Με αφορμή την Εθνική Γιορτή της 25ης Μαρτίου θα αναφερθούμε σε δύο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή μας κατα τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821: Στην φονική επιδρομή του Βρυώνη στη Πεδιάδα του Αγρινίου και και στην -πολύ σημαντική-μάχη της Λυσιμαχείας. Αν και οι μνήμες του 21 μας παραπέμπουν περισσότερο στην πολιορκία και άλωση του Βραχωρίου σε ότι αφορά την περιοχή του Αγρινίου, εντούτοις όμως οι Οθωμανοί υπέστησαν συντριπτικές ήττες στις δύο αυτές περιπτώσεις. Για τα ιστορικά αυτά γεγονότα διαβάζουμε αναλυτικά στο kalyvia.gr:
Η ΦΟΝΙΚΗ ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΒΡΥΩΝΗ ΣΤΗ ΠΕΔΙΑΔΑ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
Στις 10 Ιουνίου του 1824 ο Βρυώνης με δύναμη 5 χιλιάδων στρατιωτών αποφάσισε να επιτεθεί κατά της Ακαρνανίας. Για τον σκοπό αυτό άρχισε τις πολεμικές προετοιμασίες στο Κομπότι Άρτας. Το τούρκικο ασκέρι κατέβηκε το Μακρυνόρος και χωρίς να συναντήσει καμιά αντίσταση από τους Ελληνες εισήλθε θριαμβευτικά στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία). Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, γενικός Διοικητής Δυτικής Στερεάς Ελλάδος ερχόμενος από το Μεσολόγγι μαζί με τους οπλαρχηγούς Αλέξακη Βλαχόπουλο (1787-1865), Δημήτριο Μακρή, Αναγν. Καραγιάννη και Βαλτινό ήρθε στο Λιγοβίτσι Ξηρομέρου (πήρε το όνομά του επειδή χρησιμοποιούσαν και λίγο το βίτζι για να κατορθώσουν να στεριώσουν τα κελιά του μοναστηριού και την εκκλησία που υπήρχε στη κορυφή του βουνού), όπου η ομώνυμη μονή, που βρίσκεται 20 χιλιόμετρα δυτικά του Βραχωρίου και πάνω από την λίμνη του Οζερού σε υψόμετρο 522 μέτρων και εκεί στρατοπέδευσε. Στη θέση «Αγραπιδιά» της πεδιάδος της Αμβρακίας είχαν στρατοπεδεύσει οι καπεταναίοι Σιαδήμας, Ράγκος και Καραίσκος ή Ισκος.
Στις 5 Αυγούστου 1824 μικρή ελληνική ομάδα από τους στρατοπεδεύσαντες στο Λιγοβίτσι, μπήκε στον Καρβασαρά και λεηλάτησε το τούρκικο στρατόπεδο. Οι Τούρκοι θέλησαν να εκδικηθούν γι’αυτό και κυνήγησαν τους επιδρομείς. Οι Έλληνες όμως τους είχαν στήσει φονική ενέδρα και τους αποδεκάτισαν με αποτέλεσμα να τους τρέψουν σε φυγή από το Καρβασαρά. Πληροφορήθηκαν από ένα αιχμάλωτο, ότι ο Βρυώνης στόχευε να εισβάλει στη Ναυπακτία, ενώ για να δελεάσει τους άνδρες του ασκεριού του τους υποσχέθηκε 5 μισθούς προκαταβολικά. Ο Χιλίαρχος του Βλοχού Κώστας Βλαχόπουλος πήρε διαταγή από τον Μαυροκορδάτο να στρατοπεδεύσει στην Θέση «Ντουγρή» που βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της λίμνης Τριχωνίδας. Οι έριδες όμως των Ελλήνων δεν απουσίαζαν ούτε και στις μεγάλες αυτές στιγμές του Έθνους. Ο Στάμος Στάικος, αφού εκμεταλλεύτηκε την απουσία των Βλαχοπουλαίων, υποχρέωσε τους πρόκριτους της περιοχής του Βραχωρίου και υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο τον έχριζαν καπετάνιο του Βλοχού (περιελάμβανε περίπου την σημερινή επαρχία Τριχωνίδας). Ο Μαυροκορδάτος δεν αναγνώρισε ως έγκυρο το έγγραφο αυτό και διέταξε τον