“Γράφει ο Σταύρος Κιτσάκης, Διδάκτωρ Νομικής-Δικηγόρος Αθηνών”
Μέχρι λίγο πριν τις εκλογές, οπαδοί αυτού που στην Ελλάδα ονομάζεται «Αριστερά», θυμίζοντας δεξιότατες και ιστορικά καταδικασμένες ως φασιστικές πρακτικές του παρελθόντος, πετάγανε γιαούρτια και προσπαθούσαν να εμποδίσουν τις συγκεντρώσεις άλλων πολιτικών παρατάξεων. Επειδή διαφωνούσαν μαζί τους. Προχθές, μετά τις εκλογές, στη Μονεμβασιά ξυλοκόπησαν αλλοδαπό επειδή είναι Ολλανδός. Στην Αθήνα ο ελεγκτής σε λεωφορείο φώναξε το περίφημο πια «εγέρθητι» σε μετανάστες επειδή δεν είχαν χτυπήσει το εισιτήριό τους, λέγοντάς τους και άλλα πολλά. Στην ίδια αυτή χαβούζα, γιατί πόλη δεν τη λες, μετανάστες (νόμιμοι ή όχι δεν γνωρίζω), καθήμενοι σε παγκάκι, δέχθηκαν απρόκλητη επίθεση. Αυτό. Τίποτα παραπέρα, χωρίς άλλα κίνητρα ή πάθη. Η Πολιτεία επιλέγει να εκθέσει οροθετικές ιερόδουλες σε κοινή θέα για την προστασία του δημόσιου αγαθού της υγείας και μια συζήτηση, η οποία στη χώρα μας δεν έγινε ποτέ, τα όρια μεταξύ προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας και του δημοσίου συμφέροντος, απλά δεν γίνεται ούτε τώρα. Ένας αρχηγός κόμματος διαψεύδει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον αποκαλεί πλαστογράφο. Στην τηλεόραση ο Πέτρος Τατσόπουλος, επιφανής συγγραφέας και Βουλευτής πια του ελληνικού κοινοβουλίου, περήφανος επειδή πρεσβεύει κάτι «διαφορετικό» από τα μέχρι τώρα, σχεδόν επιτέθηκε στο συνομιλητή του και σε κάθε περίπτωση ολοκλήρωσε τη ρητορική του δημιουργία προτρέποντάς τον σε συνουσιασμό. Δεν διευκρίνισε με ποιο φύλο, αφού ως αριστερός είναι πάνω απ’ όλα ανεκτικός στη διαφορετικότητα.
Περπατάμε και κοιτάμε γύρω μας, μήπως μας επιτεθούν κάποιοι, οι οποίοι πιστεύουν πως πιστεύουμε κάτι, με το οποίο διαφωνούν. Τόσο γενικό και τόσο ακριβές. Η ελληνική κοινωνία βιώνει το φασισμό. Η είσοδος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή είναι ιστορικά καταγεγραμμένο αποτέλεσμα αυτού του πολιτισμού. Δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της φτώχειας και σίγουρα όχι μόνο του μνημονίου. Με τέτοια μέτρα, δυσαρεστείσαι, επαναστατείς, αλλά δεν αποκτάς φασιστική νοοτροπία. Μπορεί σε ένα μήνα να έχει εκλείψει σαν γεγονός, είναι όμως μέρος της ελληνικής πραγματικότητας και οφείλουμε να το κρατάμε με αυτοκριτική μπροστά στα μάτια μας και να ζούμε με το σοκ που μας προκαλεί. Αυτή είναι η χώρα μας σήμερα: γεμάτη μίσος για οτιδήποτε δεν είναι δικό μας. Αλλά επειδή δεν υπάρχουμε ως κοινωνία και δεν έχουμε τίποτα συλλογικά δικό μας, μισούμε όλους εκτός από τον εαυτό μας. Μένει λοιπόν ένα ακόμη μεγάλο βήμα μέχρι το τέλος: Να μισήσουμε και τον εαυτό μας.
