Γράφει ο Παναγιώτης Ν. Κοντονάσιος
Στις 24 Ιουλίου 1974, στις 4:15 το πρωί -ενδεικτικό των εκτάκτων περιστάσεων- ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που σχηματίστηκε κυρίως από τους πολιτικούς της πρώην ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) και της (ΕΚ) Ένωσης Κέντρου αλλά και από προσωπικότητες εκτός πολιτικής. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και σήμερα που δημοσιεύεται αυτό το άρθρο η χώρα μας, για πρώτη φορά από τη σύστασή της σε ανεξάρτητο κράτος το 1830, πορεύεται αδιατάρακτα για 40 συναπτά έτη μέσα σε δημοκρατικές συνθήκες, αν και όχι πάντα με την απαιτούμενη για μια σύγχρονη δημοκρατία πολιτική σταθερότητα.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολικό, ακόμη και υπό τις παρούσες, χαλεπές οικονομικές συνθήκες, να θέλει κανείς να τιμήσει την επέτειο αποκατάστασης της δημοκρατίας στη χώρα μας. Είναι όμως επιτακτική ανάγκη, με αφορμή τη συγκεκριμένη επέτειο, να προσπαθήσουμε να αχθούμε σε γόνιμα και έγκυρα συμπεράσματα σχετικά με το ποια είναι τα στοιχεία εκείνα τα οποία εξασφαλίζουν μια σταθερή δημοκρατία, εφόσον βεβαίως δεχόμαστε εκ προοιμίου ότι μόνο αυτό το πολίτευμα αρμόζει σε ελεύθερους και αξιοπρεπείς ανθρώπους, χωρίς φυσικά να είναι τέλειο ή να μην επιδέχεται βελτιώσεις. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αποδειχθεί από την εποχή του Θουκυδίδη, αυτός είναι και ο ρόλος της Ιστορίας, να γίνεται δηλαδή μάθημα διδακτικό, ώστε να μην επαναλαμβάνονται ολέθρια λάθη ή έστω κακές πρακτικές του παρελθόντος.
Οφείλουμε όμως, για να το πετύχουμε αυτό, να κλείσουμε τα αυτιά μας στις ποικίλες και για κατανοητούς λόγους διαστρεβλωτικές φωνές σχετικά με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Διότι, όποιος πίστεψε ότι έμαθε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, επειδή παρακολούθησε, για παράδειγμα, συστηματικά το «σαν σήμερα» της πρώην ΕΡΤ και σημερινής ΝΕΡΙΤ, τη «μηχανή του χρόνου» ή τις εκπομπές του Βαξεβάνη και του Κούλογλου, στην πραγματικότητα δεν έχει την παραμικρή -χωρίς καμία υπερβολή δυστυχώς- ιδέα για το τι επί της ουσίας συνέβη στη χώρα μας από το 1940 και μετά. Αλλά και κάτι παραπάνω: έχει παρασαλευτεί η πολιτική του κρίση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι καχύποπτος και κακοπροαίρετος κατά προτίμηση με αυτούς που κυρίως δεν θα έπρεπε. Για να μη μιλήσω και για τις ευθύνες των συγγραφέων κάποιων από τα σχολικά βιβλία ιστορίας, που αποτυγχάνουν τελείως να μάθουν στα παιδιά μας βασικές έστω ιστορικές αρχές, όταν δεν τους μεταφέρουν αδίστακτα τις ιδεοληψίες τους.
Η αλήθεια ωστόσο πρέπει να λέγεται, να γράφεται και να αναδεικνύεται με κάθε τρόπο, ως το μόνο αξιόπιστο ανάχωμα στην ύπουλη και σκόπιμη προπαγάνδα. Στα πλαίσια αυτά και επειδή είναι αδύνατο να αναλυθούν εδώ τα γεγονότα της εκ των πραγμάτων πολύ διδακτικής περιόδου στην οποία αναφερόμαστε, θα επεξηγηθούν συνοπτικά κάποιοι ευάριθμοι αλλά κομβικοί παράγοντες, που θα μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι και γιατί συνέβη τότε. Έτσι, ευελπιστούμε ότι θα ικανοποιήσουμε και τον στόχο που θέσαμε στην αρχή αυτού του άρθρου.