Στάμο Στάικο να πάει με την δύναμή του σε ένα από τα στρατόπεδα Ντουγρής ή Λιγοβιτσίου. Ο Στάικος κατέφτασε με όλη του τη δύναμη στο στρατόπεδο Λιγοβιτσίου. Οι κάτοικοι του Βραχωρίου με αναφορά τους στις 16 Αυγούστου 1824 προς τον Μαυροκορδάτο, ενώ ο Στάμος Στάικος απουσίαζε από το Βραχώρι, ζητούσαν χρηστή διοίκηση απ’αυτόν για να ηρεμήσει ο λαός της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας από τις ατελείωτες αντεκδικήσεις των Βλαχοπουλαίων και των Σταικαίων, που στόχευαν να αναγνωριστούν με τους Ντοκαίους ως καπετάνιοι του Βλοχού. Ο Μαυροκορδάτος για να θέσει τέρμα οριστικά στις διενέξεις αυτές μεταξύ των Βλαχοπουλαίων και των Σταικαίων εξέδωσε την με αριθμό 226/1824 διαταγή του με την οποία υποχρέωνε τον Βλαχόπουλο να έλθει στο στρατόπεδο Λιγοβιτσίου με την δύναμή του και να αποφύγει με κάθε τρόπο την πρόκληση διενέξεων. Στις 26 Αυγούστου 1824 τουρκική δύναμη με αφετηρία την Αμφιλοχία εκστράτευσε κατά του οπλαρχηγού Τσόγκα που στρατοπέδευε στον Αετό Ξηρομέρου. Ο Τσόγκας ζήτησε και έλαβε ενισχύσεις από τους στρατόπεδο των Ελλήνων στο Λιγοβίτσι. Οι Τούρκοι παραπλάνησαν με τις κινήσεις τους αυτές του Έλληνες του Λιγοβιτσίου, που άφησαν ανέλεγκτο το πέρασμα του ποταμού Αχελώου, που βρίσκεται νοτιοανατολικά του Λιγοβιτσίου και σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων με αποτέλεσμα δύναμη 1000 περίπου ιππέων του Ομέρ Βρυώνη πέρασε τον πόρο Καρασινάκη και επέδραμε στον κάμπο του Βραχωρίου.
Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής έχοντας το αίσθημα της προστασία τους από τις ελληνικές δυνάμεις του Λιγοβιτσίου αιφνιδιάστηκε. Το αλλόθρησκο ασκέρι στο φονικό διάβα του λεηλάτησε το λίγο βιός των ραγιάδων, έσφαξε και αιχμαλώτισε γυναικόπαιδα. Το σκοτάδι της νύχτας ευνόησε τις κινήσεις του εχθρού και «συμμάχησε» με τον επιδρομέα. Η νύχτα αυτή έμεινε ως μία από τις αποτρόπαιες στιγμές της περιοχής στον επτάχρονο αγώνα της απελευθέρωσης της περιοχής από τον οθωμανικό ζυγό. Ο επιδρομέας πήρε μαζί του κατά την αποχώρησή του 25 γυναικόπαιδα, 30 κομμένα κεφάλια ανδρών, μακάβρια τρόπαια της αποτρόπαιης πολεμικής του εκκαθάρισης, 100 αιγοπρόβατα και 5 αγελάδες. Επιστρέφοντας στην Καρβασαρά ο Βρυώνης προχώρησε στον αποκεφαλισμό άλλων 10 γυναικών, των οποίων ξύρισε τα κεφάλια για να μην ξεχωρίζουν από εκείνα των ανδρών και τα έστειλε όλα μαζί στον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή Λάρισας για να αποδείξει πως εξολόθρευσε τους Έλληνες της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος στις αλλεπάλληλες μάχες κατ’ αυτών που διεξήγαγε. Το πλήγμα που δέχτηκε η περιοχή του κάμπου του Βραχωρίου οφείλονταν αποκλειστικά στην εσφαλμένη απόφαση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου να τοποθετήσει στη θέση«Καρασινάκη», που έλεγχε τον ομώνυμο πόρο-περαταριά, μια πολύ μικρή φρουρά με οπλαρχηγό τον νεαρό Γαλάνη Μεγαπάνο (1799-1872), που μετέπειτα έγινε χιλίαρχος και στρατηγός, άπειρο «περί την πολεμικήν τέχνην».
