Καταρρέει το αρχοντικό Σωχωρίτη στο Αγρίνιο
Η εγκατάλειψη πολλών παραδοσιακών κτηρίων που έχει αγοράσει ή έχει κηρύξει διατηρητέα το κράτος με στόχο να διατηρηθεί η ιστορική αρχιτεκτονική είναι γνωστή. Ένα από αυτά είναι το αρχοντικό Σωχωρίτη στο Αγρίνιο, που από το 1979 είχε χαρακτηρισθεί διατηρητέο ως ιστορικό μνημείο τέχνης .Το Υπουργείο Πολιτισμού, αγόρασε το 1988 το αρχοντικό της οδού Κακαβιάς (πλατεία Καραπανέικα) ως δείγμα της αστικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα με εξαιρετικό εσωτερικό διάκοσμο που μόνο και μόνο γι αυτόν έπρεπε να διασωθεί.
Μετά από 24 χρόνια αυτό το σημαντικό και πανέμορφο
Ήδη ο τεράστιος φοίνικας της αυλής που στόλιζε το αρχοντικό είναι κατάξερος και σύντομα θα καταρρεύσει. Στα 24 χρόνια από την αγορά του Αρχοντικού, πολλές φορές τα Μ.Μ.Ε. της πόλης αναφέρθηκαν στην περίπτωση, χωρίς να μπορέσουν να συγκινήσουν κανέναν υπεύθυνο.
Φυσικά όπως ήδη αναφέραμε δεν είναι το μόνο διατηρητέο κτίριο, που το έχουμε αφήσει στην τύχη του, αλλά το δραματικό ερώτημα παραμένει. Τι έκαναν οι αρμόδιοι γι αυτό το κτίριο του κράτους; Τι έκαναν οι πολιτικοί και οι δημοτικοί άρχοντες;
Παραθέτουμε (από πηγή www.epoxi.gr) ορισμένα περιγραφικά στοιχεία από την σημαντική μελέτη του αείμνηστου αρχαιολόγου Νίκου Καπώνη με τίτλο “Δύο μνημεία του Αγρινίου του 19ου αιώνα: Ο Άγιος Χριστόφορος και το αρχοντικό Σωχωρίτη”, που παρουσιάστηκε στην ημερίδα “Η μνήμη του Επαρχιακού αστικού τοπίου: Το Αγρίνιο μέχρι τη δεκαετία του ’60” που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων την 23-9-2000 και δημοσιεύτηκε το 2003.
“…Δυστυχώς ιστορικά στοιχεία για το
Από το συγκρότημα του Αρχοντικού σήμερα σώζεται μόνο τμήμα του ψηλού, οχυρωμένου με τυφεκιοθυρίδες, περιβόλου, ύψους 2 περίπου μ., το οποίο διατηρείται στη βόρεια και δυτική πλευρά και η κεντρική οικία κτισμένη με εμφανή οχυρωματική διάθεση. Αρχικά ο περίβολος περιέβαλε το κτίριο και εκτεινόταν πιθανότατα μέχρι την οδό Μπαϊμπά νότια και μέχρι την οδό Κακαβιά ανατολικά. Στην πλευρά αυτή ανοιγόταν η κεντρική θύρα του περιβόλου με μεγάλη τοξωτή είσοδο – που κατεδαφίστηκε πριν λίγα χρόνια-, ενώ μικρότερη πυλίδα ανοιγόταν πιθανότατα και στη νότια πλευρά. Ο περίβολος ήταν μάλλον οχυρωμένος με τυφεκιοθυρίδες σε όλη την περίμετρο του, όπως υποδεικνύει η παρουσία τους στο σωζόμενο τμήμα του περιβόλου.