Είναι όλα αυτά καινούργια; Το 2009 οι μισθοί στο ιδιωτικό τομέα ήταν ελάχιστα πάνω από τους σημερινούς. Οι ώρες εργασίας ατελείωτες. Κανείς δεν «επαναστατούσε» τότε, κανείς δεν έθιγε τη βαρβαρότητα της αγοράς εργασίας, γιατί το όνειρο όλων, η θέση στο δημόσιο, δεν είχε καταρρεύσει. Το μεταναστευτικό βρισκόταν σε πλήρη «διάταξη», στις αρμόδιες υπηρεσίες περίμεναν χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι είχαν περπατήσει χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στη χώρα μας και κανείς δεν τους έλεγε, αν μπορούν να μείνουν ή όχι. Το πιο εύκολο γι’ αυτούς ήταν να καταφύγουν στην εγκληματικότητα. Η κοινωνία είχε χάσει το σεβασμό της για τον άνθρωπο. Όχι μόνο για τον ξένο. Στην καθημερινή ζωή της μεγαλούπολης οι άνθρωποι δεν μιλούσαν, κοίταζαν με έχθρα και επιφύλαξη ο ένας τον άλλο, μετέδιδαν μια θεμελιώδη αγένεια στα παιδιά τους, στοιβάζονταν σε λεωφορεία έχοντας χάσει κάθε αξίωση αυτοσεβασμού, ζούσαν σε γειτονιές βρώμικες και τσιμεντένιες χωρίς δύναμη να απαιτήσουν κάτι καλύτερο, ψήφιζαν κάθε τέσσερα χρόνια και νόμιζαν πως αυτό είναι δημοκρατία.
Σήμερα ζούμε επιπλέον μια σφοδρή οικονομική κρίση, που όμοια της η γενιά μας δεν έχει ζήσει. Δεν έχει ζήσει και την καταστροφή, που συνήθως ακολουθεί τέτοιες κρίσεις. Είμαστε στην κόψη του ξυραφιού. Η χώρα βγάζει δε βγάζει το μήνα. Η αγορά πια δεν υπάρχει. Οι τράπεζες θα καταρρεύσουν λίγες μέρες πριν το Κράτος. Αυτά δεν θέλουν μαντικές ικανότητες. Έχουν ξανασυμβεί στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, τόσο αγαπημένες των «επαναστατών» (βλ. Αργεντινή). Σε λίγες μέρες θα έχουν συμβεί όλα και το 80% του πληθυσμού που τώρα εργάζεται και θυμωμένο ελπίζει, θα έχει συντριβεί στον τοίχο. Δεν θα υπάρχει θυμός, μάλλον στην αρχή δεν θα υπάρχουν συναισθήματα.
Αυτή τη στιγμή, ακόμη, όλοι φωνάζουμε και πλακωνόμαστε στο ξύλο. Κι όμως είμαστε η πιο βουβή κοινωνία. Έχουμε απολέσει πλήρως τη δυνατότητα επικοινωνίας. Είμαστε σαν τον αυτιστικό: Κλεισμένοι στον εαυτό μας και στις δικές μας παραστάσεις (φαντασιώσεις, συνομωσίες κτλ.). Αυτό είναι το τέλμα.
Ποιά είναι η επανάσταση που χρειαζόμαστε; Κάποιο Κόμμα της Αριστεράς ασχολείται ακόμη με την «αποκατάσταση» του Στάλιν (θέμα πρόσφατου σχετικά συνεδρίου του ΚΚΕ). Αυτοί δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Το άλλο, φαντασιώνεται πως θα ιδρύσει τη μεγάλη Αριστερά! Και το όραμα αυτής: Αντί-μνημόνιο. «Η λιτότητα μας οδηγεί στην κόλαση» λέει. Η γνωστή μας «ψωροπερηφάνεια», δεν έχει τίποτα να πει για τα προβλήματα της Ελλάδας. Φταίει ο Καπιταλισμός. Το όραμα εξαντλείται στην επανάκτηση του ελληνικού ονείρου: πρόσληψη 100.000 στο δημόσιο. Γιατί, «το Κράτος πρέπει να σε φροντίζει». Και προφανώς, αυτό το όραμα «πουλάει» ακόμα στην Ελλάδα.
