Αν και το δικαίωμα στην αυτοδικία έχει εκλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά στις Δυτικές κοινωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, το αρχετυπικό αίσθημα της προσωπικής εκδίκησης παραμένει ακόμα μία πράξη δικαίωσης σε πολλά κοινωνικά στρώματα.
Το να «πάρεις τον νόμο στα χέρια σου» είναι κάτι που νομικά θεωρείται έγκλημα, όμως ηθικά έχει ακόμα στέρεες βάσεις, ιδίως σε τόπους όπως η Κρήτη, όπου η βεντέτα υπήρξε ανέκαθεν μια πράξη κοινωνικά αποδεκτή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά είναι η υπόθεση του Γιάννη Παπαδόσηφου. Γεννημένος το 1925 στον Καλλικράτη Χανίων στα Σφακιά, πολέμησε αμούστακο παιδί στη Μάχη της Κρήτης και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μεταξύ αυτών και ο Μανώλης Παπαδόσηφος που γεννήθηκε το 1955. Αυτό που άλλαξε για πάντα τη ζωή της οικογένειας και έκανε το όνομά της γνωστό σε όλη την Ελλάδα ήταν το περιστατικό που συνέβη στις 7 Αυγούστου του 1983.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που συγκλονισαν και παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
Εκείνη την ημέρα, ο 27χρονος τότε Μανώλης πηγαίνει να συναντήσει τον συντοπίτη και φίλο του Γιάννη Βενιεράκη σε μία καφετέρια που σύχναζαν στο Ρέθυμνο. Μεταξύ των ανδρών υπήρχε μία φιλονικία που αφορούσε κάποια γυναίκα που διεκδικούσαν και οι δύο. Τη συγκεκριμένη ημέρα υπήρξε και πάλι ένταση μεταξύ τους, η οποία συνεχίστηκε στο πατάρι, μακριά από τα βλέμματα των υπολοίπων. Οι φωνές και η ένταση διακόπηκαν ξαφνικά με τέσσερις πυροβολισμούς από το πιστόλι του Βενιεράκη, με τις σφαίρες να έχουν βρει στο στήθος τον Παπαδόσηφο.
Κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο άφησε την τελευταία του πνοή, την ίδια στιγμή που η αστυνομία είχε συλλάβει τον Βενιεράκη. Στη δίκη που ακολούθησε πρωτόδικα, ο Βενιεράκης καταδικάστηκε σε ισόβια και κλείστηκε στη φυλακή, κάτι που οδήγησε για λίγο σε κατευνασμό των παθών. Όταν όμως άσκησε έφεση, ο πατέρας Παπαδόσηφος θεώρησε ότι έπρεπε πλέον να αναλάβει αυτός το χρέος της εκδίκησης. Οι αστυνομικές αρχές, φοβούμενες το ενδεχόμενο μιας βεντέτας, αποφάσισαν η δίκη να διεξαχθεί μακριά από την Κρήτη, στην Αθήνα. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1988, στο Εφετείο Πειραιά, ξεκίνησε η δίκη σε δεύτερο βαθμό του Βενιεράκη. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο και δημοσιογράφους που παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη διαδικασία. Ξαφνικά, ο πατέρας Παπαδόσηφος σηκώθηκε από τη θέση του, πήδηξε πάνω από τα καθίσματα και με ένα πιστόλι πυροβόλησε πέντε φορές εναντίον του Βενιεράκη, ο οποίος έπεσε νεκρός μέσα στη δικαστική αίθουσα.
Μπροστά στο σοκαρισμένο κοινό και τους έντρομους δικαστές κρυμμένους κάτω από τα έδρανα, ο Παπαδόσηφος παραδόθηκε χωρίς να προβάλει αντίσταση, λέγοντας, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες της εποχής, «Τώρα λευτερώθηκα!». Ο Παπαδόσηφος οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε 14 χρόνια για φόνο εκ προμελέτης. Η φιγούρα του με τα μακριά γένια εντυπωσίασε το πανελλήνιο που διχάστηκε σχετικά με το δικαίωμα της αυτοδικίας. Ενώ παράλληλα οργίαζαν και οι φήμες για το πώς είχε φέρει το κατασχεμένο από τους Γερμανούς πιστόλι τύπου Λούγκερ μέσα στη δικαστική αίθουσα. Οι φήμες θέλουν να το είχε κρυμμένο στη μακριά του γενειάδα που είχε αφήσει για αυτό τον σκοπό και την οποία οι αστυνομικοί είτε από αβλεψία είτε από σεβασμό προς το πρόσωπο του δυστυχισμένου πατέρα δεν είχαν προνοήσει να ψάξουν. Το πιθανότερο είναι πάντως να κατάφερε να περάσει το πιστόλι παρακολουθώντας τις κινήσεις των αστυνομικών και τα χαλαρά μέτρα ασφαλείας που υπήρχαν εκείνη την εποχή στα δικαστήρια.
Ο Γιάννης Παπαδόσηφος πέρασε πέντε χρόνια στην φυλακή και γύρισε και πάλι πίσω στο Ρέθυμνο. Πέθανε τον Μάιο του 2012 σε ηλικία 87 ετών, χωρίς ποτέ να του έχει περάσει από το μυαλό ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να ζητήσει συγγνώμη. Όσο για την πράξη του, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στάθηκε με το μέρος του, διατηρώντας ακόμα και σήμερα μία αίσθηση «λύτρωσης» για τον πατέρα Παπαδόσηφο που απέδωσε ο ίδιος δικαιοσύνη.
Παναγιώτης Τριτάρης