Χθες το πρωί, λίγο πριν η πόλη αδειάσει. Η πόλη που αδειάζει ταχύτερα και συχνότερα από όλες στη χώρα. Τελευταία ψώνια στο σούπερ μάρκετ για όποιον δεν έφυγε από χθες. «Θα πέσει η θερμοκρασία από σήμερα λέει», είναι η παρηγοριά όσων δεν θα φύγουν και έχουν σούπερ μάρκετ με ολίγη από λαϊκή στο πρόγραμμα.
Τρεις μηχανές με επίλεκτους αστυνομικούς έξω από τον χώρο εξηγούν σε έναν κύριο και τον γιο του ότι δεν μπορούν να πουλάνε πράγματα στο πάρκινγκ. Ο γιος είναι ντερέκι κι αγριεμένος, όχι όμως πιο ντερέκι από τα έξι άτομα που έχει απέναντι. Ο πατέρας επιμένει ότι κάτι τον έχει αδικήσει, δείχνει το πόδι του, κάτι τον ενοχλεί ή πάντα τον ενοχλούσε, ποιος ξέρει. «Κύριε πουλάτε υαλοκαθαριστήρες το καταλαβαίνετε; Δεν έχετε χαρτιά μαζί σας, δεν έχετε παραστατικά, πρέπει να φύγετε», τα λόγια τα επίσημα και τα αποστασιοποιημένα βοηθούν να πέσει η ένταση, να μην υπάρξει τριβή, να το πάρουν απόφαση οι έμποροι των δρόμων, να φύγουν.
Μια στροφή με το αμάξι, πράγματι έχουν φύγει οι έμποροι των δρόμων έρχονται οι τρακαδόροι. Δεν είναι ντυμένοι σαν επαίτες και κάνουν τραγικό λάθος ασφαλώς. Ποιος θα σου δώσει λεφτά με μαλλί από το κομμωτήριο, με εσπαντρίγια στο πόδι(!) και με μπλουζάκι πόλο; Πας καλά; Αν πήγαινες καλά δεν θα καθόσουν στο έδαφος να ζητήσεις λεφτά από τύπο που είναι μέσα στα χρώματα από την οικοδομή κι έχει έρθει να πάρει μπύρες στις 11.30 το πρωί. «Κάνε μου τη χάρη ρε φίλε, τράβα για καμιά δουλειά ή σήκω τράβα στο χωριό σου, αν έδινα από το πρωί σε όποιον ζητά 50 λεπτά τώρα δεν θα είχα ούτε για κολατσιό» η εργατική απάντηση… Γύρω όλοι επικροτούν, απλά οι πιο θαρραλέοι κουνάνε και το κεφάλι επιδοκιμαστικά, παρότι το είχαν βουλώσει τόση ώρα που έβλεπαν δυο σχετικά καλοντυμένους τύπους να ζητάνε λεφτά οκλαδόν μπροστά στην είσοδο του σαββατιάτικου σούπερ μάρκετ, στην πόλη που πάντα αδειάζει.
Αποφασίζεις να φύγεις. Στρίβεις στη γωνία ένας τύπος τρώει μέσα στο κάμα-στις 11.30 το πρωί- κοκορέτσι! «Πουλάκια, παπάκια, πουλάκια, γαλάκια», λέει. Δεν πουλάει μικρά από την Γαλλία, δόξα στους θεούς της Ελλάδας, όμως δυστυχώς πουλάει μικρές πάπιες, μικρά κοτόπουλα κατά εκατοντάδες, μικρές παστωμένες και στοιβαγμένες γαλοπούλες η μια πάνω στην άλλη όλες μέσα σε αφόρητη ζέστη. Θυμάσαι ότι προχθές σου έγραψε κάποιος αναγνώστης για κάτι τέτοιο, δεν είχε και πολύ αντίκρισμα, αν ήταν για σκυλάκια ή γατάκια που κάνουν μουτράκια θα ήταν αλλιώς. Κι εσύ θα άξιζε να πάρεις ένα τηλέφωνο κάποιον ε; Άστο, προχώρα, είναι Σάββατο, σε λίγο δεν θα υπάρχει κανείς παρά μόνο κάποιοι που χτυπάνε υπηρεσία, δεν είναι αδέσποτα ε;
Πας για βενζίνη. Τι το ήθελες; Τις βλέπεις μέσα στη μέση του δρόμου, είναι δύο, τις βλέπουν κι όλοι οι άλλοι, όλοι μαζί κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε. Μέσα στην ερημιά, είναι δεν είναι 14 ετών, κάποιο αυτοκίνητο περιμένουν. Μέσα στην ερημιά, μέσα στο κάμα, μέσα στα βάτα, σε έναν παράδρομο γεμάτο με σκουπίδια εκεί που δεν θα έπρεπε να έχει σκουπίδια παρά μόνο αν στηνόταν τίποτε αυτοσχέδια κόλπα, που δεν θέλει να τα προσέχει κανείς. Το αυτοκίνητο έρχεται, αυτές πάνε προς την ερημιά, θα αφήσουν σκουπίδια σύντομα πίσω τους μέσα σε ένα λιοστάσι δίπλα στο δρόμο και το χειρότερο; Αυτός που έρχεται, αυτός που περιμέναν, είναι πάνω από 65 και μέσα στη λίγδα. Γκαζώνεις να φύγεις, δεν θες να τα σκέφτεσαι.
Τις μέρες που έχει την τιμητική της η πόλη που αδειάζει πιο πολύ και πιο συχνά στη χώρα, οι ασχήμιες βγαίνουν πιο πολύ στην επιφάνεια. Γίνονται σαν κανόνες. Πας για σπίτι και αν δεν έχει πολλή δουλειά ίσως φύγεις για καμιά θάλασσα. Τελικά έχει, πρέπει να μείνεις, ίσως φύγεις αύριο.
Πάντα έτσι ήταν; Τόση ασχήμια μαζεμένη; Μάλλον δεν την πρόσεχες. Γυρνάς στη γειτονιά, όλα είναι κανονικά. Εντάξει κάποιος έχει απλώσει τα χαλιά και τα παπλώματα πάνω στα κάγκελα του σχολείου να στεγνώσουν. Μην το κάνεις θέμα. Μακάρι να ήταν αυτό το πρόβλημα…
Γ.Σ.
1 Σχόλιο
Σιγά μην άδειασε! Γεμάτες αυτοκίνητα οι πυλωτές. Ούτε στα χωριά τους δεν πήγανε, κόπηκε κι από κει το “τζάμπα”…