Οιστορικός του μέλλοντος είναι βέβαιο πως θα δύσκολα θα καταφέρει να αντιληφθεί γιατί ο Απόστολος Σουγκλάκος υπήρξε μια τόσο δημοφιλής φιγούρα, με αμέτρητους θαυμαστές, κρίνοντάς τον απλά ως παλαιστή, ηθοποιό, τραγουδιστή, ποδοσφαιριστή (!) ή ό,τι άλλο επάγγελμα έκανε στην προσπάθειά του να επιβιώσει και να γίνει «κάποιος».
Θα τα κατάφερνε καλύτερα εάν διέθετε μια χρονομηχανή που θα τον έστελνε μερικές δεκαετίες πίσω –και ιδιαίτερα σε εκείνη του ’80- για να διαπιστώσει πως δεν ήταν οι επιδόσεις ή οι ικανότητες που έκαναν την διαφορά. Η «μαγεία» του Σουγκλάκου ήταν άλλη και σχετίζεται άμεσα με εκείνη την γνήσια λαϊκότητα με την οποία γεννιέται κανείς και του επιτρέπει να συνδέεται με έναν μοναδικό τρόπο με τις πλατιές μάζες. Με τους ανθρώπους που επιλέγουν τους ήρωές τους, δίνοντάς τους το credit ότι μπόρεσαν να πετύχουν κόντρα στις «εργοστασιακές προδιαγραφές τους».
Ο Σουγκλάκος έγινε συνώνυμο του θρύλου όχι επειδή κέρδισε παγκόσμιους τίτλους στην πάλη ή Όσκαρ στο σινεμά, αλλά επειδή κατόρθωσε με το θάρρος, το θράσος, την επιμονή, το πείσμα του και τον χαρακτήρα του να κερδίσει μάχες όταν είχε όλες τις πιθανότητες εναντίον του.
Γεννημένος στα Μανιάτικα του Πειραιά έψαξε από μικρός μέσω του αθλητισμού το διαβατήριο που θα του εξασφάλιζε μια ομορφότερη ζωή και ίσως θα του επέτρεπε να αφήσει πίσω του ένα αποτύπωμα διαφορετικό από εκείνο ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Διαπίστωσε γρήγορα ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν το μέλλον του κι έτσι εγκατέλειψε σύντομα μια διόλου πολλά υποσχόμενη καριέρα τερματοφύλακα.
Άλλωστε η σωματοδομή του δεν ήταν τέτοια που να του αφήνει πολλά περιθώρια. Αντίθετα, το compact γεροδεμένο κορμί του ήταν ό,τι έπρεπε για κάτι πιο δυναμικό, όπως για παράδειγμα η ελληνορωμαϊκή πάλη, που υπήρξε το πρώτο μαχητικό σπορ με το οποίο ασχολήθηκε.
Ο σπουδαίος Καρπόζηλος παρακολουθώντας τον κατάλαβε ότι ο πιτσιρικάς είχε και μια πιο «θεατράλε» πλευρά που δεν ήταν δυνατό να αναδυθεί μέσα από τους σφιχτούς κανόνες ενός ολυμπιακού αθλήματος. Ενώ το κατς, όπως λεγόταν τότε, προσφερόταν για να βγάλει ο Σουγκλάκος όλη την large προσωπικότητά του και να έρθει σε μια πιο στενή και άμεση επαφή με τον κόσμο, ο οποίος τον αγκάλιασε όσο ελάχιστους παλαιστές του χώρου.
Με τον τίτλο του ανθρώπου «που δεν τον έδειρε κανείς» ο Σουγκλάκος «όργωσε» τον κόσμο δίνοντας αμέτρητες παλαιστικές παραστάσεις. Ακόμη κι όταν έχανε, εκείνος έβγαινε νικητής. Ήταν τέτοια η παρουσία του και η συμπεριφορά του ακόμη και στις ήττες που έμενε χαραγμένος στο μυαλό των θεατών και γρήγορα εξελίχθηκε σε «μικρό ήρωα» της καθημερινότητας.
Από πολύ χαμηλά, αντίστοιχα, ξεκίνησε να το… παλεύει και με την ηθοποιία. Κατά την διάρκεια γυρισμάτων μιας ταινίας, ένας Ιταλός σκηνοθέτης του προτείνει ένα… κομπαρσιλίκι λόγω του σώματός του. Ακόμη κι αυτό το μικρό πέρασμα είναι αρκετό για να ερωτευτεί ο Σουγκλάκος το σινεμά.
Γράφεται στο σωματείο Ελλήνων κομπάρσων και καταγράφει αναρίθμητες παρουσίες σε φιλμ από την δεκαετία του ’60 κιόλας. Όταν πλέον (20-25 χρόνια αργότερα) έρχεται η χρυσή εποχή της βιντεοταινίας, βρίσκει την ευκαιρία για το step up που τον μετατρέπει σε πρωταγωνιστή. Προφανώς παραγωγές όπως «Το Ρεμάλι της Αθήνας» δεν διεκδικούν τρομερές δάφνες, αλλά και πάλι για τον Σουγκλάκο δεν έκανε την παραμικρή διαφορά. Ο κόσμος τον αγαπούσε και το σινεμά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ακόμη ένας τρόπος να διατηρηθεί ζεστή και ακμαία αυτή η ιδιότυπη σχέση και το δέσιμο που υπήρχε μεταξύ τους.
Ενδεικτικό της… άγνοιας κινδύνου και της καπατσοσύνης του είναι το γεγονός ότι τόλμησε μέχρι και δίσκους να κυκλοφορήσει. Ναι, με αυτή τη φωνή! Κι όπως συνέβη και με την υποκριτική, έτσι και η ερμηνεία του μπορεί να μην ήταν επιπέδου Παβαρότι, αλλά την… δουλίτσα την έκανε. Ο Σουγκλακος ήταν –και μέσω του τραγουδιού- ο cult ήρωας που θα μπορούσε να γίνει ο καθένας, αλλά ελάχιστοι θα τολμούσαν ή θα άντεχαν να κάνουν τα πράγματα που χρειαζόταν να συμβούν για να το πετύχει.
Έχοντας όλο αυτό το βιογραφικό ως όπλο, εξελίχθηκε στην κυρίαρχη μορφή του Cult Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, όπου γνώριζε την αποθέωση από τα πλήθη, όπως γούσταρε πάντα.