Δεν ξέρω, αν στην Ελλάδα απέτυχε ο Καπιταλισμός. Υπήρξαν θεσμοί σοσιαλιστικής έμπνευσης, όπως η συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της εταιρείας και τα συμβούλια της γειτονιάς στις αρχές της δεκαετίας του 80΄. Στο επίκεντρό τους βρισκόταν η πιο αριστερή σκέψη απ’ όλες: η Δημοκρατία. Αυτοί οι θεσμοί σίγουρα απέτυχαν. Γιατί ο σύγχρονος έλληνας έμαθε σε ακραίο βαθμό, πως άλλοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτόν.
Η κατάργηση του μνημονίου δεν μπορεί να είναι ο μόνος στόχος. Δηλαδή, αν «φύγει» το μνημόνιο θα γίνει η ελληνική κοινωνία καλύτερη; Αυτό φαίνεται να μας λέει ο κ. Τσίπρας. Και κατά τα λοιπά δεν έχει να πει τίποτα για την ελληνική κοινωνία και τα στοιχειώδη προβλήματα συμβίωσης και επικοινωνίας που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, την παντελή έλλειψη αυτόνομης σκέψης σε όλα τα επίπεδα που μας διακρίνει και τη συνεχής και καθημερινή χειραγώγησή μας από τον κάθε λογής όμοιό μας. Αυτά είναι όλα σημεία κριτικής, τα οποία έχουν αναπτυχθεί από την ανά την Ευρώπη αριστερή διανόηση των τελευταίων 50 ετών. Είναι πολύπλοκες σκέψεις. Στη Χώρα μας δεν βρίσκουν εκπροσώπηση, γιατί δεν χαρίζουν ψήφους.
Το διακύβευμα δεν είναι ούτε η Ευρώπη, ούτε το Ευρώ. Τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτά. Η πορεία της κοινωνίας μας όσο τη ζω, είναι η ζωντανή διάψευση του ρηχού μαρξισμού, ο οποίος δεν διαφέρει σε τίποτα από τον ρηχό καπιταλισμό, οι οποίοι έχουν αναγάγει την τσέπη μας στο απόλυτο κριτήριο. Το διακύβευμα είναι πάντα η δημοκρατία, η δυνατότητά μας να συμμετέχουμε και να αποφασίζουμε ουσιαστικά, σκεπτόμενοι συνεχώς κρίνοντες. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορούμε σαφώς να αποφασίσουμε και την αυτοκαταστροφή μας. Επί του παρόντος απλά οδηγούμαστε σε αυτή και στην ολοκλήρωση της σύγχρονης ύπαρξής μας.
Ανθρωπολογική είναι λοιπόν η επανάσταση που έχουμε ανάγκη. Και επειδή αυτό το κείμενο θέλει να θίξει προφανώς την πολιτική επικαιρότητα και την αποτυχία της ελληνικής λεγόμενης «Αριστεράς», η άποψή του είναι η εξής: Σχεδόν άπαντες οι συμμετέχοντες στην εκλογική διαδικασία αποφεύγουν να αναζητήσουν τα σχεδόν διαχρονικά κακώς κείμενα της ελληνικής χρεοκοπίας (πολιτικής και οικονομικής). Αλλά Κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ, θέλοντας να μην ξεφύγουμε ούτε στιγμή από το γεγονός του Μνημονίου, επιτίθενται συστηματικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια κριτικής στην Κοινωνία. Αυτό τους καθιστά ό,τι ποιο συντηρητικό, μη-αριστερό και αντι-επαναστατικό περιέχει η ελληνική πολιτική ζωή.