” Σταγόνες γύρω απ’ το δοχείο…
Το φθινόπωρο τα φύλλα πέφτουν, η βροχή σε κυνηγάει σε κάθε σου βήμα και σε μουσκεύει καθώς αναζητάς, με το νου σου χαμένο, να βρεις μια χαρούμενη νότα, στο σκοτεινό πεντάγραμμο της εποχής. Κι όλο βαδίζεις, βαδίζεις, βαδίζεις… μέχρι ν’ ακούσεις, μέχρι να βρεις! Δεν είναι τόσο ότι ψάχνεις, όσο ότι περιμένεις να βρεις…
Αναζήτηση! Η ζωή σου, μια συνεχής και αγωνιώδης αναζήτηση για να… βρεις! Τα φύλλα, μουσκεμένα από τη βροχή, σου δυσκολεύουν το βήμα και σου δείχνουν εντονότερη τη δυσκολία, τον κάματο, την απελπισία. Δεν είναι περιέργεια, όχι! Είναι προορισμός! Ψάχνεις αυτό που σου λείπει για να ζήσεις, για να ξεκουραστείς, για να αναπνεύσεις, για να σταματήσει να βρέχει και να φανεί ο ήλιος… να δεις σκιά στο δρόμο που βαδίζεις και να ξέρεις πως, η σκιά που υποφώσκει, είναι δικιά σου.
Κοντεύει χειμώνας. Τα φύλλα πια, έχουν γίνει λάσπη που παγιδεύει κάθε σου βήμα. Δεν έχει χιόνια στο δρόμο… το χιόνι είναι άσπρο. Μόνο πάγος. Μοναδικά καυτός. Έτσι, απλά και μόνο για να παρατείνετε αυτό που λες ταξίδι και να σου καίει ολοένα και περισσότερο την ανήλιαγη καρδιά σου. Περπατάς περιμένοντας να ‘ρθει η άνοιξη. Ίσως και να περιμένεις στο δρόμο, να φανεί εκείνο το σπιτάκι με τα φώτα και τον καπνό που χορεύοντας δραπετεύει από την καμινάδα… μακάρι να ήσουν ο καπνός! Αυτή η θύμηση σου ‘χει μείνει από κάτι ξεχασμένα παραμύθια της γιαγιάς. Το στρωμένο τραπέζι με το αχνιστό φαΐ, μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Αλλά ο δικός σου ο δρόμος δεν έχει παραμύθια… μόνο την κρύα πραγματικότητα.
Στο βάθος του δρόμου σου βουνά. Πρέπει να τα περάσεις! Τα παπούτσια σου έχουν πια παλιώσει. Τα αγκάθια σου σχίζουν τα πόδια. Μα εσύ βαδίζεις! Έχεις μάθει ποιοι νικούν κι εσύ θες να είσαι νικητής! Αυτό σου μάθανε τα παραμύθια που άκουγες παιδί. Κι ίσως, αυτό να σου δίδαξαν αργότερα όλοι εκείνοι οι ποιητές που πεινασμένα διάβαζες. Εκείνο το ποίημα που δε μπορείς να θυμηθείς, είναι το εφαλτήριό σου. Ψάχνεις να βρεις το δοχείο σου, να το γεμίσεις και ξέρεις, ότι για να γεμίσει αυτό το δοχείο θέλει κόπο, θέλει αίμα.
Κι έτσι, πέρασαν θαρρείς σαν ποίημα οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές. Και τώρα, τα πρώτα άνθη σου χαμογελούν στα δέντρα που συναντάς βαδίζοντας. Τώρα ο δρόμος σου δεν έχει λάσπη, δεν έχει φύλλα σαπισμένα… έχει χορτάρι πράσινο που σου γαργαλάει την καρδιά, σαν εκείνη την εικόνα που έχεις στο νου σου κρυμμένη, εκείνη την εικόνα με τα ζαχαρωτά και τα γέλια των άλλων παιδιών και τα δικά σου μαζί. Ο ουρανός ανοίγει. Δεν καλύπτει πια τον ήλιο που τόσο υπομονετικά καρτερούσες, εκείνο το μαύρο σύννεφο.
Τώρα, κάθε φορά που γυρνάς πίσω σου, δεν είναι γιατί φοβάσαι. Δεν είναι για να ξεκολίσεις το βουλιαγμένο πόδι σου από τη λάσπη. Είναι για να δεις τη σκιά σου. Όχι γιατί τη φοβάσαι, αλλά γιατί δεν τη χορταίνεις. Δε χορταίνεις να ξέρεις ότι ο ήλιος σε ακολουθεί κάθε στιγμή της μέρας, κρατώντας σου συντροφιά στο ταξίδι σου. Κι εσύ, πιστός αναζητητής, πιστός ταξιδιώτης στο δρόμο της πληρώτητας, στο μονοπάτι της ολοκλήρωσης, ψάχνοντας να βρεις εκείνο το δοχείο!
Σαν όνειρο, αλλά όχι, δεν είναι! Εκεί μπροστά σου στέκεται και περιμένει τα δώρα της ζωής σου. Τις αρετές που κέρδισες μέχρι να το βρεις και να το γεμίσεις… να ξέρεις, ότι πάντα θα χωράει κι άλλο. Είναι… είναι μαγικό το δοχείο αυτό. Όσο το γεμίζεις, τόσο μεγαλώνει, δίνοντάς σου το έναυσμα για να το γεμίζεις. Γύρω του σταγόνες από το αίμα που έτρεχε ακόμη από τις πληγές των ποδιών σου. Απομεινάρι που πάντοτε θα σου θυμίζει, τον αγώνα, τον κόπο και τελικά, τη νίκη! Σημάδι ανεξείτηλο που θα σου θυμίζει πως ό,τι ωραίο, ό,τι μεγάλο κατακτιέται με κόπο και αγώνα… μ’ αυτό το αίμα σου ακόμη!
Κι εκείνος ο στίχος από κάποιο ποίημα που διάβαζες, έγινε πια τρόπος ζωής σου και το ξέρεις. Είναι όλη σου η ζωή τώρα… «μονάχα όποιος παλεύει το σκοτάδι μέσα του, θα ‘χει μεθαύριο δικό του μερτικό στον ήλιο…».
Μαριάννα Ράπτη