«Οι βάσεις των φιλολογικών σπουδών θα κινηθούν στον αστερισμό των 18.000 μορίων». Κάποια πράγματα τα διαβάζεις και σου μένουν για μία ζωή, κι ας μη γράφτηκαν με τέτοιες αξιώσεις. Τη συγκεκριμένη φράση την είχα διαβάσει σε μία εφημερίδα, το καλοκαίρι του 2008. Έχοντας βγάλει λίγα περισσότερα από 18.000 μόρια, με την προσδοκία να μπω στη Φιλολογία Αθήνας, η διαφαινόμενη «εκρηκτική» (αχ, αυτά τα επίθετα των παλιών εφημερίδων) άνοδος των βάσεων για την εισαγωγή στις φιλολογικές σχολές με είχε αγχώσει τρομερά.
Τελικά, η βάση κινήθηκε λίγο πάνω από τα 17.500 μόρια. Λίγους μήνες μετά θα βρισκόμουν στα τεράστια και άχαρα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών μαζί με εκατοντάδες άλλους φοιτητές και φοιτήτριες. Καθείς και καθεμιά κουβαλώντας τους λόγους που τον οδήγησαν εκεί και το πλάνο του για το τι θα έκανε αφού έπαιρνε το πτυχίο.
Σε ένα από τα πρώτα μαθήματα του πρώτου εξαμήνου, ένας καθηγητής μας είχε προειδοποιήσει. «Ένα πολύ μικρό ποσοστό όσων βρίσκεστε εδώ θα ακολουθήσει επαγγέλματα σχετικά με τις σπουδές σας. Η ετεροαπασχόληση στον τομέα μας είναι τεράστια». Ακόμα δεν είχε έρθει η οικονομική κρίση του 2009. Τα λόγια του εν λόγω καθηγητή όμως έμελλε να είναι προφητικά.
Οι περισσότεροι από τους συμφοιτητές και τις συμφοιτήτριές μου ακολουθούν σήμερα διαφορετικά επαγγέλματα, πολλές φορές παντελώς άσχετα με το αντικείμενο που σπούδασαν και άλλες συγγενή με την ευρύτερη έννοια του όρου. Κάποιοι έχουν καταφέρει να μπουν σε τάξεις μέσα από έναν ατέρμονο αγώνα μεταπτυχιακών, διδακτορικών, μετακινήσεων στην επαρχία και επιπλέον μοριοδοτήσεων.
Άγχος και τυπικά προσόντα που σίγουρα δεν ανταποκρίνονται στους πολύ χαμηλούς μισθούς με τους οποίους πολλές φορές πρέπει να καλύπτουν την πολύ υψηλή ενοικίαση σπιτιών στην επαρχία. Για να μην μιλήσουμε για όσους επιθυμούν να ακολουθήσουν ακαδημαϊκή καριέρα. Παραδοσιακά, για το ελληνικό κράτος (και ίσως όχι μόνο γι’ αυτό) οι αποδοχές των ανθρώπων που διδάσκουν τις επόμενες γενιές είναι ντροπιαστικά χαμηλές.
Δεν είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα σοκαριστικό ότι φέτος η βάση της Φιλολογίας Αθηνών κινήθηκε στα 13012 μόρια. Ως πρώτη τους επιλογή τη διάλεξαν μόλις 154 υποψήφιοι, τη στιγμή που το 2010 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 778. Το 84% των εισακτέων δεν είχαν τη Φιλολογία Αθηνών σε καμία εκ των τριών πρώτων επιλογών τους. Από μία περιζήτητη σχολή, η Φιλολογία έγινε αναγκαίο κακό. Αυτή η κατάρρευση των βάσεων δεν αφορά βέβαια μόνο την Αθήνα. Στο αντίστοιχο τμήμα της Κομοτηνής η βάση έπεσε στα 9528. Πτώση έχει και το Ιστορικό-Αρχαιολογικό και τα τμήματα Φιλοσοφίας. Πόσο να αγαπάς τον Αρχίλοχο, τον Ελευθέριο Βενιζέλο ή τον Τσόμσκι αν πρέπει να περάσεις όλα τα παραπάνω.
Από την επετηρίδα στην ανεργία
Η κυρία Αγγελική είναι συνταξιούχος φιλόλογος. Φοιτούσε στη Φιλοσοφική Σχολή όταν εκείνη ήταν μία από τις πλέον υψηλόβαθμες σχολές. Περνώντας από πολύ απαιτητικές εξετάσεις, πέρασε στην Αθήνα, το 1973, αποφοίτησε από το Ιστορικό-Αρχαιολογικό το 1978. Το 1981 διορίστηκε με επετηρίδα ως καθηγήτρια και έκανε τη δουλειά της εκπαιδευτικού μέχρι το 2012 όταν και συνταξιοδοτήθηκε.
