Η λέξη Κλήδονας προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κληδών», που σημαίνει οιωνός, αλλά και επίκληση. Αυτές δηλ, είναι. κάποιες λέξεις, που οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν στις μαντικές τους τελετές.
Ο Κλήδονας ήταν ένα πανελλήνιο έθιμο, κατά τη γιορτή του Αη-Γιάννη του Ριγανά, που γιορτάζεται στις 24 Ιουνίου, μια γιορτή που συμπορεύεται με το μεγάλωμα της μέρας και το ανέβασμα του Ήλιου στο αποκορύφωμα της πορείας του. Σύμφωνα μ’ αυτό, οι άγαμες κοπέλες μάντευαν το όνομα του μελλοντικού τους συζύγου τόσο μέσω του Αμίλητου νερού που κουβαλούσαν από τη βρύση, όσο και από τις φωτιές που άναβαν και πηδούσαν.
Στην αρχαιότητα αυτή τη μέρα λατρευόταν ο Ήλιος. Οι άνθρωποι άναβαν φωτιές και μάζευαν αρωματικά φυτά και θεραπευτικά βότανα, όπως τη ρίγανη, γι’ αυτό επεκράτησε στα χριστιανικά χρόνια τον Αη-Γιάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή του Χριστού, που γιορτάζει στις 24 Ιουνίου να τον ονομάζουν Ριγανά και Σταυροβότανο.
Μ’ αυτά τα θεραπευτικά φυτά και βοτάνια ο Αη-Γιάννης γιαίνει, πιστεύει ο λαός, δηλ. θεραπεύει. Γι’ αυτό λένε: «Άγιε Γιάννη μου, το κεφάλι μου να γιάννει».
( Παρετυμολογία του ονόματος Γιάννης = γιάνω, θεραπεύω!)
Ο Αη-Γιάννης ονομάζεται ακόμα και Ριζικάρης, επειδή τα κορίτσια αυτή τη μέρα μαντεύουν το ριζικό τους, Ονομάζεται και Μελάς για το μέλι, που μαζεύουν αυτόν τον καιρό, Φανιστής και Λαμπροφόρος από τις φωτιές της μέρας, Βλαστολόγος, Κλήδονας, Λιοτρόπης, από τις τροπές που παίρνει ο Ήλιος, Απορνιαστής, γιατί τελειώνει το όρνιασμα των σύκων (σε κάποια μέρη όπου υπάρχει παραγωγή σύκων κρεμούν στις συκιές «ορνιούς»,, δηλ. αγριόσυκα, για να δέσουν τα σύκα. Αυτή η διαδικασία είναι το όρνιασμα, που τελειώνει με τη γιορτή του Αγίου, γι’ αυτό και η επωνυμία του Απορνιαστής).
Το βράδυ της γιορτής, στις μεγάλες φωτιές που άναβαν αλλά και που ανάβουν και σήμερα σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας αναβιώνοντας αυτό το έθιμο , και τις πηδούν, για να ξορκίσουν τα κακά και τις αρρώστιες ( «θα πηδήσω τη φωτιά, μη με πιάσει η αρρωστιά»), καίνε και τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια, που τόσον καιρό (από την 1η του Μάη είχαν κρεμασμένα στις πόρτες των σπιτιών) και μετά ακολουθεί το έθιμο του Κλήδονα.
Δυο παιδιά, που πρέπει να έχουν και τους δυο γονείς τους στη ζωή, πηγαίνουν και φέρνουν από τρεις βρύσες αμίλητο νερό, Δηλ., προσέχουν την ώρα που το κουβαλούν να μη μιλήσουν σε κανέναν
Το νερό αυτό, το ρίχνουν σε πήλινο δοχείο, μέσα στο οποίο αποβραδίς έχουν ρίξει τα σημάδια τους, δηλ. «τα ριζικάρια», που μπορεί να είναι δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια, νομίσματα ή κι άλλα αντικείμενα. Σκεπάζουν στη συνέχεια το δοχείο μ’ ένα κόκκινο πανί, πάνω στο οποίο τοποθετούν ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί και το αφήνουν όλη τη νύχτα έξω για να το δουν τ’ άστρα, δηλ. να «ξαστριστεί», ανάμεσα σε φυτά και λουλούδια.
Το πρωί, τραγουδώντας, ανοίγουν τον Κλήδονα.