Οι κομβικοί παράγοντες είναι οι εξής:
1) Κυριαρχία Καραμανλή, επικεφαλής ΕΡΕ την περίοδο 1955-63: Επρόκειτο για μια πολύ επιτυχημένη οκταετία, όπως δείχνουν όλοι οι οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες της εποχής (βλ. π.χ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΣΤ, σσ. 223 κ.εξ.) και κυρίως το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1961 η Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που συνδέθηκε με την τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ. Τα κυριότερα πολιτικά πρόβληματα όμως που αποτελούσαν τροχοπέδη των εξελίξεων ήταν οι συνταγματικές υπερεξουσίες, για μια σύγχρονη δημοκρατία, του Στέμματος και η πολιτική συμπεριφορά της αντιπολίτευσης. Οι δύο αυτοί παράγοντες, ειδικά ο δεύτερος, οδηγούσε σε συχνότατες εκλογικές αναμετρήσεις (1956, 1958, 1961 και 1963), καθώς κάθε φορά που έχανε τις εκλογές η αξιωματική αντιπολίτευση ειδικά, ζητούσε αμέσως νέες, προβαίνοντας σε διάφορες «καταγγελίες», και τελικά τις επέβαλλε με τη δηλητηρίαση του πολιτικού κλίματος που προκαλούσε. Για την εξομάλυνση της κατάστασης ο Καραμανλής επιδίωξε αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952 προς δημοκρατικότερη κατεύθυνση (μείωση υπερεξουσιών βασιλέως) και με σκοπό την εξασφάλιση μεγαλύτερης πολιτικής σταθερότητας.
2) «Ανένδοτος Αγώνας»: Τυπικά ήταν η εκστρατεία του Γ. Παπανδρέου, επικεφαλής της ΕΚ, κατά των εκλογών «βίας και νοθείας», όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, του 1961. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένα μίγμα κατασυκοφάντησης της ΕΡΕ και του Καραμανλή προσωπικά, εκβιασμών προς το Στέμμα, ότι θα έστρεφε, όπως και έκανε, την κοινή γνώμη εναντίον του, και φυσικά άκρατης παροχολογίας (σχεδόν υποσχέθηκε «ό,τι ποθούσε κάθε ψυχή», όπως πολύ σωστά ειπώθηκε) προς το εκλογικό σώμα. Η τακτική αυτή αποχαλίνωσε κάθε αίσθημα αυτοσυγκράτησης και ψυχραιμίας, που λογικά πρέπει να υπάρχει στους πολιτικούς και τους πολίτες ενός κράτους, αν θέλουν να μην περιέλθει αυτό σε κατάσταση χάους. Ήμαστε δηλαδή ενώπιον μιας κλασικής, όσο όμως και πρωτοφανούς σφοδρότητας, ελληνικού τύπου, δημαγωγικής επίθεσης (κατάπληξη προκαλεί το γεγονός ότι και σήμερα ακόμη κάποιοι επικαλούνται τον «ανένδοτο αγώνα» ως αντιπολιτευτικό πρότυπο, ενώ στην ουσία ήταν η αρχή της οδού προς την εκτροπή!).Φυσικά μέσα σε αυτό το κλίμα η συναίνεση για την αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση που πρότεινε ο Καραμανλής φάνταζε παιδικό όνειρο και φυσικά ποτέ δεν υπήρξε (περιττό να σημειώσω ότι κατά της εγκυρότητας των εκλογών του 1961, που πυροδότησε τον «ανένδοτο», στοιχειοθετήθηκαν 6 μόνο καταγγελίες σε όλη τη χώρα, οι οποίες κρίθηκαν στο Εκλογοδικείο, χωρίς ουσιαστική μεταβολή του αποτελέσματος, αλλά αυτό «ξεχάστηκε»).
