στο κάμπο και στη ρεματιά βόλια ωρέ να φέρουν,
μη κλέψουνε οι Αγ(α)ρηνοί την όμορφη του Κάμπου,
Μήπως ωρέ την θέλανε για το προτέρο το βίο;
Η μήπως την εθέλανε για να μαλώνουν τούτοι οι δύο;
Ούτε ωρέ την εθέλανε για το προτέρο το βίο,
μήτε για να μαλώνουνε ετούτοι εδώ οι δύο
Ετούτη εδώ τη μορφονιά τη λέγανε Εφετείο,
Ο Γιάννης την ήθελε αγαπητικιά, μα εκειν’ τον άφησε στο κρύο
Τούτη εδώ τη προσβολή δεν τη εβάσταξε ο Καπετάνιος,
και στον αρχιαρματολό επήγε να καλοπιάσει,
το Θύμιο απάν απ΄τά Άγραφα με το μεγάλο αρματολίκι
επήγε και του εμίλησε για τον κρυφό καημό του
Μα εκείνος εκοίταζε ψηλά και ίσιωνε το μουστάκι
“Αι βρέστα με τους Αγ(α)ρηνούς, έχω δουλειές να κάνω”
και εκείνος έφυγε ‘απραγος και είπε στα παλικάρια
μήτε θα αφήσω Αγ(α)ρηνό, μήτε Βραχωρίτη,
αν δεν μου τη δώσουνε πεσκέσι στο Μποχώρι,
για να την επάω βόλτα εγώ, γύρα στο Μεσολόγγι,
να την θωρρούν οι υπόλοιποι και να τη ζηλεύουν.
Βαστάτε ωρέ τα φλάμπουρα , βαστάτε τα Γιαταγάνια,
και γλέντι ετοιμάστε καλό, πριν κάνουμε γιουρούσι,
σφάξτε αρνιά απ’τα Σάλωνα, φέρτε χρυσά κουτάλια,
και στρώστε τραπέζι με πιοτό, φάτε όλο το σουφλί,
μήτε προεστός εκείθε να ζυγώσει πλην του Σπήλιου και Βερελή
Μα εκείνοι δεν εζύγωσαν στο αρματολίκι του καπετάνιου Γιάννη,
γιατί οι άλλοι προεστοί δεν τσ’ άρεσε ότι ο καπετάνιος φτιάνει
και την ομορφονιά έγνεψαν να δώσουν στο Βραχώρι.
και τότε σείστηκε η γής, στο Κάμπο, στο Μποχώρι,
και του Γιάννη εμάζευτήκανε τα πρωτοπαλίκαρά του,
γιουρούσι ωρέ να κάνουνε να κάψουν το Βραχώρι,
μήτε Πανεπιστήμιο να μείνει ορθό, μήτε Καπναποθήκη,
με τούτο το φλουρί να πληρώσουνε την τιμή Μεσολογγίτη,
να κλείσουνε με μιάς απάκρη σ’άκρη δρόμο
Καλυτερα μιας ώρας Εφετείο εδώ και κεί.
Παρά 40 χρόνια στη Βραχωρίτικη τη Γή!
Βασιλιάς Άγριος