Η οικία φαίνεται ότι έχει διαμορφωθεί σε δύο φάσεις. Η αρχική, που καταλαμβάνει και τον όγκο του κτιρίου στη Βορειοδυτική πλευρά του οικοπέδου, έχει ορθογώνια κάτοψη διαστάσεων 12×10,30 μ. Σε δεύτερη φάση στη Βόρεια πλευρά προστίθεται πυργοειδής επέκταση, λιθόκτιστη κάτω και πλινθόκτιστη με ξύλινο οπλισμό πάνω, που εξέχει του οικείου τμήματος του περιβόλου. Εσωτερικά ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου
Η ξύλινη σκάλα οδηγεί στον όροφο της οικίας, ο οποίος αποτελούσε και το κύριο ενδιαίτημα της οικογένειας. Περιφερειακά του πλατύσκαλου διαδρόμου
Στο ανώτερο τμήμα του νεότερου πρόσθετου πυργοειδούς προσκτίσματος σχηματίζονται τρεις χώροι που περιλαμβάνουν το αποχωρητήριο, ένα μικρό χώρο, και την κουζίνα της οικίας. Η τοποθέτηση των χώρων αυτών γίνεται συνήθως εξωτερικά από την κάτοψη του κτιρίου, για να εξυπηρετηθεί η απομάκρυνση των λυμάτων αλλά και για την απομάκρυνση των χώρων αυτών από τα ενδιαιτήματα της οικογένειας για λόγους υγιεινής.
Αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι στο χώρο υποδοχής του ορόφου και στα δύο μεγάλα νότια επίσημα δωμάτια, οι ξύλινες οροφές φέρουν πλούσιο γραπτό διάκοσμο, με ποικίλες επιρροές από την προεπαναστατική παράδοση αλλά και τις νέες τάσεις του 19ου αιώνα.
Στο «σαλόνι» στο κέντρο της οροφής, σχηματίζεται μεγάλο ξυλόγλυπτο με γεωμετρική διαμόρφωση και γραπτό στεφάνι ανθέων το οποίο περιβάλλεται από πλαίσια που φέρουν διάκοσμο χρυσών ακτινωτών άστρων ή «ήλιων». Στην περίπτωση αυτή η διακόσμηση απηχεί περισσότερο παραδοσιακά πρότυπα της ύστατης
Στον προθάλαμο το ταβάνι αποτελείται από τετράγωνα ξύλινα φατνώματα με διάκοσμο χρυσέ-‘ άστρων-»ήλιων». Στο άλλο μεγάλο δωμάτιο ρεαλιστικά ζωγραφισμένα μπουκέτα λουλουδιών ΐ τετράγωνα πλαίσια-φατνώματα κοσμούν την οικεία οροφή. Η διαμόρφωση των φατνωματικών αυτών οροφών παραπέμπει σε νεοκλασικά πρότυπα του 19ου αιώνα που επηρεάζονται από ανάλογες τάσεις στη Β. Ευρώπη. Κύριο χαρακτηριστικό των τάσεων αυτών είναι η αναβίωση αρχαίων διαμόρφωση των φατνωμάτων αλλά και τα αρχαΐζοντα σύμβολα, (π.χ. του ήλιου) αλλά και αναγεννησιακών προτύπων (π.χ. ανθοδέσμες πολύχρωμων λουλουδιών). Ο ρυθμός αυτός απηχεί τάσεις που προέρχονται από την επίσημη τάση της αρχιτεκτονικής διακοσμητικής στην Αθήνα και εξαπλώνονται στην επαρχία του ελληνικού Βασιλείου στα μέσα του αιώνα.
Στους υπόλοιπους χώρους οι οροφές είναι απλούστερες και αποτελούνται από πλατιές σανίδες, που ενώνονται με ξύλινα αρμοκάλυπτρα-«κορδόνια». Η μετάβαση από τις κάθετες επιφάνειες των τοίχων στις οριζόντιες επιφάνειες των οροφών γίνεται με τη βοήθεια κοίλων επιφανειών, «των τραχηλωμάτων», κάτω από την επίδραση δυτικών και νεοκλασικών προτύπων του 18ου και 19ου αιώνα.
