Συχνά οι αναφορές ότι ένας ισχυρός σεισμός θα πλήξει την Ελλάδα, την Τουρκία και γενικότερα τη «γειτονιά» μας κυριαρχούν στην ειδησεογραφία. Πέραν όμως της συζήτησης περί εύστοχων ή μη προβλέψεων και του σημείου που θα «χτυπήσει» ο Εγκέλαδος, εξίσου σημαντική είναι και η αντισεισμική θωράκιση των κτιρίων.
Πόσο προστατευμένοι είμαστε άραγε από μια ισχυρή σεισμική δόνηση στην Ελλάδα;
Το Reader, επιχειρώντας να δώσει μία εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας, επικοινώνησε με τον καθηγητή Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών και πρόεδρο του ΟΑΣΠ, Ευθύμη Λέκκα, θέτοντας ερωτήματα για την κατάσταση των κτιρίων.
«Τα μνημεία είναι ανθεκτικά αν έχουν συντηρηθεί σωστά»
«Ο δομημένος ιστός της Ελλάδας διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: στα ιδιωτικά κτίρια και στα δημόσια κτίρια. Στα δεύτερα εντάσσονται και οι υποδομές, οι γέφυρες, τα λιμάνια κλπ», σημειώνει ο καθηγητής και συνεχίζει:
«Στις ιδιωτικές κατασκευές υπάρχει μία τεράστια ποικιλομορφία. Καταρχάς έχουμε τα ιστορικά κτίρια και τα μνημεία, τα οποία ουσιαστικά είναι εκείνα τα οποία πολλές φορές είναι παλιά και ερειπωμένα και υπάρχει ένα μικρό θέμα».
«Στις κατασκευές όπου εκτίθενται αρχαιολογικά ευρήματα κτλ έχουμε φροντίσει να είναι ασφαλείς. Δηλαδή ποτέ δεν θα βάλουμε κόσμο μέσα σε μια εκκλησία βυζαντινή, η οποία έχει θέματα», θα πει ο κ. Λέκκας, συμπληρώνοντας:
«Τα μνημεία είναι γενικώς ανθεκτικά αν έχουν συντηρηθεί σωστά, γιατί άντεξαν σε πάρα πολλούς σεισμούς. Αν υπάρχει κάποια φθορά λόγω χρόνου, αυτή μπορεί να αποκατασταθεί από τα κανονιστικά πλαίσια του ΟΑΣΠ».
«Το ζήτημα της συντήρησης είναι το σημαντικότερο»
«Υπάρχουν κτίρια τα οποία είναι προ του 1929 -όταν είχαν εκδοθεί η πρώτη εγκύκλιος για αντισεισμικά κτίρια μετά τον μεγάλο σεισμό της Κορίνθου και οι πρώτες οδηγίες», τονίζει ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ και εξηγεί:
«Μετά το 1929 και μέχρι το 1959 -που εκδόθηκε η δεύτερη οδηγία- πολλά κτίρια με τον κανονισμό του τότε και με την εμπειρία που είχαν οι μάστοροι, στέκουν πάρα πολύ καλά. Βέβαια, είναι σημαντική η συντήρηση. Δεν συζητάμε για κτίρια που έχουν αφεθεί στην τύχη τους και τα οποία μπορεί να μην κατοικούνται».
«Από το 1959, μετά τους μεγάλους σεισμούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, έχουμε τον πρώτο αντισεισμικό κανονισμό που, παρόλο που ήταν ο πρώτος, λειτούργησε πολύ καλά. Γενικότερα τα πολυόροφα κτίρια που έχουν χτιστεί με τον κανονισμο αυτό, πάντα όμως με την παραδοχή ότι έχουν συντηρηθεί σωστά», επισημαίνει ο κ Λέκκας.
Υπογραμμίζει δε ότι το ζήτημα της συντήρησης ενός κτιρίου είναι «το σημαντικότερο».
Σε τι κατάσταση βρίσκονται τα κτίρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
Πάντως, σύμφωνα με τον καθηγητή, «από το 1984 και μετά ο αντισεισμικός κανονισμός εξελίχθηκε και έγινε σύγχρονος, με τα κτίρια να βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα αντισεισμικής θωράκισης. Μιλάμε για τα κτίρια που έχουν σχετική άδεια και επίβλεψη από μηχανικό και όχι για τα αυθαίρετα που είναι μία κατηγορία από μόνα τους».
