Γράφει ο Κώστας Παπαδόπουλος
Έχω καταλάβει ότι στην κοινωνία υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: Αυτοί που ακολουθούν μια συγκεκριμένη ευθεία πορεία (είναι οι περισσότεροι), χωρίς μεγάλες αποκλίσεις προς τα πάνω ή τα κάτω, αυτοί που «τα γράφουν κατάλληλα» – όπως λέει κι ο λαός- και δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο εκτός απ’ τον εαυτό τους κι αυτοί που δε συμβιβάζονται με κάποιο αρνητικό κατεστημένο, δε μπορούν να βλέπουν γύρω τους αρνητικά χωρίς να κάνουν κάτι να τ’ αναδείξουν και να τα διορθώσουν αν μπορούν, τα βάζουν και κοντράρονται με συμφέροντα και με ισχυρούς και δεν ησυχάζουν αν δε δουν ότι ο αγώνας τους δεν πάει χαμένος.
Αυτοί που ανήκουν στην τρίτη κατηγορία και οι οποίοι –δυστυχώς – είναι οι λιγότεροι, είναι και η αιτία που αναταράσσονται τα «ήρεμα νερά» μέσα στα οποία κολυμπούν οι διάφοροι «καρχαρίες» οι οποίοι επιθυμούν να παραμένουν ανεμπόδιστοι, ώστε να καταβροχθίζουν τα πάντα. Και δε μπορούν να χωνέψουν ότι υπάρχουν κάποιοι που τα βάζουν μαζί τους και δεν τους αφήνουν στην ησυχία τους. Κι αφού δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο για να τους «ξεκάνουν», χρησιμοποιούν το πιο εύκολο όπλο γι’ αυτούς, αυτό της περιφρόνησης! Τους χαρακτηρίζουν ως «βαρεμένους», ως «γραφικούς», ως «ψώνια», ότι «δεν είναι στα καλά τους», ότι «χάνουν» κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ότι, δηλαδή, δεν αξίζει ν’ ασχολείται κανείς μαζί τους κι άρα, αυτά που λένε και υποστηρίζουν, δεν έχουν και τόση σημασία!
Στην ουσία βέβαια, όλοι αυτοί που θίγονται απ’ την κατηγορία αυτών των ανθρώπων και κάνουν πως τους υποτιμούν, αναγνωρίζουν την ανωτερότητα και το θάρρος που τους διακρίνει, αφού δε φοβούνται να τα βάζουν μαζί τους κι όχι μόνο τους υπολογίζουν, αλλά τους φοβούνται κιόλας. Αν δεν υπήρχαν καν τέτοιου είδους άνθρωποι, θα ήταν η καλύτερη τους. Δε θα’ χαν κανέναν αντίπαλο για την πραγματοποίηση των όποιων παράνομων δραστηριοτήτων τους. Για το λόγο αυτό κτίζουν όλοι τους ένα τείχος προστασίας απέναντι στους «βαρεμένους» κι αν καταφέρουν- με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- να τους φοβίσουν και να τους σωπάσουν, έχει καλώς. Αλλιώς τους κολάνε αυτά τα περιφρονητικά παρατσούκλια, γιατί πιστεύουν ότι έτσι τους αφοπλίζουν. Αγνοούν, φαίνεται, ότι μερικοί είναι τόσο πολύ «βαρεμένοι» που, όχι μόνο δεν πτοούνται, αλλά γίνονται ακόμα πιο δυνατοί κι επικίνδυνοι.
Σε κάθε τοπική κοινωνία υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι άνθρωποι («βαρεμένοι», «γραφικοί» κ.τ.λ.) κι ο κόσμος τους γνωρίζει. Είναι αυτοί που τα βάζουν κάθε τόσο μ’ εκείνους που – λόγω θέσης- κάνουν κακό στην κοινωνία, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται, αυτοί των οποίων ο λόγος και η πένα «καίνε», αυτοί που φτάνουν μέχρι και την απεργία πείνας, προκειμένου να πετύχουν κάτι θετικό, είναι οι ενάρετοι και άφθαρτοι μέσα σ’ ένα σύστημα (πολιτικό κι άλλα), όπου επικρατεί η διαφθορά και η ανηθικότητα κι άλλοι πολλοί ασυμβίβαστοι και σκληροί απέναντι σε κάθε είδους συμπεριφορά που προκαλεί και ζημιώνει γενικώς. Γνωρίζουν όλοι αυτοί, βέβαια, ότι θα τους χλευάσουν, θα εισπράξουν την ειρωνεία, τον εμπαιγμό και το διωγμό τους πολλές φορές από κάθε είδους συμφέροντα. Γνωρίζουν επίσης, ότι κάποιες καλές κουβέντες που θα ειπωθούν γι’ αυτούς, η εκδήλωση, ακόμα και θαυμασμού (!) για το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα και τη συνεισφορά τους στην κοινωνία, όπως και πολλούς άλλους επαίνους, δε θα τους ακούσουν ποτέ, γιατί όλα αυτά θα λέγονται κατά κόρον στον … επικήδειό τους και μετά θάνατον, όπως έγινε πρόσφατα για κάποιον εδώ συντοπίτη μας, «γραφικό» και «βαρεμένο» για τον οποίον γράφτηκαν τα καλύτερα, όταν έφυγε από τούτη τη ζωή! Το γνωρίζουν, επαναλαμβάνω, πολύ καλά αυτό, αλλά δεν τους ενδιαφέρει, αρκεί που κάνουν αυτό που πρέπει.