Η εσωτερική διαμόρφωση του πυρήνα αυτού φανερώνεται εξωτερικά με τη διάταξη των ανοιγμάτων. Στην ανατολική πλευρά, στο επίπεδο της μεγάλης τοξωτής εισόδου με τη βαριά δίφυλλη πόρτα, ανοίγεται το παράθυρο του ημιυπόγειου κατωγίου. Στο επίπεδο του ημιορόφου ανοίγονται ορθογώνια παράθυρα με οριζόντια ανώφλια, κουφιστικά ημικυκλικά τόξα και μικρότερο σιδηρόφρακτο ορθογώνιο παράθυρο πάνω από τη θύρα.
Πάνω από το παράθυρο σχηματίζεται «καταχύτρα» ή «ζεματίστρα» για την ενίσχυση της άμυνας της θύρας. Η καταχύτρα είναι εν μέρει χωνευτή: μέσα στον τοίχο, ενώ εξωτερικά στηρίζεται σε δύο γεισίδες. Το στόμιο της ανοίγεται στο κατώτερο τμήμα του ανατολικού παραθύρου του βορειοανατολικού δωματίου του ορόφου.
Τέλος, στον όροφο ανοίγονται, συμμετρικά τοποθετημένα, από δυο ορθογώνια παράθυρα με οριζόντια λίθινα λοξότμητα ανώφλια και κουφιστικά ημικυκλικά τόξα και ενδιάμεση ίδιας μορφολογίας πόρτα, η οποία οδηγεί στον νεότερο τσιμεντένιο εξώστη καταλαμβάνοντας τη θέση μάλλον και όμοιου παραθύρου ή εξόδου στον αρχικό ξύλινο εξώστη.
Στη νότια πλευρά δεσπόζει εξωτερικά μεγάλη δεκάβαθμη πέτρινη κλίμακα με τοξωτή καμάρα οδηγεί στην οικεία υπερυψωμένη θύρα. Και στην πλευρά αυτή η εσωτερική διάταξη της οικίας; φανερώνεται με τις σειρές των παραθύρων που υποδηλώνουν την ύπαρξη των ορόφων, γεγονός που ισχύει και για τις άλλες δυο σχετικά αθέατες πλευρές του κτιρίου. Τέλος, το κτίριο στεγάζεται με τετράκλινη κεραμοσκεπή, από την οποία προβάλλει η καπνοδόχος της εστίας του άνω ορόφου.
Το κτίριο είναι δομημένο με τη γνωστή πρασινωπή εγχώρια ψαμμιτική πέτρα που κτίζεται με τη βοήθεια ασβεστοκονιάματος. Στις γωνίες, στα φατνώματα των
Η έντονη οχυρωματική φύση του συγκροτήματος και του κτιρίου -μοναδική ανάμνηση των οχυρωμένων οικιών των Οθωμανών προυχόντων του Βραχωριού- φανερώνεται από την ύπαρξη των τυφεκιοθυρίδων στο νότιο τμήμα του περιβόλου, των τυφεκιοθυρίδων που ανοίγονται στους τοίχους του κατωγίου και εκατέρωθεν των θυρών, την ενίσχυση της ανατολικής θύρας με εγκάρσια «μπάρα» και από την κτιστή «καταχύτρα» πάνω από τη Βόρεια είσοδο. Δυστυχώς, η κατεδάφιση του υπολοίπου περιβόλου και της πιθανότατα ισχυρής και οχυρωμένης επίσης αυλόπορτας δεν επέτρεψε τη διάσωση των στοιχείων της συνολικής οχύρωσης της οικίας.
Μοναδικό βέβαιο χρονολογικό στοιχείο αποτελεί η εγχάρακτη επιγραφή στο υπέρθυρο του ανατολικότερου παραθύρου της Βόρειας πλευράς του ορόφου που αναφέρει τη χρονολογία 1872. Σύμφωνα όμως με πληροφορίες των προηγούμενων ιδιοκτητών, κτίστηκε μάλλον στις αρχές της δεκαετίας του 1840. Η παραπάνω μαρτυρία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η βορειοανατολική κτιρίου, η οποία περιλαμβάνει και το παράθυρο με τη χρονολογία 1872, αποτελεί μεταγενέστερη επέμβαση, όπως αποδεικνύει η διαφορετική μορφή της τοιχοποιίας, η οποία βάσει της επιγραφής
Μάκης Γουβέλης