3) Δολοφονία Γρ. Λαμπράκη: Ακροδεξιά στοιχεία, που δεν είχαν καμία σχέση με την κυβέρνηση, όπως ξεκάθαρα απέδειξε η έρευνα που διεξήγαγε ο τότε ανακριτής και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρ. Σαρτζετάκης, δολοφόνησαν τον βουλευτή της Αριστεράς Γρ. Λαμπράκη την άνοιξη του 1963. Εν μέσω «ανένδοτου» το γεγονός αυτό λειτούργησε σαν βούτυρο στο ψωμί του Παπανδρέου: από τις αφόρητες πια πιέσεις του ο βασιλιάς προκαλεί πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963 και αντί άμεσης προκήρυξης εκλογών, όπως προέβλεπε το Σύνταγμα, όρκισε αρχικά κυβέρνηση Πιπινέλη και αργότερα Μαυρομιχάλη, με τις εκλογές να διεξάγονται τελικά στις 3 Νοεμβρίου, με προφανή σκοπό τη μείωση, στο μεταξύ, του Καραμανλή. Ότι η ΕΡΕ και ο Καραμανλής δεν είχαν καμία σχέση με τη δολοφονία Λαμπράκη επιβεβαιώνει αδιάψευστα και το εντυπωσιακό γεγονός, που κι αυτό «ξεχάστηκε», ότι ο ίδιος ο γιος του Λαμπράκη, Θεόδωρος, ήταν υποψήφιος με τη ΝΔ, το κόμμα που ίδρυσε ο Καραμανλής το 1974, στις ευρωεκλογές του 2009!
4) Συνταγματικές παρατυπίες: η πιο σοβαρή που σημειώθηκε τότε, μέσα στο κλίμα εκβιασμών του «ανένδοτου» ήταν το ότι ο Παπανδρέου κυβέρνησε κανονικά τη χώρα για δύο περίπου μήνες χωρίς τη στοιχειωδέστερη δημοκρατική προϋπόθεση γι’ αυτό, δηλαδή χωρίς να διαθέτει τη δεδηλωμένη, την πλειοψηφία των μελών της Βουλής! Στο διάστημα αυτό, μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου και ως τις 30 Δεκεμβρίου 1963, η κυβέρνηση αυτή προέβη σε πρωτοφανείς, καθαρά δημαγωγικές παροχές, διασπαθίζοντας αδίστακτα τα θετικά αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής Καραμανλή, με σκοπό να εξασφαλίσει ευρεία πλειοψηφία στις νέες εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, πράγμα που φυσικά έγινε. Ο Καραμανλής είχε ήδη αναχωρήσει για το εξωτερικό από την αρχή των παρατυπιών αυτών, αρνούμενος να συναινέσει στη γελοιοποίηση των θεσμών ( η συκοφαντία ότι έφυγε κρυφά με το ψευδώνυμο «Τριανταφυλλίδης» είναι ανάξια και να σχολιαστεί, δείχνει όμως την αθλιότητα του «πολιτικού» κλίματος που δημιούργησαν οι αντίπαλοί του).
5) Ο Ανδρέας Παπανδρέου: Η δράση του ήταν εξόχως αποσταθεροποιητική και η ρητορική του ακραία αριστερή. Έφερε μάλιστα τον ίδιο του τον πατέρα, Γεώργιο, στο σημείο να τον διαγράψει προσωρινά από το κόμμα του! Η εμπλοκή του στην υπόθεση «Ασπίδα» και κυρίως ο ρόλος του δημεγέρτη, που φαινόταν να αποτελεί δεύτερη φύση του, επέδρασαν αποφασιστικά προς την τελική εκτροπή.
