Η νυχτερινή έξοδος σε έναν κινηματογράφο, παραμένει ακόμα και σήμερα μια από τις πιο ωραίες, χαλαρές και (κατά περίπτωση) επιμορφωτικές εξόδους. Και αν αυτό ισχύει σήμερα, φανταστείτε πώς θα ήταν πριν από ακριβώς 100 χρόνια.
Πόσο, όμως, απέχει η απόλυτη χαρά από τον απόλυτο θρήνο; Ελάχιστα.
Την Κυριακή 19 Οκτωβρίου 1924, ο κινηματογράφος «Πανόραμα» στην οδό Χαλκοκονδύλη, στο κέντρο της Αθήνας, ήταν γεμάτος από νέους ανθρώπους (ηλικίας από 14 έως 18 ετών) που παρακολουθούσαν χαμογελαστοί το έργο «Σκυλίσια ζωή» με τον Τσάρλι Τσάπλιν.
Λίγο πριν το τέλος του έργου, ένας ανόητος (όσο και επικίνδυνος, όπως αποδείχθηκε) φαρσέρ, είπε να κάνει… «πλάκα» και φώναξε με όλη του τη δύναμη «φωτιά»!
Αυτό που ακολούθησε δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κάποιος. Πανικός. Χάος. Τρόμος.
Η «Σκυλίσια ζωή» και η «φωτιά» που δεν υπήρξε ποτέ
Ο Τσάρλι είναι ένας απόκληρος της ζωής. Άνεργος, άφραγκος και χωρίς ελπίδες για να πετύχει κάτι αξιόλογο στη ζωή του, περιπλανιέται στους δρόμους.
Μια ημέρα προσπαθεί να κλέψει λίγο φαγητό από έναν υπαίθριο πωλητή, γίνεται, όμως, αντιληπτός και ένας αστυνομικός αρχίζει να τον καταδιώκει. Όταν καταφέρνει να γλιτώσει, γνωρίζει τον Σκραπς, έναν γλυκύτατο «κόπρο», ο οποίος είχε μπλέξει σε έναν μεγάλο σκυλοκαβγά μαζί με κάποια αδέσποτα.
Ο Τσάρλι σώζει τον Σκραπς και αμέσως οι δυο τους, γίνονται καλοί φίλοι. Με τον Σκραπς στο πλευρό του, ο Τσάρλι μπλέκει σε διάφορες περιπέτειες αλλά η τύχη του αλλάζει.
Αυτή είναι η υπόθεση της ταινίας «Σκυλίσια ζωή» του Τσάρλι Τσάπλιν. Ήταν μια ταινία μικρού μήκους (33 λεπτά διάρκεια) η οποία κυκλοφόρησε το 1918 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ταινία ήρθε στην Ελλάδα το 1924 και έκανε πάταγο. Ειδικά τα μικρά παιδιά της εποχής την λάτρεψαν. Όποιος κινηματογράφος έπαιζε τη «Σκυλίσια ζωή» ήξερε πως θα κατέγραφε αρκετά sold out αφού το ύφος της ταινίας ήταν τέτοιο που οι οικογένειες έπαιρναν μαζί τους και τα μικρά τους παιδιά για να απολαύσουν και αυτά τον Τσάρλι Τσάπλιν.
Ο κινηματογράφος εκείνη την εποχή δεν ήταν μια απλή έξοδος. Ήταν μια γιορτή. Ειδικά αν ήταν Κυριακή, οι προβολές ξεκινούσαν από το πρωί και τελείωναν το βράδυ.
Έτσι και εκείνη την Κυριακή, 19 Οκτωβρίου 1924, στον κινηματογράφο «Πανόραμα» στη συμβολή των οδών Χαλκοκονδύλη και Γ΄ Σεπτεμβρίου στο κέντρο της Αθήνας.
Το απόγευμα εκείνης της ημέρα, ο κινηματογράφος ήταν ασφυκτικά γεμάτος τόσο μέσα όσο και έξω. Υπολογίζεται πως στο εσωτερικό του κινηματογράφου υπήρχαν 550 άνθρωποι και άλλοι τόσοι υπήρχαν έξω από αυτόν, περιμένοντας να τελειώσει η προηγούμενη προβολή και να ξεκινήσει η δική τους.
Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που παρακολουθούσε την «Σκυλίσια ζωή» ήταν από 14 έως 18 ετών. Νέοι άνθρωποι που απολάμβαναν στιγμές χαλάρωσης. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως λίγο πριν το τέλος της προβολής θα γινόντουσαν μάρτυρες μιας αδιανόητης τραγωδίας.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, λίγο πριν το τέλος της ταινίας, κάποιος ανόητος φαρσέρ από τα καθίσματα στις πρώτες σειρές του κινηματογράφου αποφάσισε να κάνει… «πλάκα». Με όση δύναμη είχε άρχισε να φωνάζει «φωτιά, φωτιά».
Αρχικά οι περισσότεροι «πάγωσαν» και περίμεναν να δουν τι ακριβώς συμβαίνει. Μερικές στιγμές αργότερα και κάποιος άλλος άνθρωπος άρχισε να φωνάζει και αυτός «φωτιά, φωτιά». Κανείς δεν ξέρει αν ήταν κάποιος από την παρέα του ανόητου φαρσέρ που απλά ήθελε να συνεχίσει την «πλάκα» ή κάποιος άσχετος που πανικοβλήθηκε.
Σε κάθε περίπτωση, ο πανικός και ο τρόμος μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα διαχύθηκε μέσα στην αίθουσα. Ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης και αδιανόητου πανικού. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς την έξοδο. Ο ένας πατούσε πάνω στον άλλο προσπαθώντας να βγει.
Όσοι ήταν στον εξώστη είτε πηδούσαν στην πλατεία του κινηματογράφου, είτε από τα παράθυρα στο δρόμο. Κάποιοι βρήκαν μια έξοδο κινδύνου και πέρασαν στην ταράτσα του διπλανού κτιρίου.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιο εκείνης της τραγωδίας που βρισκόταν σε εξέλιξη γράφτηκε στην ξύλινη σκάλα που υπήρχε δίπλα στην έξοδο του κινηματογράφου. Τα περισσότερα μικρά παιδιά που ήταν στον εξώστη προσπάθησαν να φύγουν μέσω εκείνης της σκάλας.
Κάποια στιγμή το τελευταίο σκαλοπάτι είχε «φράξει» από τα πτώματα. Όσοι κατέβαιναν έπρεπε να πατήσουν πάνω σε αυτά προκειμένου να περάσουν και να φτάσουν στην έξοδο. Τραγωδία.
Μέσα σε λίγες στιγμές συνολικά 26 άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς μικρά παιδιά, έχασαν τη ζωή τους, ενώ ακόμα 18 τραυματίστηκαν.
Έγκλημα δίχως τιμωρία
«Όλος εκείνος ο κόσμος του υπερώου, μη συγκρατούμενος από τον πανικόν του, ερρίφθη προς την έξοδο της κλίμακος. Αλλά ποιος να προφτάση πρώτος; Οι μεγαλύτεροι, οι ισχυρότεροι εις την πάλην εκείνην της σωτηρίας επικράτησαν και διήλθον. Οι μικρότεροι, υποκύψαντες εις την βίαν, εσωριάσθησαν προ της εξόδου, και άλλοι παρασυρώμενοι εκυλίοντο από της κλίμακος κάτω. Πατείς με πατώ σε.
» Εικών μάχης εκ του συστάδην θα αναπαριστά το αποτρόπαιον θέαμα. Ούτε έβλεπον, ούτε ελυπείτο ο ένας τον άλλον. Εφώναζον σπαρακτικά οι μικρότεροι και τα παιδιά, αλλά ποιος να τα ακούση; Ποιος να ευσπλαχνιστή; Πατούν πέντε, δέκα και τα σκάζουν, τα σκοτώνουν εκεί εις την έξοδον του υπερώου. Αλλος κόσμος αγωνιά εις την άλλην έξοδον. Και εκεί σωρός πτωμάτων.
» Φωναί απογνώσεως να εξέλθουν, αλλά ποιος να πρωτοπροφθάση; Μερικοί εις τα τραγικάς αυτάς στιγμάς διατηρούν την ψυχραιμίαν τους να πάρουν ανά χείρας μερικά μικρά, τα οποία επάνω από τας κεφαλάς των άλλων, τα ωθούν, τα πετούν κυριολεκτικά έξω. Αλλά, ως είπομεν, η φρικωδεστέρα τραγωδία εξελίσσεται επάνω εις τον στενόν χώρον του υπερώου. Εκεί ο αγών της σωτηρίας των συνωθουμένων είναι φρικώδης. Τα θύματα αυξάνουν», ανέφερε το ρεπορτάζ της επόμενης ημέρας.
