Τη Μεγάλη Τετάρτη του 1987, οι Έλληνες μένουν εμβρόντητοι από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που τους πληροφορούν για κάτι αδιανόητο. Την ύπαρξη μιας, όπως ονομάστηκε από την αρχή, «Εταιρείας Δολοφόνων», οι οποίοι σκότωναν ανθρώπους, κατά κύριο λόγο πλούσιους ηλικιωμένους, για να καταχραστούν στη συνέχεια την περιουσία τους.
Η σπείρα αυτή είχε μέλη πολλά ευυπόληπτα άτομα υπεράνω υποψίας με αρχηγό, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, τον Χρήστο Παπαδόπουλο. Έναν τυπικό Έλληνα οικογενειάρχη της διπλανής πόρτας, με 3 παιδιά, δικηγόρο και δήμαρχο Νέας Χαλκηδόνας. Η δράση της συμμορίας ξεκίνησε κάπου το 1981 και διήρκεσε μέχρι το 1987 όταν και βγήκαν στο φως όλες οι φρικαλεότητες που είχε διαπράξει αυτά τα χρόνια.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής.
Τα θύματα της συμμορίας ήταν συνολικά οκτώ. Η αρχή γίνεται με τον θείο της γυναίκας του Παπαδόπουλου, τον Βασίλη Ελευθεριάδη, ο οποίος πεθαίνει ξαφνικά και στη διαθήκη του φαίνεται να ορίζει κληρονόμο τον γιο του Παπαδόπουλου. Σειρά είχε η Λάουρα Πάντου που βρέθηκε νεκρή σε ένα αλσύλλιο στο Κολωνάκι και αμέσως μετά η θεία της και συγκάτοικός της Έλλη Βεριοπούλου, η διαθήκη της οποίας όριζε ως κληρονόμους 46 γυναίκες. Ανάμεσά τους ήταν και οι δύο κόρες του Παπαδόπουλου, οι οποίες με περίεργες διαδικασίες έγιναν τελικά οι μοναδικές κληρονόμοι. Το επόμενο θύμα ήταν η Ευφροσύνη Φραγκουλάκη, μία χήρα 70 ετών την οποία βρήκαν νεκρή με χτύπημα από πέτρα στο κεφάλι. Ακολούθησαν η 75χρονη Ευθυμία Πρωτονοταρίου, ο Άγγελος Καλαφάτος, ο Σταμάτης Μπρουζάκης και τελευταίος ο εφοπλιστής Χαράλαμπος Τυπάλδος.
Ο θάνατος του Τυπάλδου το 1986, ο οποίος βρέθηκε νεκρός στα γραφεία της εταιρείας του στον Πειραιά, αποτέλεσε την αρχή για το ξετύλιγμα του κουβαριού της «Εταιρείας Δολοφόνων». Η σύζυγος και η κόρη του ξαφνιάστηκαν από την ύπαρξη ενός αγνώστου σε αυτές προσώπου στη διαθήκη του άτυχου εφοπλιστή και προσέλαβαν έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, τον Κωνσταντίνο Σπύρου, για να ψάξει λίγο παραπάνω το θέμα. Οι έρευνες του Σπύρου οδήγησαν στο ξεσκέπασμα της δράσης της σπείρας και της σύλληψης των βασικών συντελεστών της.
Εκεί αποκαλύφθηκαν σε όλη τη φρικιαστική τους έκταση τόσο η μεθοδολογία όσο και ο τρόπος εκτέλεσης των θυμάτων. Αφού προσέγγιζαν ηλικιωμένους και μοναχικούς ανθρώπους, εξασφάλιζαν την εμπιστοσύνη τους, πλαστογραφούσαν τις διαθήκες τους και ακολουθούσε η θανάτωσή τους. Στη συνέχεια και με τη συνεργασία δικαστικών επιμελητών, συμβολαιογράφων και ψευδομαρτύρων οικειοποιούνταν τις περιουσίες. Μάλιστα, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, οι πλαστογραφίες τους ήταν τέτοιας ποιότητας που ακόμα και οι πιο έμπειροι γραφολόγοι της Αστυνομίας δεν μπορούσαν να διακρίνουν ότι ήταν πλαστές.
Τον κεντρικό πυρήνα της οργάνωσης αποτελούσαν, εκτός από τον Παπαδόπουλο που ήταν ο εγκέφαλος της «Εταιρείας», ο Βασίλης Πλατανιώτης (δικαστικός επιμελητής και «γαμπρός» στις ηλικιωμένες κυρίες), η Γεωργία Παπανικολάου (νοικοκυρά και ίσως η πιο εγκληματική φυσιογνωμία στη συμμορία), ο Ιωάννης Πάμπρος (εργολάβος και αυτός που αναλάμβανε να εξαφανίσει τα πτώματα), Νικόλαος Πέππας (ο υπαρχηγός) και ο Γεώργιος Ξανθόπουλος (ο τσιλιαδόρος). Στην πολυτάραχη δίκη που ακολούθησε, ο Παπαδόπουλος «οργίασε» με τις αδιανόητες επινοήσεις που επικαλέστηκε, λέγοντας ότι επιτελούσε κοινωνικό έργο και φθάνοντας στο σημείο να υποστηρίζει ότι λειτουργούσε με ιδεολογικό υπόβαθρο, κάτι ως Ρομπέν των Δασών που αναλάμβανε να μοιράζει τις μεγάλες περιουσίες σε διάφορους φτωχούς ανθρώπους. Το δικαστήριο τον καταδίκασε 8 φορές εις θάνατον και 25 χρόνια κάθειρξη, ενώ ελαφρύτερες ήταν οι ποινές για τους υπόλοιπους.
Το 2001 ο Παπαδόπουλος βγήκε με άδεια από τις Φυλακές Κερκύρας και δεν επέστρεψε, αλλά συνελήφθη μετά από πέντε μήνες, έχοντας στα χέρια του και πλαστή ταυτότητα. Αποφυλακίστηκε το 2008 και αρχικά φάνηκε να ξεκινά μία νέα σελίδα στη ζωή του. Όμως το 2011 βρέθηκε και πάλι στο εδώλιο κατηγορούμενος για την απαγωγή και τον εγκλεισμό στο Ξυλόκαστρο μιας 57χρονης γυναίκας της κοσμικής Αθήνας, από την οποία και πάλι είχε σκοπό να αποσπάσει την περιουσία της. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ιδιωτικό αστυνομικό Σπύρου, ο Παπαδόπουλος είχε ξαναστήσει την «Εταιρεία» μέσα από τη φυλακή στρατολογώντας νέα μέλη, ενώ ήταν υπεύθυνος για την εξαφάνιση άλλων δύο ατόμων μετά την αποφυλάκισή του.
Τον Νοέμβριο του 2020, σε ηλικία 82 ετών, ο Χρήστος Παπαδόπουλος πέθανε, αφήνοντας πίσω του μία υπόθεση που συντάραξε την ελληνική κοινωνία όχι μόνο για τη σκληρότητα των εγκλημάτων, αλλά και για το γεγονός ότι μία τόσο πλούσια εγκληματική δράση μπορούσε να γίνει από ανθρώπους υπεράνω υποψίας. Και με εκείνον τον κυνισμό του Παπαδόπουλου που γεμάτος αυταρέσκεια ξεστόμιζε φράσεις όπως «η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ταμπού» ή ότι «αν υπήρχαν εκατό εταιρείες δολοφόνων, η ζωή όλων μας θα ήταν καλύτερη».
Παναγιώτης Τρίταρης