Γράφει ο Θανάσης Χ. Βαμβακάς, Καθηγητής κλασικής Φιλολογίας
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση απαξίωσης των κλασικών γραμμάτων, η οποία έγκειται, κυρίως, σε πολιτικές επιλογές και βρίσκει έρεισμα σε αρκετούς ανθρώπους. Προσεγγίσεις του τύπου «ποιος είναι ο λόγος να διδασκόμαστε αρχαία ελληνικά σήμερα» ή «τα αρχαία και τα λατινικά είναι νεκρές γλώσσες» επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. Πόσο βάσιμα είναι, όμως, όλα αυτά; Ανταποκρίνονται, έστω και λίγο, στην πραγματικότητα; Ας προσπαθήσουμε να εστιάσουμε σε ορισμένα σημεία, από μια, κατά την γνώμη μας, ψύχραιμη, αντικειμενική και λιγότερο εθνικά επηρμένη σκοπιά.
Πρώτα απ’ όλα, η γλώσσα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως ένα εργαλείο εξυπηρέτησης των καθημερινών μας επικοινωνιακών αναγκών. Η γλώσσα δεν είναι, απλώς, μια ακολουθία από φθόγγους και συλλαβές. Είναι φορέας ιδεών, αξιών και στοιχείο πολιτισμού της κάθε χώρας, μια και φανερώνει την ιστορική σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Εκτός των άλλων, η υψηλή γλωσσική κατάκτηση καταδεικνύει το ευρύ πνευματικό υπόβαθρο του ανθρώπου. Σωστή γλώσσα θα πει σωστός νους, έχει πει ο Παλαμάς. Για να βελτιωθεί η γλώσσα και κατ’ επέκταση ο νους, απαιτείται εμβάθυνση στις ρίζες της, ώστε μέσω της συγκριτικής μεθόδου αρχαίων και νέων να αποκτήσουμε καλύτερη γνώση της Νέας Ελληνικής.
Θα ήταν άτοπο όμως να επικεντρωθεί κανείς μόνο στο γλωσσικό πεδίο. Τα αρχαία ελληνικά, η πρώτη αλφαβητική γλώσσα, όπως μαρτυρά το πρωιμότερο, ίσως, δείγμα αλφαβητικής γραφής, η οινοχόη του Διπύλου (740 π.Χ), αποτελούν το μέσο έκφρασης και διάδοσης όλου του αρχαιοελληνικού πνευματικού έργου. Πνευματικό έργο, το οποίο αντηχεί σε όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης επιστήμης. Καθοριστικής σημασίας υπήρξε η συμβολή στις ορολογίες των ιατρικών, θετικών, οικονομικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Επίσης, αναπτύχθηκαν η φιλοσοφία, η ρητορεία, η λογοτεχνία, το θέατρο και οι πάσης φύσεως Τέχνες. Κατόπιν αυτών, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί, ότι ο αρχαιοελληνικός κόσμος υπήρξε η κοιτίδα της επιστημονικής σκέψης. Εντούτοις, το σπουδαιότερο επίτευγμα της αρχαίας Ελλάδας, είναι η τοποθέτηση του ανθρώπου στο κέντρο του κόσμου. Για πρώτη φορά στα χρονικά, ο άνθρωπος, ως ξεχωριστή οντότητα, αποκτά ελευθερία και μετέχει της «νεογέννητης», αν και με αρκετές παθογένειες, αθηναϊκής δημοκρατίας. Αποτέλεσε, έτσι, τον πρώτο πολιτισμό που αναγνώρισε την αξία της ανθρώπινης υπόστασης κι έθεσε τις βάσεις της ανθρωποκεντρικής αντίληψης.
Ακολούθως, κατά την επικρατούσα επιστημονική άποψη, το αρχαιοελληνικό αλφάβητο διήλθε μέσω των Ετρούσκων στους Ρωμαίους, οι οποίοι το αξιοποίησαν και διαμόρφωσαν το λατινικό αλφάβητο. Στους αιώνες από τις απαρχές της ρωμαϊκού κράτους έως και την πτώση του, γράφτηκαν σπουδαία έργα και εμφανίστηκαν νέα λογοτεχνικά είδη. Η Λατινική γλώσσα κατέστη ένα είδοςlingua franca της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και -προϊόντος του χρόνου- προέκυψαν από την διάσπασή της, οι λεγόμενες ρομανικές γλώσσες(π.χ. ιταλική, ισπανική, γαλλική, πορτογαλική, ρουμανική). Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, το αίτημα της γαλλικής ένωσης Human–Hist, να συμπεριληφθούν τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς τηςUNESCO. Επιπλέον, το «ρωμαϊκό δίκαιο» που αποτέλεσε την νομική βάση της αρχαίας Ρώμης, άσκησε επιρροή ακόμα και στα σύγχρονα κράτη, ενώ σήμερα στην νομική ορολογία, χρησιμοποιείται πλήθος αυτούσιων λατινικών όρων(erga omnes, ad hoc, casus belli, κλπ).
Η αλληλουχία και η πνευματική αλληλεπίδραση των δυο κόσμων είναι προφανής. Τόσο η αρχαία Αθήνα όσο και η αρχαία Ρώμη, θεμελίωσαν από κοινού τον δυτικό πολιτισμό και διαμόρφωσαν τον τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών. Έθιξαν προβληματισμούς κι έδωσαν απαντήσεις σε πρακτικά και ηθικά ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο διαχρονικά. Η ουσιαστική μελέτη των μηνυμάτων και των ιδανικών που απορρέουν από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, εκτός του ότι διευρύνει τους γνωστικούς ορίζοντες, οδηγεί στην πνευματική καλλιέργεια, διαπλάθοντας ανθρώπους με ηθικό έρμα, ορθολογισμό κι ευαισθησίες. Και μιλώντας για ουσιαστική μελέτη εννοούμε, ότι ο όρος κλασική παιδεία δεν πρέπει να συγχέεται ή να περιορίζεται στην στείρα γραμματικοσυντακτική ανάλυση ενός ελληνικού ή λατινικού κειμένου. Μολονότι πρόκειται για κορυφαία διανοητική άσκηση, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως όχημα που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στα ουσιώδη διδάγματα των κλασικών κειμένων.
Εν κατακλείδι, στις αιτιάσεις ότι η κλασική επιστήμη είναι ξεπερασμένη και δεν ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις ανάγκες της σημερινής τεχνολογικής εποχής, η απάντηση είναι αυτονόητη και αυταπόδεικτη: Παιδεία και εκπαίδευση είναι δυο διαφορετικές έννοιες. Ανεξαρτήτως από την κατάρτιση που επιλέγει κάποιος ώστε να πορευτεί στην επαγγελματική του ζωή, η κλασική παιδεία οφείλει να είναι κτήμα όλων των ανθρώπων, ως βάση που θα διαμορφώσει ανθρωποκεντρικούς χαρακτήρες, με γνώση της Ιστορίας τους. Όπως πολύ εύστοχα τέθηκε το ζήτημα από τον Ι.Θ Κακριδή «στον πνευματικό τομέα, λαός δεν μπορεί να προκόψει αν αγνοεί την ιστορία του, διότι είναι σαν να αγνοεί τον ίδιο του τον εαυτό». Έτσι, κακώς η κλασική παιδεία μπαίνει στην ζυγαριά του «μοντερνισμού», αφού οφείλουμε ούτως ή άλλως να μετέχουμε όλοι σε αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο, ίσως, μάθουμε να σκεφτόμαστε και να δρούμε περισσότερο συλλογικά παρά ατομικά, πράγμα αναγκαίο για την πρόοδο της κοινωνίας.