«Δεν μπορώ να προσγειωθώ εξ’ αιτίας της ομίχλης». Και μετά σιωπή. Έπειτα ήταν η ώρα του τρόμου. Φλεγόμενα συντρίμμια και καμένες σάρκες. Στη συνέχεια πένθος και μετά οργή. Οργή για τα αεροπλάνα που δεν ήταν αυτά που έπρεπε αλλά κυρίως για τα αεροδρόμια που λειτουργούσαν χωρίς να έχουν τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό.
Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 23 Νοεμβρίου 1976, η Ελλάδα βυθίστηκε στο πένθος. Ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας «καρφώθηκε» πάνω στην κορυφή μιας οροσειράς στην Κοζάνη παρασέρνοντας στο θάνατο 50 ανθρώπους, στη συντριπτική τους πλειονότητα νέους ανθρώπους, που δεν πρόλαβαν να έχουν την παραμικρή αντίδραση.
Η μοιραία πτήση
Το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1976, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού όλα ήταν έτοιμα προκειμένου η τακτική πτήση ΟΑ830 να πραγματοποιήσει το δρομολόγιο Αθήνα – Λάρισα – Κοζάνη. Πιλότος ήταν ο έμπειρος κυβερνήτης Κωνσταντίνος Σκιαδάς ο οποίος είχε μεγάλη προϋπηρεσία σε πολεμικά αεροσκάφη.
Το αεροσκάφος που θα έκανε το δρομολόγιο, ήταν ένα ελικοφόρο YS-11, ιαπωνικής κατασκευής. Ήταν σχετικά καινούργιο αλλά εκείνη την εποχή θεωρούταν το ιδανικό για σύντομες εσωτερικές πτήσεις, όπως αυτή, δηλαδή, που επρόκειτο να κάνει.
Το δρομολόγιο προέβλεπε άφιξη στις 9 το πρωί στη Λάρισα, 9:40 αναχώρηση και 10:15 άφιξη στην Κοζάνη.
Στο αεροπλάνο που είχε το όνομα «Νήσος Μήλος», επέβαιναν ο κυβερνήτης, ο συγκυβερνήτης, δυο αεροσυνοδοί και 46 επιβάτες, εκ των οποίων οι έξι ήταν αλλοδαποί.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι επιβάτες ήταν νέοι άνθρωποι. Σπουδαστές που πήγαιναν στη σχολή τους, φαντάροι που επέστρεφαν στις μονάδες τους, μια γυναίκα που μόλις είχε παντρευτεί, ένας πατέρας που γεμάτος χαρά και προσμονή πήγαινε στο σπίτι του για να δει για πρώτη φορά το νεογέννητο μωρό του και δύο νεαρές τραγουδίστριες που θα ξεκινούσαν εμφανίσεις στο νυχτερινό κέντρο «Αδυναμία» στην Κοζάνη.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως λίγες ώρες αργότερα κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δε θα ήταν ζωντανός…
Το αεροπλάνο απογειώθηκε από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 8:35 το πρωί. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε η διαδικασία προσγείωσης στο αεροδρόμιο της Λάρισας. Εκεί οι καιρικές συνθήκες ήταν κάκιστες.
Η ώρα ήταν 9:20 και το αεροπλάνο βρισκόταν νότια της Λάρισας. Ο πιλότος επικοινωνεί με τον πύργο ελέγχου και τονίζει πως εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών (είχε πυκνή ομίχλη) δε γίνεται να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Λάρισας.
Ο πύργος ελέγχου του λέει πως θα πρέπει να πάει στο αεροδρόμιο της Κοζάνης χωρίς να κάνει την (προβλεπόμενη) ενδιάμεση στάση. Όταν το αεροπλάνο βρισκόταν περίπου 15 μίλια από την Κοζάνη ο πιλότος επικοινωνεί ξανά με τον πύργο ελέγχου.
«Δεν μπορώ να προσγειωθώ εξ’ αιτίας της ομίχλης. Βλέπω ένα άνοιγμα. Θα επιχειρήσω να προσγειωθώ, περνώντας ανάμεσα…». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του κυβερνήτη που ακούστηκαν στον πύργο ελέγχου.
Η ώρα ήταν 9:46 και στη συνέχεια τα ίχνη του αεροπλάνου χάθηκαν. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, το αεροδρόμιο της Κοζάνης δεν είχε ραδιοβοηθήματα και έτσι ο πιλότος επιχείρησε την προσγείωση χωρίς τη βοήθεια οργάνων. Μόνο με βάση τα όσα έβλεπε ο ίδιος.
Προκειμένου να βρει έναν ασφαλή τρόπο προσγείωσης του αεροπλάνου, κατέβηκε αρκετά χαμηλά με αποτέλεσμα να «καρφωθεί» στην κορυφή «Φλάμπουρο» της οροσειράς του Σαρανταπόρου σε ύψος 1.379 μέτρων.
Μισή ώρα μετά τον εκτιμώμενο χρόνο προσγείωσης και ενώ το αεροπλάνο εξακολουθούσε να μη δείχνει ίχνη ζωής. Σήμανε γενικός συναγερμός. Περίπου στη 1 το μεσημέρι η Ολυμπιακή Αεροπορία ανακοίνωσε ότι το αεροσκάφος θεωρείται «απωλεσθέν» και άμεσα στρατός, χωροφυλακή και αεροπορία ξεκίνησαν την επιχείρηση εντοπισμού.
Αργότερα, ένα ελικόπτερο εντόπισε τα συντρίμμια του αεροπλάνου σε χαράδρα της κορυφής Γκόλνα του υψώματος Ντοβρά. Οι ντόπιοι λένε τη συγκεκριμένη τοποθεσία «Μπαχαλά Λάκος».