«Όταν εμπήκαμε μέσα ευρήκαμε άλλο τρομερό θέαμα. Ολόκληρος ο κόσμος στοιβαγμένος. Επάνω στα σκαλοπάτια ήσαν ένα σωρό παιδάκια, καμιά σαρανταριά ξαπλωμένα το ένα επάνω στο άλλο και καταματωμένα, γιατί τα είχαν πατήση οι άλλοι που επέρεσαν από πάνω των. Ένα μόνον κοριτσάκι ήταν νεκρό, κάτω στο πάτωμα. Όλα τα άλλα πτώματα ήσαν επάνω στα σκαλοπάτια. Αρχίσαμε τότε να σηκώνουμε ένα – ένα τα παιδάκια, άλλα ζωντανά ακόμη και άλλα νεκρά με σπασμένα πλευρά, ανοιγμένες μύτες. Του ενός του είχε σπάσει το κρανίο», κατέθεσε ένας από τους πρώτους χωροφύλακες που έφτασαν στο σημείο της τραγωδίας.
Έξω από τον κινηματογράφο έφτασαν σε χρόνο μηδέν και πυροσβεστικά οχήματα προκειμένου να σβήσουν τη φωτιά. Γρήγορα, ωστόσο, διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε ούτε υποψία φλόγας.
Η επόμενη πράξη του δράματος «παίχτηκε» στα νοσοκομεία και στο νεκροτομείο στην οδό Μασσαλίας. Αλαφιασμένοι συγγενείς έσπευδαν προκειμένου να μάθουν αν οι δικοί τους άνθρωποι ήταν ζωντανοί οι νεκροί.
Τραγικές φιγούρες οι γονείς που μέσα στον κακό χαμό είχαν χάσει τα βλαστάρια τους. Χαρά και γέλια όταν οι οικογένειες επανενώνονταν. Θρήνος και κλάματα όταν οι γιατροί ενημέρωναν για την τραγική κατάληξη.
«Μικρά σωματάκια τοποθετημένα κατά σειράν επάνω εις υγρές πλάκες ή εις φορεία. Όλα μικράκια οκτώ, δέκα, δώδεκα ετών. Επέρασαν απ’ επάνω των άγρια και ασυγκίνητα τα κοπάδια του τυφλωμένου από τον τρόμον και πανικόβλητου πλήθους. Και τα βαρειά σώματα συνέθλιψαν τα τρυφερά κορμάκια, δια να τα μετατρέψουν εις ένα απαίσιον πολτόν οστών και αίματος. Ο τρόμος των παιδιών παρέμεινε χαραγμένα στα άψυχα πρόσωπά τους», έγραφαν οι εφημερίδες.
Λιγότερο από δυο εβδομάδες πριν την τραγωδία, η βραχύβια κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη (έμεινε στην ιστορία ως «Κυβέρνηση θερινών διακοπών») είχε παραιτηθεί. Η τραγωδία έγινε σε εκείνο το μικρό κενό εξουσίας.
Οι έρευνες που διενεργήθηκαν κατέληξαν στο συμπέρασμα πως έφταιγαν οι… μεγαλύτεροι σε ηλικία θεατές που δεν κράτησαν την ψυχραιμία τους! Οι ευθύνες για την πληρότητα του χώρου αλλά και τα μέτρα ασφαλείας που θα έπρεπε να λαμβάνονται σε δημόσια θεάματα, (όπως συνήθως συμβαίνει) μετατράπηκαν σε «μπαλάκι» ανάμεσα σε αστυνομία, χωροφυλακή, υπεύθυνους, ανυπεύθυνους, υπουργούς και παρατρεχάμενους, ενώ διαπιστώθηκε πως ο κινηματογράφος διέθετε τις απαραίτητες εξόδους κινδύνου απλά οι θεατές δεν είχαν την… ψυχραιμία να τις εντοπίσουν.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, λιγότερο από 10 ημέρες μετά την τραγωδία ο κινηματογράφος «Πανόραμα» λειτούργησε κανονικά. Σαν να μην είχε συμβεί κάτι.
Ο φαρσέρ προφανώς και δε βρέθηκε ποτέ, ενώ ο μόνος που την «πλήρωσε» ήταν ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής της Αθήνας ο οποίος πήρε δυσμενή μετάθεση στην Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος!
Νίκος Δεμισιώτης – reader.gr