Προμηθέας έδωσε στους ανθρώπους τα μέσα για να πράξουν οι ίδιοι.