Μέσα στα πλαίσια που διέγραφαν οι παραπάνω παράγοντες, τα εξημμένα πάθη και η γενική ασυνεννοησία, αντί για την ομαλή διέξοδο από τα προβλήματα, που θα προέκυπτε από τη στοιχειώδη συναίνεση για τη συνταγματική μεταρρύθμιση προς το δημοκρατικότερο, που αναζήτησε ο Καραμανλής, οδηγηθήκαμε στην επτάχρονη νύχτα (1967-74) της δικτατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν, εκτός από τον διεθνή διασυρμό της χώρας και την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη για τους Έλληνες, να διακοπεί και η πορεία ένταξης στην τότε ΕΟΚ και, το χειρότερο, να προκληθεί και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, με αφορμή το παρανοϊκό πραξικόπημα του δικτάτορα Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου, και να είναι σκλαβωμένο ακόμη και σήμερα στους Τούρκους το 38% περίπου της Μεγαλονήσου.
Δεν πρόκειται βεβαίως για την ιστορία του «καλού» και του «κακού» αλλά για ένα ιστορικό υπόδειγμα για το τι μπορεί να συμβεί, όταν δεν υπάρχει η στοιχειώδης πολιτική υπευθυνότητα από τους κυριότερους παράγοντες του πολιτεύματος, ώστε να θεραπευτούν ομαλά, δηλαδή μέσω συνταγματικής μεταρρύθμισης, και προτού πάντως φτάσουν στο απροχώρητο τα θεσμικά κυρίως προβλήματα, που προκύπτουν κατά την πολιτική δράση. Και για να γίνουμε πιο σαφείς: είναι τελείως προφανές ότι πολιτική συμπεριφορά σαν την παραπάνω δεν την επιτρέπει καν το αμερικανικό, π.χ., Σύνταγμα, ώστε να είναι και αδύνατο να εκδηλωθεί τέτοια εκεί, κάτι που δεν ίσχυε φυσικά στην περίπτωση του ελληνικού Συντάγματος του 1952.
Μέσα λοιπόν στις παραπάνω συνθήκες κλήθηκε και από τους αντιπάλους του ο Καραμανλής στις 23 Ιουλίου 1974 να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, για να κάνει με ευρεία συναίνεση τότε, μετά από 11 ολόκληρα χαμένα χρόνια και ενώπιον μιας εθνικής συμφοράς, αυτά που τους παρακαλούσε όσο και τους προειδοποιούσε να συναινέσουν, για να πραγματοποιηθούν υπό ομαλές συνθήκες, και τα οποία οι ίδιοι αντιμάχονταν τότε με λύσσα. Έτσι φτάσαμε στο νέο, δημοκρατικότερο Σύνταγμα, που οδήγησε στη σταθεροποίηση της δημοκρατίας στη χώρα μας, γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για την ένταξή μας στην ΕΟΚ και τη ζώνη του ευρώ, επιτυχίες αναμφισβήτητες που βελτίωσαν τη διεθνή θέση της χώρας μας αλλά και την ποιότητα ζωής όλων μας. Όσο για την κρίση που ξέσπασε από το 2009, δυστυχώς αυτή οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην υπάρχουσα ακόμη δημαγωγία, που προκάλεσε εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης πολιτική αστάθεια, το παλαιό αυτό καρκίνωμα της πολιτικής μας ζωής. Και η θεραπεία και αυτής της παθογένειας, πρέπει να είναι ο στόχος της επόμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης, για την πραγματοποίηση της οποίας απαιτείται και σήμερα ένα πράγμα: στοιχειώδης πολιτική συναίνεση, αλλιώς η επέτειος αποκατάστασης της δημοκρατίας, του πολιτεύματος του μέτρου, και τα γεγονότα που συνδέονται με αυτήν έχουν πολλά να μας διδάξουν.