Σε έξι χρόνια κάθειρξη καταδίκασε το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων τον Γεώργιο Σαρμαντζόπουλο, ο οποίος είχε ομολογήσει ότι το 2012 είχε κλέψει αμύθητης αξίας πίνακες του Πικάσο και του Μοντριάν από την Εθνική Πινακοθήκη.
Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και διέταξε η έφεση που θα ασκήσει να έχει αναστέλλουσα δύναμη, με τον όρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης σε απόσταση όμως τριών χιλιομέτρων από την κατοικία του και όχι πλέον σε κατ’ οίκον εγκλεισμό, ώστε να μπορέσει και να εργαστεί και να φροντίσει τους υπερήλικους και ασθενείς γονείς του.
Ο Γιώργος Σαμαρτζόπουλος στην απολογία του υποστήριξε πως η αγάπη του για την τέχνη τον ώθησε να διαπράξει την κλοπή τριών πολύτιμων εκθεμάτων, ενός πίνακα του Πικάσο, ενός πίνακα του Μοντριάν κι ενός σχεδίου του Μονκάλβο.
«Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για τα τρία έργα που αφαίρεσα. Η έμπρακτη μεταμέλειά μου αποδεικνύεται από την όλη διαδικασία της προσαγωγής μου. Ήθελα να εμπλουτίσω τη συλλογή μου. Είχα πάθος για την τέχνη. Η κλοπή ήταν τόσο απλή και χαζή που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό θα συνέβαινε από έναν απλό πολίτη. Είχε έναν φύλακα, ενώ έπρεπε να έχει πέντε» είπε στην απολογία του, και συνέχισε περιγράφοντας πώς κατάφερε να μπει στο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης.
Πώς «τρύπωσε» στην Εθνική Πινακοθήκη
«Ήθελα ένα οποιοδήποτε έργο να προσθέσω στη συλλογή μου. Από την ιδιότητά μου ως ελαιοχρωματιστής μπορούσα να καταλάβω δομικά πού έχει τοίχο, που mdf, που έχει καλωδιώσεις. Η σχεδίαση και η παρακολούθηση κράτησε γύρω στους έξι μήνες. Έβγαλα το συμπέρασμα ότι όλη η Πινακοθήκη φυλασσόταν από δυο άτομα και θα ήταν εύκολο. Είχα μάθει τις βάρδιες των φυλάκων. Ποτέ έρχεται ο καθένας. Εκείνη την ημέρα κάθισα στο πάρκο του ”Ευαγγελισμού” και χάζευα το κτίριο. Μπήκα στο προαύλιο. Είδα ότι είχε έναν φύλακα. Πηγαινοερχόμουν, το σκεφτόμουν, να το κάνω-να μην το κάνω. Η χαζομάρα είχε βαρέσει κόκκινο. Η κλοπή ήταν τόσο απλή και χαζή που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό θα συνέβαινε από έναν απλό πολίτη» είπε ο κατηγορούμενος, και περιέγραψε πως έκανε την κλοπή.
«Κάποια στιγμή πήγα στο βεραντάκι, χτύπησα την μπαλκονόπορτα και άκουσα ένα ηχητικό σήμα. Άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Ο φύλακας ήταν εντάξει στα καθήκοντά του. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Έσπασα ένα τζαμάκι κι έφτασα σε ένα σημείο. Μέσα σε 4 ώρες που χτυπούσε ο συναγερμός, ο φύλακας ανεβοκατέβαινε συνεχώς. Το έκανα μέχρι να κουραστεί και να κατέβει κάτω. Κάποια λεπτά αργότερα, πήγα με τα οικοδομικά εργαλεία να παραβιάσω την πόρτα. Ήταν ξεκλείδωτη! Γι’ αυτό δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης. Είχα πια μπει μέσα. Ανοιγόκλεινα την τζαμαρία χωρίς να με βλέπει, πίσω από τη γυψοσανίδα. Είχε αρχίσει να νευριάζει. Άρχισα να κόβω καλώδια, χωρίς να ξέρω τι κόβω. Κάποια στιγμή έκανα μια με το πόδι μου και ξεκολλάει όλη η γυψοσανίδα και πέφτουν γύρω στα 7-8 κάδρα από γκραβούρες. Ακούω που σπάνε. Εγώ δεν ήξερα τι έπεσε», είπε.