Για τον διορισμό της δεν χρειάστηκαν ούτε επιπλέον εξετάσεις ούτε νέα μεταπτυχιακά ούτε φυσικά κάποιο πραγματικό άγχος για το επαγγελματικό της μέλλον. «Από όταν αποφοίτησα μέχρι τελικά να διοριστώ, δούλευα σε κάποια φροντιστήρια και έκανα ιδιαίτερα. Χρειάστηκε μόνο να κάνω μία σχολική χρονιά στη Λειβαδιά και τελικά διορίστηκα στην Αθήνα». Λάτρευε τη δουλεία της καθηγήτριας σε όλη της την καριέρα, οπότε δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω αν μετάνιωσε που πέρασε εκεί. Τότε τα Τμήματα Φιλολογίας προσέφεραν ξεκάθαρα πολύ καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση.
Η Χρύσα στα 33 της είναι επίσης απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας. Δουλεύει στο Μέγαρο Μουσικής, σε ένα αντικείμενο τελείως διαφορετικό από τις σπουδές της. Τη ρώτησα αν μετάνιωσε για την επιλογή της σχολής που έκανε: «Το σκέφτομαι καμιά φορά και νομίζω ότι τελικά δεν το έχω μετανιώσει, γιατί το γεγονός ότι σπούδασα φιλολογία μού έδωσε την ευκαιρία να μάθω πράγματα που δεν θα τα μάθαινα ποτέ. Κατά κάποιον τρόπο, με έκανε καλύτερη και άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα».
Ένα πρόβλημα που θυμάται ήταν ότι η Φιλολογία ήταν αναίτια δύσκολη. «Διαβάζαμε ώρες επί ωρών για το πτυχίο…διάβασα πραγματικά πολύ λιγότερο στο μεταπτυχιακό μου (σ.σ. σε τελείως άλλο αντικείμενο) και τελικά βρήκα δουλειά λόγω του δεύτερου». Δεν έχει συμπληρώσει καν τα χαρτιά της, για να διοριστεί.
Ούτε η Νεφέλη, στα 32 της, μετάνιωσε για την επιλογή της αυτή. Κάνει όμως κατευθείαν τη διάκριση μεταξύ γνωστικού αντικειμένου και αγοράς εργασίας. «Δεν μπορώ να πω ότι το μετάνιωσα, όχι. Μιλάω τώρα για το αντικείμενο και όχι για την αγορά εργασίας. Ήταν πολύ ενδιαφέροντα όσα μάθαμε και αν μπορούσα θα την ξαναεπέλεγα».
Πλέον είναι στέλεχος σε εταιρεία με έδρα το Βερολίνο. «Η δουλειά μου δεν είναι τελείως άσχετη με το αντικείμενο που σπούδασα. Θα μπορούσα βέβαια να την είχα βρει και με άλλο πτυχίο. Η φιλολογία όμως μού έχει δώσει μία συγκρότηση που με βοηθάει και προσόντα που είναι απαραίτητα για την καθημερινότητά μου». Οι δύο τους έχουν ένα κοινό: αναπολούν όσα το τμήμα τους έδωσε έχοντας όμως εγκαταλείψει τον χώρο της εκπαίδευσης.
Η Γεωργία από την άλλη είναι στα 39 της, μητέρα δύο παιδιών και δηλώνει ακόμα φιλόλογος. Έχει τελείως διαφορετική άποψη. «Δεν θα έκανα σε καμία περίπτωση την ίδια επιλογή. Από όλες τις λεγόμενες καθηγητικές σχολές, που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν προβλήματα, είμαστε στη χειρότερη θέση». Κάθε χρόνο χιλιάδες φιλόλογοι παίρνουν το πτυχίο τους από τις κυριολεκτικά δεκάδες σχολές ελληνικής γλώσσας, ιστορίας-αρχαιολογία, φιλοσοφίας κτλ.
Η Γεωργία έγραψε στις Πανελλήνιες του 2002 περισσότερα από 18000 μόρια και έβγαλε μία ομολογουμένως δύσκολη σχολή. Οι κόποι της όμως δεν έχουν σε καμία περίπτωση καρποφορήσει. Πρέπει να κάνει 3 και 4 δουλειές και βρίσκεται μαζί με χιλιάδες άλλους συναδέλφους της σε μία μόνιμη επαγγελματική ανασφάλεια. Προφανώς δεν μπορεί να δει το ίδιο ρομαντικά τη συγκρότηση του εαυτού της και τις γνώσεις που ομολογεί ότι της χάρισε η επιστήμη που σπούδασε.
«Η πτώση των βάσεων συνεπάγεται πτώση του επιπέδου»
Είναι προφανές ότι η βίαιη αποσύνδεση μεγάλου μέρος των ανθρωπιστικών σπουδών από τη Μέση Εκπαίδευση προκάλεσε ένα τεράστιο κενό που έχει αφήσει μετέωρους χιλιάδες ανθρώπους με πολλά προσόντα και ακόμα περισσότερα όνειρα. Ταυτόχρονα, έκανε πολύ λιγότερο ελκυστικές τις σχολές αυτές στους μελλοντικούς φοιτητές.