Εγώ «τους πάω» αυτούς τους ανθρώπους, τους θαυμάζω. Και είναι απαραίτητοι τώρα που οι καιροί αλλάζουν, οι κλέφτες μειώνονται, οι παρανομίες ελέγχονται και τιμωρούνται (στην αρχή είμαστε ακόμα), αρκεί να υπάρχουν εκείνοι που θα τις καταγγέλλουν. Γιατί, αν η κάθε κοινωνία στηρίζονταν σε κάποιους – μέχρι το μεδούλι- υποκριτές σε πόστα «καραούλια», ο καθένας εκ των οποίων θα μπορούσε να κάνει το έργο χιλίων «βαρεμένων», ζήτω που καήκαμε! Δεν το κάνουν, δικαίωμά τους. Δεν είναι όμως καθόλου δικαίωμά τους να φοράνε κι από πάνω «αλεξίσφαιρα γιλέκα» σε ισχυρούς και συμφέροντα, ώστε να μη μπορούν ούτε άλλοι να τους αγγίξουν. Σωστά;
Όποιο και να είναι το μέλλον της Ελλάδας (έχω γράψει κατ’ επανάληψη τη γνώμη μου) για ένα είμαι απόλυτα σίγουρος. Αυτό το πάρτι της κλεψιάς, της διαφθοράς, της αδιαφάνειας, της ατιμωρησίας, που γίνονταν νυχθημερόν εδώ και μισό αιώνα περίπου, απ’ όλους όσους είχαν πόστα στην πολιτική, στη δημόσια διοίκηση, στην αυτοδιοίκηση, σ’ όλα τα υπουργεία και δημόσιους οργανισμούς, πάει να κλείσει τον κύκλο του. Και λέω πάει, γιατί υπάρχουν ακόμα «σταγόνες» και «σταγονίδια» που δεν έχουν αντιληφθεί ότι όλα γύρω τους αλλάζουν και παρανομούν – και μάλιστα κάποιοι πολύ προκλητικά- κάτω απ’ την ανοχή γενικότερα όλων των πολιτών, οι οποίοι θα πρέπει, επιτέλους, να γίνουμε ενεργοί και κριτές των πάντων, κυρίως όμως εκείνων που είναι ταγμένοι να φυλάνε «Θερμοπύλες» και δεν το κάνουν. Ή μάλλον το κάνουν κάποιοι, όχι όμως συγκρουόμενοι με τους ισχυρούς, αλλά με τους ανίσχυρους και κάποιους ακίνδυνους ρακένδυτους πολίτες, αναδεικνύοντας μικροπαραβάσεις επιβίωσης. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για όσους δε μπορούν ή δε θέλουν να τα βάζουν με τους πραγματικούς μεγαλοπαραβάτες, να ξεγελούν τον εαυτό τους ότι είναι «κάποιοι». Και τι «κάποιοι»! Ανώτεροι των ρακένδυτων!
Τελειώνοντας θα ήθελα να εξωτερικεύσω κάποια διαίσθησή μου: Οι «βαρεμένοι» και τα «ψώνια» όλο και θα πολλαπλασιάζονται και θα γίνονται περισσότερο επικίνδυνοι για όσους τυχόν θελήσουν να συνεχίσουν και στο μέλλον να παρανομούν. Και θα σταματήσουν να λυπούνται κάποιους («τι φταίνε τα παιδάκια τους») και θα τους καθίζουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλλά και του λαού, όταν πρόκειται για αιρετούς άρχοντες. Κι ο απλός λαός ακούει πιο πολύ τους «βαρεμένους» («πέστα Χρυσόστομε»!) κι όχι τους άλλους που στέκονται απέναντί τους.
Και κάτι τελευταίο: Η απάθειά μας, ως πολίτες, τόσες δεκαετίες, έπαιξε αρνητικό ρόλο κι έχουμε μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το κατάντημα της χώρας μας. Ας βγούμε όλοι απ’ την απάθεια αυτή κι ας γίνουμε – έστω και λίγο – «βαρεμένοι». Καλό θα κάνουμε και στην χώρα μας και στους εαυτούς μας.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