«Είναι κανείς ζωντανός»;
Κάτοικοι από το χωριό Μεταξά (που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το σημείο της τραγωδίας), που άκουσαν την έκρηξη, έτρεξαν προς το σημείο που νωρίτερα είχαν ακούσει τον τρομακτικό ήχο.
Το «Νήσος Μήλος» είχε κοπεί στα τρία και γύρω του καίγονταν διασκορπισμένα τα ανθρώπινα πτώματα. Ήταν όλοι νεκροί.
«Είδα το αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι μου με το κόκκινο φως να αναβοσβήνει. Τα σκυλιά μου τρόμαξαν και άρχισαν να γαυγίζουν και να κυνηγούν το αεροπλάνο. Έτσι όπως πήγαινε φοβήθηκα. Σήκωσα τα χέρια και άρχισα να φωνάζω. Αλλά αυτό χάθηκε μέσα στην ομίχλη. Άκουσα το θόρυβο και σάστισα», είχε πει ο 48χρονος βοσκός Ευάγγελος Παπαγιάννης που ήταν ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας των τελευταίων δραματικών δευτερολέπτων της μοιραίας πτήσης.
«Όταν έφθασα στον τόπο της τραγωδίας – γύρω στις 11 – μερικά ανθρώπινα κορμιά καίγονταν ακόμη. Άλλα είχαν τελείως απανθρακωθεί. Μια άμορφη μάζα σαρκών και σιδερικών ήταν πια το αεροπλάνο με τους επιβάτες του. Μερικοί χωρικοί – που όμως λένε – είδαν το αεροπλάνο να κτυπά στο «μαύρο βουνό», το Φλάμπουρο, και να πέφτει φλεγόμενο, βρισκόντουσαν ήδη εκεί.
Είχαν φέρει μαζί τους τσουβάλια και έκαναν απόπειρες να τοποθετήσουν επάνω τα πτώματα για να μην είναι στο χώμα», είχε πει από την πλευρά του ο ενωμοτάρχης Δ. Σωτηρόπουλος, διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Σερβίων, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στο σημείο της συντριβής.
«Κατά τις 10:30 πήρα την είδηση ότι χάθηκε ένα αεροπλάνο. Πήρα μόνος μου τον σταθμό του ΟΤΕ και μου είπαν ότι άκουσαν ένα θόρυβο, αλλά δεν διακρίνουν τίποτα.
Φωνάζω τα παιδιά που είναι στο καφενείο και τους λέω ότι οπωσδήποτε το δυστύχημα έγινε κοντά στα ραντάρ. […] Μόλις φθάσαμε κοντά, μάς έφερε ο αέρας τη μυρωδιά. […] Τρέχουμε και βλέπουμε το αεροπλάνο που καιγόταν. Μύριζε ο τόπος από καμένο κρέας. […] Αρχίσαμε να φωνάζουμε: ”Είναι κανένας ζωντανός;” Τίποτα. Τραβήξαμε κι έναν άλλο που δεν ξέραμε αν ήταν ο πιλότος – πλάι του ήταν το πηλήκιο, είχε λαμπαδιάσει από τη μέση και κάτω. Αρχίσαμε να μαζεύουμε χώμα με τα χέρια για να τη σβήσουμε, αλλά η φωτιά είχε φουντώσει», κατέθεσε ο τηλεφωνητής του χωριού Μεταξά, Αθανάσιος Μαργαρίτης
Τα πρώτα συνεργεία διάσωσης κατέφτασαν λίγη ώρα αργότερα και γρήγορα διαπίστωσαν πως οι πιθανότητες να βρεθεί κάποιος ζωντανός ήταν σχεδόν μηδαμινές. Περισυνέλεξαν όσα απανθρακωμένα πτώματα πρόλαβαν πριν νυχτώσει.
Οπλισμένοι χωροφύλακες φρουρούσαν τα πτώματα όλη τη νύχτα, με θερμοκρασία -10 βαθμούς Κελσίου, καθώς υπήρχε φόβος πως λύκοι και τσακάλια θα πήγαιναν στο σημείο για να βρουν τροφή!
Την επόμενη ημέρα περισυνελέγησαν όλα τα πτώματα και ξεκίνησε η (εξαιρετικά δύσκολη) διαδικασία αναγνώρισης.
Ως βασική αιτία για την αεροπορική τραγωδία θεωρήθηκε ο κακός καιρός σε άμεση συνάρτηση με την έλλειψη συστήματος «ραδιοβοηθήματος» στο αεροδρόμιο της Κοζάνης.
Οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα πως αφού ο πιλότος δεν είχε την παραμικρή βοήθεια, πιθανότατα εξαιτίας της πυκνής ομίχλης που επικρατούσε και ενδεχομένως ισχυρών ρευμάτων έχασε ύψος και παρεξέκλινε της πορείας του.
«Αν υπήρχε ένα VOR – DME, ραδιοβοήθημα που «δίνει» στον πιλότο πληροφορίες για την απόσταση και την κατεύθυνση που βρίσκεται το αεροδρόμιο. […] Ο κυβερνήτης δεν θα αναγκαζόταν να «σέρνει» το αεροπλάνο μέσα στη χαράδρα του Σαραντάπορου για να προσεγγίσει στο αεροδρόμιο της Κοζάνης.
Θα πετούσε ψηλότερα και θα έκανε κάθοδο πάνω από την πεδιάδα της Κοζάνης, για να προσγειωθεί», τόνιζαν οι εκπρόσωποι της Ενώσεως Χειριστών Πολιτικής Αεροπορίας.
Νίκος Δεμισιώτης – reader.gr