Δεν πρέπει να θεωρήσουμε βέβαια ότι αυτή είναι κάποια ιδιαιτερότητα του ελληνικού κράτους. Οι ανθρωπιστικές σπουδές (και όχι μόνο) βρίσκονται σε μία πολύ μεγάλη κρίση και αντιμετωπίζουν μία άνευ προηγουμένου απαξίωση που σχετίζεται με το πολύ απλό λόγο ότι δεν παράγουν χρήμα. Γεννιέται έτσι ένας καταστροφικός φαύλος κύκλος: Οι ανθρωπιστικές σπουδές υποβαθμίζονται και επομένως αποσυνδέονται από την αγορά εργασία. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι αποσυνδέονται από την αγορά εργασίας τις υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο.
Ο κύριος Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής της Νεολληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. «Προφανώς και με ανησυχεί η πτώση των βάσεων στα φιλολογικά τμήματα. Βέβαια, δεν είναι κάτι που έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρόνο με τον χρόνο, αργά αλλά σταθερά, πέφτουν οι βάσεις στα περισσότερα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών».
Πλαισιώνεται όμως πράγματι αυτή η πτώση από τη γενικότερη απαξίωση των ανθρωπιστικών επιστημών; Κατά τον κύριο Αγάθο, ναι. «Η φιλολογία, δυστυχώς, κρίνεται από αρκετούς στις μέρες μας ως παρωχημένη και γραφική, οι κλασικές σπουδές αλλά και η νεότερη λογοτεχνία και η γλωσσολογία αντιμετωπίζονται συχνά με εχθρότητα και αδιαφορία».
Ένας από τους λόγους γι’ αυτό πηγάζει από την αντίληψη ότι οτιδήποτε δεν είναι αυστηρά τεχνοκρατικό δεν είναι και χρήσιμο, κάτι που αποτυπώνεται και στην αγορά εργασίας. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια η προοπτική μιας άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης για κάποιον ή κάποια που τελειώνει ένα φιλολογικό τμήμα. Το επάγγελμα του φιλολόγου και ευρύτερα του καθηγητή έχει χάσει την παλιά του αίγλη». Ο ρόλος του βέβαια παραμένει το ίδιο κρίσιμος.
Μετά όμως έρχεται και η ανησυχία. Η πτώση των βάσεων συνεπάγεται και μία πτώση στο επίπεδο των φοιτητών και φοιτητριών των τμημάτων Φιλολογίας; «Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Η πτώση των βάσεων συνεπάγεται ότι πέφτει και το επίπεδο των φοιτητών. Πέρα από τις όποιες αδυναμίες που μπορούν να υπάρχουν σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα, το κυριότερο πρόβλημα που εγώ προσωπικά διαπιστώνω είναι ένα έλλειμμα σε γενικές γνώσεις».
Το γεγονός αυτό επηρεάζει φυσικά και την καθημερινότητα ενός καθηγητή σε τμήματα φιλολογίας. «Υπάρχει μια ευρύτερη έλλειψη ενδιαφέροντος για το ιστορικό παρελθόν, ώστε χρειάζεται να δώσω πολλές πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο. Πράγματα που εγώ θεωρώ γνωστά και δεδομένα τελικά σε αρκετά νέα παιδιά είναι άγνωστα».
Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται και πτώση του επιπέδου του τμήματος συνολικά. «Οφείλω εδώ να πω ότι μόλις ξεπεράσουν το σοκ του πρώτου έτους, τα περισσότερα παιδιά κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα του Πανεπιστημίου και να βελτιωθούν».
Υπάρχουν όμως και ευθύνες και των ίδιων των τμημάτων φιλολογίας; «Ειλικρινά, νομίζω ότι όλα τα ελληνικά τμήματα Φιλολογίας έχουν πολύ ενδιαφέροντα και ελκυστικά προγράμματα σπουδών. Ίσως χρειάζεται μεγαλύτερη εξωστρέφεια από εμάς, ώστε να πείσουμε τους νέους ανθρώπους ότι η ανθρωπιστική παιδεία ανοίγει ορίζοντες, συνδέει το παρόν με το παρελθόν και μπορεί να συνομιλήσει ουσιαστικά με το μέλλον».
Κοινωνίες της γνώσης και κοινωνίες του κέρδους
Η κρισιμότητα της ύπαρξης ανθρωπιστικών σπουδών δεν είναι φυσικά μόνο ένα συντεχνιακό πρόβλημα ούτε είναι ένα πρόβλημα που αφορά μόνο τον χώρο της εκπαίδευσης. Οι λόγοι υποβάθμισής τους ούτως ή άλλως καθρεφτίζουν έναν συγκεκριμένο τρόπο που οι κοινωνίες βλέπουν τη γνώση εν συνόλω. Όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως βενζίνη σε μηχανές ατέρμονου κέρδους και μηδενικής αξιοπιστίας.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο εναπόκειται στις ίδιες τις επιστήμες του ανθρώπου να πείσουν τις κοινωνίες για τη σημασία τους στο παρόν και στο μέλλον.