Ως μοναδικό προσόν του είχε πως ήταν γιός του Πάνου Γαλάνη (Μεγαπάνου), καταγόμενου από τη Μαχαλά (Φυτείες Ξηρομέρου), δωρητή, προς τη μονή της Τατάρνας, στα 1801 του οικοπέδου όπου χτίσθηκε η Αγία Τριάδα Αγρινίου. Ο Πάνος Γαλάνης είχε διοριστεί στα 1793 από τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή, ως γενικός προεστός Δυτικής Ελλάδος μετά τη δολοφονία του προεστού της Κατούνας Μ. Μαυρομάτη. Οι Τούρκοι λοιπόν θάρρεψαν από την επιτυχημένη γι’ αυτούς φονική επιδρομή στο κάμπο του Βραχωρίου και κινήθηκαν κατά της Κατούνας Ξηρομέρου.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες με οπλαρχηγούς τους Πεσλή, Τσόγκα, Αλεξάκη Βλαχόπουλο, Κοντογιάννη και Γεώργιο Βελή επέφεραν συντριπτικό πλήγμα στους επιδρομείς, που τους υποχρέωσε να καταφύγουν, οπισθοχωρώντας άτακτα, στον Καρβασαρά και στη συνέχεια (8 Νοεμβρίου 1824) να απαγκιστρωθούν από τα μέρη της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και να επιστρέψουν στα ορμητήρια τους στη περιοχή της Ηπείρου. Λίγο αργότερα, εκεί στα μέσα Νοεμβρίου 1824, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αρρώστησε και εγκατέλειψε το στρατόπεδο του Λιγοβιτσίου το οποίο στη συνέχεια διαλύθηκε, καθώς είχε πάψει να υφίσταται πλέον ο λόγος της ιδρύσεως του.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΛΥΣΙΜΑΧΙΑΣ
Ο Κιουταχής, πήρε μπουγιουρντί (στα τούρκικα η διαταγή) να πολιορκήσει το ηρωικό Μεσολόγγι που ήταν μαζί με το Αιτωλικό οι μοναδικές ελεύθερες περιοχές της Δυτικής Ελλάδος την άνοιξη του 1825. Η διαταγή δόθηκε από τον σουλτάνο Μαχμούτ, που θέλησε να σβήσει κάθε επαναστατική κίνηση στη Δυτική Στερεά Ελλάδα όπως έκανε με επιτυχία ο Ιμπραήμ στη Πελοπόννησο. Με την διαταγή του Σουλτάνου Μαχμούτ ο Κιουταχής διορίστηκε ως «σερασκέρης» δηλαδή αρχιστράτηγος της Ρούμελης και ονομάστηκε «Ρουμελής Βαλεσής» (Στρατάρχης της Ρούμελης). Άρχισε τις πολεμικές προετοιμασίες στις αρχές του 1825 στα Γιάννενα. Για την πολεμική αυτή προσπάθεια του θέλησε να χρησιμοποιήσει όλους τους σύγχρονους κανόνες της τέχνης του πολέμου. Συγκέντρωσε για τον πολεμικό αγώνα δύναμη είκοσι χιλιάδων ανδρών, συμπεριέλαβε δε σ’ αυτούς Ευρωπαίους μηχανικούς, προκειμένου να επιβλέψουν την κατασκευή έργων χρήσιμων για το πέρασμα του ασκεριού του, επιστρατευμένους χριστιανούς και Τούρκους εργάτες.