Οι διάλογοι με την πρόεδρο του δικαστηρίου
Πρόεδρος: Δεν ξέρατε, δηλαδή, πού είναι ο Πικάσο;
Κατηγορούμενος: Όχι, κυρία μου!
Πρόεδρος: Δεν είμαι κυρία σας. Είπατε ότι θέλατε απλώς 2-3 έργα. Γιατί δεν πήρατε αυτά που έπεσαν και είχατε την ψυχραιμία να πάτε στον Πικάσο;
Κατηγορούμενος: Δεν ήμουν επαγγελματίας κλέφτης. Όταν έπεσαν αυτά, ταράχτηκα. Ανέβηκα τις σκάλες, είδα έναν πίνακα, δεν ήταν δεμένος. Είδα ότι δεν είχε έρθει κανείς. Περιεργάστηκα το έργο και διαπίστωσα ότι ήταν Πικάσο. Ξεκρέμασα τον πίνακα. Τον έβαλα στο σάκο. Πήρα άλλο έναν πίνακα. Είδα ένα ωραίο δημιούργημα, το αφαίρεσα, το έβαλα στο σάκο. Δεν ήξερα τον Μοντριάν. Ξαφνικά ακούω να φωνάζει κάποιος «κλέφτης, κλέφτης». Ο φύλακας που είπε ότι με κυνήγησε δεν λέει αλήθεια, δεν χώραγε!
Φύλακας (ακροατήριο): Ψεύδεσαι ασύστολα!
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι επιχειρώντας να μαζέψει έναν ακόμη πίνακα κόπηκε και σκουπίστηκε με ένα χαρτί, το οποίο, τελικά, αποδείχθηκε ότι ήταν σχέδιο του Μονκάλβο.
Πρόεδρος: Δεν γίνεται εύκολα πιστευτό ότι το κάνατε μόνος σας.
Κατηγορούμενος: Το σύστημα ασφαλείας ήταν… δεν έπρεπε να είναι ένας φύλακας. Έπρεπε να είναι τουλάχιστον πέντε για τα τετραγωνικά αυτά. Ήμουν ολομόναχος! Ήταν τόσο χαζή κλοπή, γι’ αυτό δεν με ανακάλυψαν όλα αυτά τα χρόνια.
Πρόεδρος: Γιατί πήγατε τα έργα στη ρεματιά;
Κατηγορούμενος: Είχα προβλήματα με το γιο μου με χρήση ναρκωτικών. Μου είπε ένας φίλος να τον πάω στο σπίτι στον Περισσό, να τον απομονώσω. Είχα ενημερώσει την Ασφάλεια Μαρκοπούλου ότι θα είμαι με το παιδί στο σπίτι. Πήγα μαζί του 1,5 μήνα εκεί, για να το βοηθήσω. Κάποια στιγμή σε αυτά τα μοναχικά βράδια θυμήθηκα τους πίνακες! Λέω είναι ακόμα στο σπίτι! Λέω λες να έρθει η αστυνομία να δει τι κάνω με το παιδί και να τα βρει; Έτσι πήρα το αμάξι κι επειδή ξέρω την περιοχή πήγα να τα κρύψω.
Ο εισαγγελέας της έδρας, Κωνσταντίνος Σιμιτζόγλου, ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος με την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη.
Οι δικηγόροι του, Σάκης Κεχαγιόγλου και Γεώργιος Δρύλλης, εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την απόφαση, ενώ ο κ. Κεχαγιόγλου δήλωσε:
«Το δικαστήριο θεωρώ ότι αντιμετώπισε δίκαια τον εντολέα μου, αναγνωρίζοντάς του ελαφρυντική περίσταση και χορηγώντας ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση. Επιθυμώ να επισημάνω για μια ακόμη φορά ότι ο ιστορικής και ανεκτίμητης αξίας πίνακας του Πάμπλο Πικάσο βρίσκεται πάλι στην ιδιοκτησία του ελληνικού λαού, στον οποίον και ανήκε, χάρη στην αυθόρμητη και, πριν καν καταστεί κατηγορούμενος, ειλικρινή μεταμέλεια και συνεργασία του εντολέως μου».
Πηγή: iefimerida.gr