Από την χρονιά αυτή «έχουμε στον δομημένο ιστό της Ελλάδας πάρα πολύ καλά κτίρια. Και μετά το 2000 προστέθηκαν άρθρα στον αντισεισμικό κανονισμό μετά τους σεισμούς της Θεσσαλονίκης (1988) και της Αθήνας (1999). Με αυτούς τους σεισμούς ενσωματώθηκαν τα καινούργια δεδομένα που προέκυψαν από την τρωτότητα των κτιρίων».
Όπως ξεκαθαρίζει ο Ευθύμης Λέκκας, «η εικόνα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι πάρα πολύ καλή. Φυσικά, όμως υπάρχουν και κτίρια στα οποία υπάρχει τρωτότητα. Υπάρχουν κτίρια που είναι παρατημένα, ερειπωμένα, στα οποία έχουν γίνει παρεμβάσεις. Αυτά όμως δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο».
Τα προβλήματα στις πυλωτές
Παλαιότερα, ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ είχε αναφερθεί στις πυλωτές και στα προβλήματα που υπάρχουν. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Reader αναφέρει: «Είδαμε κυρίως στον σεισμό του 1999, αλλά και σε προηγούμενους, ότι οι κατασκευές που ήταν στις πυλωτές είχαν αυξημένες βλάβες».
Εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει διότι «τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, παρόλο που η οικοδομή υπολογιζόταν ενιαία, οι ιδιοκτήτες και οι εργολάβοι άφηναν το ισόγειο για πυλωτή. Εκεί παρατηρήθηκαν κάποιες μεγαλύτερες βλάβες, καθώς όταν δεν υπήρχε τοιχοιποιία στο ισόγειο ήταν πιο ευαίσθητη η κατασκευή».
«Μετά τον σεισμό του 1999 δεν καταργήσαμε τις πυλωτές, αλλά τις ενισχύσαμε περαιτέρω, για να μην υπάρχουν προβλήματα», αναφέρει ο καθηγητής και τονίζει τη σημασία του προσεισμικού ελέγχου στα κτίρια:
«Τελευταία, σε όλα τα δημόσια κτίρια έχει επιβληθεί πρωτοβάθμιος υποχρεωτικός προσεισμικός έλεγχος, με αποτέλεσμα να έχουν απογραφεί γύρω στα 36.000 κτίρια σε όλη την Ελλάδα. Θα ελέγξουμε όλες τις δημόσιες κατασκευές στην Ελλάδα, με προτεραιότητα τα σχολεία, τα νοσοκομεία κλπ, όπου συναθροίζεται ο κόσμος».
«Ελπίζουμε να επεκταθεί ο έλεγχος και σε κάθε ιδιωτική οικοδομή. Αντί να έχουμε μόνο το ενεργειακό πιστοποιητικό, να έχουμε και το πιστοποιητικό της αντισεισμικής επάρκειας, αλλά αυτό θέλει χρόνο», είπε επίσης ο κ. Λέκκας, ενώ επισήμανε ότι για υποδομές, όπως γέφυρες κλπ προβλέπονται αυξημένες αντισεισμικές δράσεις, για αυξημένη ασφάλεια.
«Ο δομημένος ιστός της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα ανθεκτικός σε σεισμούς σε σχέση με άλλες προηγμένες χώρες στα θέματα αντισεισμικής θωράκισης», ξεκαθάρισε σε όλους τους τόνους.
Γιατί φοβούνται μεγάλο σεισμό στην Κωνσταντινούπολη;
Τέλος, το Reader ζήτησε από τον Ευθύμη Λέκκα να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο φοβούνται μεγάλο σεισμό στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος εξήγησε ότι «εκεί υπάρχει ένα κομμάτι του ρήγματος της Ανατολίας που δεν έχει δώσει σεισμό εδώ και 250 χρόνια περίπου. Και είναι δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα συμβεί».
Αναφορικά με τα κτίρια, επισήμανε: «Σε επίπεδο υποδομών, ισχύει αυτό που αντικρίσαμε πέρυσι στη νότια Τουρκία. Τα παλιά σπίτια “έφυγαν” όλα, τα καινούργια -των 20 ή 30 χρόνων- παρουσίασαν ιδιαίτερα προβλήματα και πολλά κατέρρευσαν, όμως αυτό στην Ελλάδα δεν θα το δούμε. Ένα μόνο μέρος των κτιρίων διαθέτει επάρκεια».
«Στην Κωνσταντινούπολη συμβαίνει το ίδιο, μόνο που εδώ το κυρίαρχο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με πολλά εκατομμύρια πληθυσμό. Η έκθεση του πληθυσμού υπερπολλαπλασιάζεται και υπάρχει μεγάλη πυκνότητα», κατέληξε ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ.
Γιώργος Βασιλείου – reader.gr