Η αντίσταση των λίγων Ελλήνων στο Μακρυνόρος με καπεταναίους τους Τσόγκα και Νότη Μπότσαρη ήταν ηρωική αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει την κάθοδο των Οθωμανών Τούρκων προς την Αμφιλοχία Βάλτου (Καρβασαράς – πήρε το όνομά του αυτό επειδή υπήρχε εκεί σταθμός των καραβανιών – «καραβάν σεράι») που έγινε στις 23 Μαρτίου 1825. Η είδηση ότι ο Κιουταχής κατεβαίνει με μεγάλο ασκέρι για το Μεσολόγγι και σκορπίζει στο διάβα του τον όλεθρο, που έφτασε στους ραγιάδες χριστιανούς της περιοχής του Βραχωρίου (σύμφωνα με τον Μ. Φιλήντα πήρε την ονομασία αυτή – Βραχώρι<Βλαχοχώρι<Βλοχοχώρι<Βλοχός – από τους Βλάχους, δηλαδή ποιμένες, βοσκούς που κατάγονταν από την περιοχή Βλοχού της Θεσσαλίας και κατέβαιναν μαζί με τα ζώα τους σε πεδινά τόπια όπου η βόσκηση των ζώων τους ήταν εύκολη αλλά ταυτόχρονα καλλιεργούσαν πεδινούς παραποτάμιους αγρούς) και των περιχώρων έσπειρε τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό που κινήθηκε να κρυφτεί στα νησιά του Ιονίου, στα βουνά του Ξηρομέρου (κυρίως στον Μπουμιστό και στο Περγαντή), της Τριχωνίδας (κυρίως στο όρος του Παναιτωλικού, Κυρά Βγένα όπως την λέει ο λαός) αλλά και στα βουνά της Ναυπακτίας (Κραββάρων).
Πολλοί κρύφτηκαν στους βάλτους της λίμνης Λυσιμαχίας. Ολόκληρη η βόρεια και η βορειοδυτική πλευρά της λίμνης Λυσιμαχίας είχε μικρό βάθος, ενώ η παραλίμνια έκτασή της καλύπτονταν από βαλτώδεις λόγγους με πυκνά πλατάνια, σκλύθρα, φράξους, ιτιές, λεύκες και φτελιές. Πάνω στα νησάκια που βρίσκονταν εντός της λίμνης Λυσιμαχίας και είχαν το όνομα «νησίδες του Δοκιμιού» καθώς ήταν κοντά στο χωριό του Δοκιμίου που απέχει 3 περίπου χιλιόμετρα από το Αγρίνιο αλλά και στη νησίδα «Λάμπρα» που βρίσκονταν προς την πλευρά του χωριού Αγγελόκαστρου κατασκήνωσαν 500-600 οικογένειες. Από αυτές 100 περίπου οικογένειες εγκαταστάθηκαν προσωρινά στα πρώτα νησάκια ενώ οι υπόλοιπες βρήκαν καταφύγιο στη δεύτερη νησίδα. Για την υπεράσπιση των γυναικόπαιδων αυτών διατέθηκε μια μικρή φρουρά αποτελούμενη από 100-120 αγωνιστές αφού οι κύριος όγκος των ένοπλων της περιοχής με τους Σταϊκαίους, Βλαχοπουλαίους και τον Πάνο Γαλάνη (Μεγαπάνο) στράφηκαν για το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό. Ο σερασκέρης Κιουταχής κατέλαβε το Βραχώρι αφού η αντίσταση που βρήκε ήταν ελάχιστη και συνέχισε για τον τελικό του στόχο, τη πόλη του Μεσολογγίου, αφήνοντας στο Βραχώρι μία πολύ δυνατή φρουρά διορίζοντας ως επικεφαλή τον Βελή Αγά ή Βελλιάγκα, ηγεμόνα των Γρεβενών.
