Σημείωση: Επειδή κάποιοι που με διάβαζαν κι όταν αρθρογραφούσα σε τοπική εφημερίδα, μού παραπονιούνται ότι τώρα τελευταία γράφω μόνο άρθρα με πολιτικό περιεχόμενο κι επειδή δεν αξίζει – σε προεκλογική περίοδο – ν’ ασχολούμαστε με τους σημερινούς «Μαυρογιαλούρηδες» δίνοντάς τους αξία, θα γράφω κι άρθρα αλλιώτικου περιεχομένου, αρχίζοντας με το παρόν.
Στις δύσκολες μέρες που περνάμε σήμερα, τονίζεται περισσότερο η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους αισιόδοξους κι απαισιόδοξους ανθρώπους. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε την οικονομική κρίση και τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής, είναι αυτός που μας «προδίδει» σε ποια κατηγορία ανήκουμε. Και υπάρχει διαφορά στον τρόπο σκέψης, στην εκτίμηση μιας κατάστασης και το χειρισμό της στους μεν απ’ τους δε.
Λέμε, συνήθως, ότι όσοι είναι αισιόδοξοι, είναι οι τυχεροί της ζωής κι όσοι είναι απαισιόδοξοι, είναι οι άτυχοι. Κι αυτό, μέχρι ένα σημείο είναι αλήθεια. Και λέω μέχρι ένα σημείο, γιατί και οι αισιόδοξοι κινδυνεύουν πολλές φορές να υπερβούν το όριο, να υπερεκτιμήσουν τις δυνατότητές τους, να ερμηνεύσουν λάθος (υπεραισιόδοξα ίσως) μια κατάσταση και να περάσουν σε μια άλλη φάση, η οποία μπορεί να τους ζημιώσει τελικά. Είναι πολλά τα παραδείγματα ανθρώπων πετυχημένων στη ζωή, που οφείλουν αυτή τους την επιτυχία κυρίως στον αισιόδοξο χαρακτήρα τους, οι οποίοι καταστράφηκαν έτσι ξαφνικά, επειδή υπερεκτίμησαν τις δυνατότητές τους και ρίσκαραν πέραν του επιτρεπτού.
Η διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς χαρακτήρες (αισιόδοξου – απαισιόδοξου), έχει σχέση με τη λειτουργία της σκέψης και γενικότερα του εγκεφάλου. Σίγουρα υπάρχει διαφορά στη χημική διεργασία, αλλά – κυρίως – είναι μια συνειδητή επιλογή, η οποία είναι διαφορετική στα δύο αυτά είδη ανθρώπινου χαρακτήρα κι έχει συνήθως τις ρίζες της στη παιδική ηλικία, τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσε κάποιος και τις κοινωνικές καταβολές του. Μια ευτυχισμένη παιδική διαδρομή, μέσα σ’ ένα αισιόδοξο και πετυχημένο περιβάλλον (οικογενειακό και κοινωνικό) , σίγουρα θα ωθήσει το άτομο προς την αισιόδοξη πλευρά. Κι αν τύχει να έχει την κατάλληλη μόρφωση και κάθε είδους «κοινότητα» μέσα στην οποία θα βρεθεί και θα δραστηριοποιηθεί, στεφθεί από επιτυχίες, ατομικές κι ομαδικές, τότε τονίζεται πάρα πολύ και το ηθικό του, γιατί συνειδητοποιεί – μέσα απ’ την εξάσκηση – ότι είναι ικανός για επιτυχίες στη ζωή του. Δηλαδή, διαπλάθεται ο χαρακτήρας έτσι, ώστε να σκέφτεται και να βλέπει τα γεγονότα απ’ τη θετική τους πλευρά. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί, αν όλα τα παραπάνω λειτουργήσουν αντίθετα, δηλαδή αρνητικά, οπότε το άτομο θα βρεθεί στην πλευρά των απαισιόδοξων.
Ο εγκέφαλος των αισιόδοξων ανθρώπων, επειδή ακριβώς είναι γεμάτος από περισσότερες θετικές πρακτικές και θετικά αποτελέσματα στην πορεία της ζωής, απ’ την παιδική ηλικία ακόμα, τα πολύ λιγότερα αρνητικά, επιλέγει να τ’ απομονώνει ή και να τα σβήνει απ’ τη μνήμη και να διατηρούνται έτσι περισσότερες θετικές αναμνήσεις παρά αρνητικές. Και «μπολιασμένος» έτσι με αυτοπεποίθηση, με πίστη στον εαυτό του και με σιγουριά ότι και στο μέλλον επιτυχίες θα έχει, συνεχίζει να σκέφτεται θετικά, να αισιοδοξεί, να πλημμυρίζεται από θετικές σκέψεις και να δείχνει «κόκκινες κάρτες» στις αρνητικές!
Μπορούμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι πράγματι ο αισιόδοξος άνθρωπος – εάν δεν υπερβεί το όριο – είναι τυχερός. Υπάρχει, όμως, πάντοτε η κόκκινη γραμμή, η οποία επουδενί δεν πρέπει να ξεπεραστεί, γιατί τότε θα έχουμε οδυνηρά αποτελέσματα. Και τούτο, γιατί η αισιοδοξία μετατρέπεται σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του ατόμου που την έχει, οδηγείται αυτός σε ψευδαισθήσεις κι αυταπάτες, οι οποίες, όταν διαψευσθούν, θα έχουν πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα. Ακρότητες ανθρώπων, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους ως ανίκητους (αλίμονο αν είναι και ηγέτες) και θεωρούν ότι είναι ικανοί ν’ αλλάξουν τον κόσμο, να προβλέψουν το μέλλον (!), ακόμα κι ότι είναι αναντικατάστατοι (αλίμονο αν έχουν κι εξουσία), θα πρέπει να θεωρούνται ως δημιουργήματα του ξεπεράσματος αυτής της κόκκινης γραμμής.
Οι απαισιόδοξοι – απ’ την άλλη – άνθρωποι, είναι σίγουρα οι άτυχοι. Γι’ αυτούς όλα λειτουργούν αντίθετα. Κατακλύζονται από αρνητικές σκέψεις, τα βλέπουν όλα μαύρα, μπλοκάρουν μπροστά σ’ ένα κοινό πρόβλημα κι αδυνατούν να δώσουν λύση, γιατί το διογκώνουν υπερβολικά. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους και στον εαυτό τους, πανικοβάλλονται, αγχώνονται εύκολα και η ζωή τους δεν έχει ποιότητα. Είναι αυτοί που η σημερινή οικονομική κρίση τους εξουθένωσε και στέρησε κάθε χαρά στη ζωή τους. Και, δυστυχώς, δεν είναι στο χέρι τους – τουλάχιστον εύκολα – ν’ αλλάξουν αυτόν τον απαισιόδοξο χαρακτήρα τους, γιατί έτσι δημιουργήθηκε απ’ τις συνθήκες της ζωής, αντίθετες πάντα μ’ αυτές που υπήρξαν για τους αισιόδοξους. Εδώ έχουμε έναν εγκέφαλο, ο οποίος διατηρεί στη μνήμη τ’ αρνητικά στοιχεία του παρελθόντος που είναι και τα περισσότερα κι απομονώνει ή και σβήνει τα θετικά που είναι τα λιγότερα. Οπότε, αυτός που είναι απαισιόδοξος, πιστεύει (πείθεται) ότι και στο μέλλον θα γίνεται το ίδιο.
Η ποιότητα ζωής ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων είναι τελείως διαφορετική. Οι μεν πρώτοι (αισιόδοξοι) αντιμετωπίζουν καλύτερα τις αντιξοότητες της ζωής κι εξοστρακίζουν το άγχος και το στρες, έχουν εμπιστοσύνη στις επιλογές που κάνουν, απελευθερώνονται απ’ το φόβο του μέλλοντος και η αισιοδοξία φέρνει σ’ αυτούς ευτυχία. Όσο για τους δεύτερους (απαισιόδοξους), δε χρειάζεται ν’ απαριθμήσουμε τ’ αρνητικά τους, για να υποστηρίξουμε την κακή ποιότητα ζωής, αφού είναι ακριβώς τ’ αντίθετα. Δεδομένου δε, ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο οποίος οικοδομείται κυρίως στα πρώτα χρόνια της ζωής και στερεοποιείται στη μετέπειτα πορεία, δεν αλλάζει εύκολα και δεδομένου, επίσης, ότι η απαισιοδοξία «γεννάει» κι άλλου είδους ψυχικές διαταραχές, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι απαισιόδοξοι, είναι να συνειδητοποιήσουν – πρώτ’ απ’ όλα – ότι βρίσκονται σ’ αυτή την κατηγορία. Είναι μεγάλο κέρδος αυτό κι από μόνο του. Γιατί, έχοντας επίγνωση ο κάθε άνθρωπος (αυτογνωσία χρειάζεται) ότι ανήκει στην κατηγορία των απαισιόδοξων, με δική του συνειδητή προσπάθεια, θα μπορεί να μετριάζει τη δυσαρέσκεια που του προκαλείται.
Είναι γνωστό κι αποδεδειγμένο, ότι η κάθε επιστήμη εξελίσσεται με το πέρασμα των χρόνων. Το ίδιο – κι ακόμα περισσότερο – συμβαίνει και με την επιστήμη της ψυχικής υγείας. Δεν είναι κακό, επομένως, για κάποιον που υποφέρει από απαισιοδοξία κι από άλλες ψυχικές δυσλειτουργίες, οι οποίες προέρχονται και είναι επακόλουθο αυτής της κατάστασης, ν’ αναζητήσει κάποιου είδους βοήθεια απ’ τους ειδικούς επιστήμονες. Εκείνο το «στίγμα» που μας συγκρατούσε παλιότερα και δε μας άφηνε ν’ απευθυνθούμε στους επιστήμονες τις ψυχικής υγείας, έχει – ή θα πρέπει να έχει – ξεπεραστεί σήμερα, γιατί τα ‘φερε η κατάσταση έτσι – όχι μόνο η κρίση, αλλά κι ο πολιτισμός γενικότερα – ώστε η πλειονότητα των ανθρώπων να χρειάζονται την ψυχική στήριξη. Ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος σήμερα, είναι ότι ήταν ο παθολόγος στο παρελθόν. Οπότε, κανείς δεν πρέπει να βάζει τη «ντροπή» πάνω απ’ την ψυχική του υγεία, γιατί καλή ψυχική υγεία ισοδυναμεί και με καλή σωματική υγεία. Και το αντίστροφο φυσικά.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