Κόρες με τ’ άστρα κίνησαν στη βρύση για να πάνε,
Να πάρ αμίλητο νερό, στον Κλήδονα να πάνε
Αη-Γιάννη Κληδονάρη, που της μοίρας δίνει χάρη…
Όταν τέλειωνε αυτή η διαδικασία παλιά, οι κοπέλες έτρωγαν από ένα κομμάτι πίτα, που την είχαν ζυμώσει με αλεύρι, αλάτι και αμίλητο νερό. Το αλεύρι, το κοσκίνιζε από την προηγούμενη πρωτότοκη νέα, που είχε και τους δυο γονείς της στη ζωή. Από την πίτα που έτρωγαν τα κορίτσια διψούσαν και στον ύπνο τους έβλεπαν ότι πήγαιναν σε κάποιο σπίτι, να πιουν νερό, να ξεδιψάσουν. Αν το νερό τους το έδινε κάποιος νεαρός, αυτόν θα παντρευόταν!
Άμεση σχέση με τον Κλήδονα έχει το νερό, που οι αρχαίοι πίστευαν στη γονιμοποιό δύναμή του, γι’ αυτό και το θεοποιούσαν. Κι επειδή θεωρούσαν πως αυτό έπρεπε να είναι καθαρό και αμόλυντο, έβαζαν θεότητες να κατοικούν μέσα του και να το προστατεύουν. Έτσι, τα ποτάμια κι όλα τα γλυκά νερά, τα κατοικούσαν και τα προστάτευαν οι Ναϊάδες, τις θάλασσες και τις ακτές, ο Ποσειδώνας, η Αμφιτρίτη, ο Νηρέας, οι Νηρηίδες.
Αφού, λοιπόν, το νερό είναι ζωοδότρα δύναμη, το βρίσκουμε και στα χριστιανικά χρόνια να κατέχει εξέχουσα θέση και στην τελετή των μυστηρίων της Εκκλησίας μας (Βάπτισμα, Θεία Ευχαριστία, Αγιασμός). Επίσης, στην Εκκλησία διαβάζουν και ευχές για την ανομβρία, για την καρποφορία των χωραφιών και πολλά έθιμα του λαού σχετίζονται μ’ αυτό.
Εκεί, όπου ανταμώνουν η ιστορία, η θρησκεία και η φύση!
Σήμερα, 24 Ιουνίου, γιορτάζει μαζί με πολλούς άλλους και ο ναός της Επισκοπής Μάστρου, ένα σημαντικό βυζαντινό μνημείο της Παραχελωίτιδας, που υπήρξε και έδρα Επισκόπου.
Χτισμένος στο λόφο της Επισκοπής, δεσπόζει σε περίοπτη θέση, νότια του χωριού της Μάστρου, δυτικά μιας εύφορης πεδιάδας, που αρδεύεται από τον πλουτοφόρο και ζωοδότη Αχελώο, έναν λόφο κατάφυτο και καταπράσινο, όπου ανθεί τέτοια εποχή και μοσχομυρίζει η ρίγανη. Είναι πραγματικά ένα απομεινάρι μιας μικρής βυζαντινής εκκλησιάς του 7ου ή και 8ου αι., που γιορτάζει στις 24 Ιουνίου, και τιμάται στον Αη- Γιάννη, το Ριγανά.
Ο ναός αυτός αρχικά ήταν τρίκλιτη βασιλική, με νάρθηκα και τοξωτά παράθυρα, αγιογραφημένος, με έργα του 12ου και 13ου αι. Με το πέρασμα όμως των χρόνων απέμεινε μονόκλιτος με τις όποιες προσθήκες που του έχουν γίνει, καθώς τα τελευταία χρόνια έγιναν εργασίες συντήρησής του και υπερυψώθηκε η επάνω επιφάνεια των τοίχων του.
Στην κόγχη σήμερα, μεταξύ δύο ολόσωμων αγγέλων, που κρατούν σφαίρα, με αυτοκρατορικές στολές, διακρίνεται η Πλατυτέρα, ενώ στο δυτικό μέρος του νότιου τοίχου σώζονται τα ίχνη οχτώ ολόσωμων αγίων καθώς και η σκηνή της Προδοσίας.
Ο ναός ήταν στρωμένος με δάπεδο ψηφιδωτό παλαιοχριστιανικής διακόσμησης, με φυτά, ρόμβους και γεωμετρικά σχήματα.. Σήμερα σώζονται μόνο κάποια μικρά κομμάτια στο ιερό και σε κάποιες περιοχές του κυρίως ναού.
Στις μέρες μας , βέβαια, ο μικρός αυτός ναός δεν έχει την υποβλητικότητα και την ομορφιά της εποχής όπου χτίστηκε και στο αντίκρισμά του μέσα σ’ έναν περίβολο χορταριασμένο μελαγχολείς κι αναπολείς την αίγλη του παρελθόντος του, μέσα στην ειρήνη του τοπίου, ψάχνοντας τη βυζαντινή ψυχή του!