Ο Βελλιάγκας μόλις πληροφορήθηκε, ότι στους βαλτώδεις λόγους της Λυσιμαχίας κατασκήνωσε πρόχειρα άμαχος χριστιανικός πληθυσμός με μικρή φρουρά, αποφάσισε να προχωρήσει σε εκκαθάριση της περιοχής θεωρώντας τον άμαχο πληθυσμό που βρίσκονταν εκεί εν δυνάμει εχθρική εστία. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στο οικισμό του Πλατάνου που ανήκει σήμερα στη τέως κοινότητα και ήδη δημοτικό διαμέρισμα Καλυβίων του Δήμου Αγρινίου και απέχει 3,5 περίπου χιλιόμετρα από τους βαλτώδεις λόγγους τους οποίους στόχευε να εκκαθαρίσει από τους ραγιάδες χριστιανούς. Οι δυνάμεις του Κιουταχή αφού άνοιξαν πρόχειρους δρόμους για να πλησιάσουν στη περιοχή και έφτιαξαν μονόξυλα για να πλεύσουν με αυτά οι αλλόθρησκοι κατακτητές επιχείρησαν να καταλάβουν τα νησάκια της Λυσιμαχίας με πρώτο αυτό της «Λάμπρας».
Οι Έλληνες όμως, μαθαίνοντας τις κινήσεις του εχθρού ταμπουρώθηκαν χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό κορμούς δένδρων και αφού άφησαν τον εχθρό να πλησιάσει αρκετά με συγκεντρωμένα πυρά αιφνιδίασαν τους επιτιθέμενους Τούρκους και πέτυχαν την ολοκληρωτική τους εξόντωση. Το ίδιο καταστρεπτικό αποτέλεσμα, για τους επιτιθέμενους Τούρκους, τους ανέμενε και στα άλλα «νησάκια του Δοκιμίου». Ο αιφνιδιασμός των ταμπουρωμένων Ελλήνων που γνώριζαν σπιθαμή προς σπιθαμή τους βαλτωμένους λόγγους της περιοχής, οδήγησε σε αποδεκατισμό τους επιχειρήσαντες κατάληψη Τούρκους οι οποίοι κυνηγημένοι από τους ραγιάδες έπεσαν σε άλλη ενέδρα που είχε στηθεί σε κοντινή θέση. Ο Βελλιάγκας έμαθε το νέο από τον μοναδικό επιζήσαντα. Αμέσως αποφάσισε ολοκληρωτική επίθεση με όλη τη δύναμη των τριών (3) χιλιάδων στρατιωτών του. Η ψυχολογία όμως των ραγιάδων Ελλήνων είχε αντιστραφεί μετά τις πρώτες αυτές επιτυχίες. Επίσης η φρουρά τους είχε στο μεταξύ ενισχυθεί από 50 Αγγελοκαστρίτες και 30 Ζευγιώτες.
Τα πυρά των Ελλήνων με την βοήθεια της Παναγιάς θέριζαν τους αλλόθρησκους. Πολλοί πνίγηκαν στη προσπάθεια τους να ξεφύγουν το θάνατο, που παραμόνευε σε κάθε τους βήμα μέσα στα βαλτώδη έλη, καθώς πληγωμένοι έπεφταν μέσα στους βάλτους για να μη δώσουν το στίγμα τους στους Έλληνες που τους καταδίωκε πια από τόπο σε τόπο μέσα στο υδροχαρές παραλίμνιο δάσος. Ο Βελή-Αγάς ή Βελλιάγκας νικημένος και ταπεινωμένος από τη πανωλεθρία που υπέστησαν τα στρατεύματά του στους βαλτώδεις λόγγους της Λυσιμαχίας, αφού μάζεψε τα απομεινάρια της δύναμής του κίνησε για το Μεσολόγγι για να ενωθεί με το ασκέρι του Κιουταχή που πολιορκούσε το Μεσολόγγι.