Όταν τη θέση του ζωγραφικού πίνακα καταλαμβάνει η εικόνα ενός πανέμορφου τοπίου όπως την κατέγραψε ο φωτογραφικός φακός και τη θέση της κορνίζας έχει πάρει το περίγραμμα των εξωτερικών τοιχωμάτων μιας σπηλιάς μέσα από την οποία έχει καταγραφεί η συγκεκριμένη εικόνα, τότε ασφαλώς πρόκειται για έναν ασυνήθιστο πίνακα.
Έναν πίνακα που τον επιμελήθηκε θεϊκό χέρι. Έναν πίνακα που αιχμαλωτίζει τα μάτια του σώματος με το φυσικό κάλλος που απεικονίζεται σ’ αυτόν και συγχρόνως οδηγεί τον νου και την καρδιά να οδηγηθούν με οδηγό τα μάτια της ψυχής στα μονοπάτια που βγάζουν στο χθες της εικονιζόμενης περιοχής, έτσι ώστε να αναλογιστεί κάποιος τον ρόλο που αυτή διαδραμάτισε στο ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά και να προκαλέσει προβληματισμό για το αύριο αυτού του τόπου.
Το εικονιζόμενο τοπίο, λοιπόν, αναφέρεται στη νότια Ευρυτανία και πιο συγκεκριμένα στο κάτω τμήμα της κοιλάδας του Τρικεριώτη (παραποτάμου του Αχελώου) και η σπηλιά, που από το εσωτερικό της έγινε η φωτογραφική αποτύπωση του τοπίου και η κατάληξη περιμετρικά των εξωτερικών τοιχωμάτων της παίζει τον ρόλο της κορνίζας στον εν λόγω πίνακα, είναι η Μεγάλη Σπηλιά του Κο[υ]κο[υ]ρεχιού στο ομώνυμο βουνό (κορυφή στη ραχοκοκαλιά του Παναιτωλικού, στο ανατολικό τμήμα αυτού), το Κο[υ]κο[υ]ρέχι ή Δίκορφο, το οποίο βρίσκεται στα όρια του Ορεινού Θέρμου και της Ευρυτανίας.
Πιο συγκεκριμένα, απεικονίζεται η περιοχή ανάμεσα στο βουνό Χελιδόνα (είναι η τελευταία κορυφή στα δεξιά της εικόνας, της οποίας διακρίνεται ένα τμήμα από τη νότια πλαγιά της) και στην κορυφογραμμή του Παναιτωλικού, της οποίας διακρίνονται σχεδόν όλες οι κορυφές της, από την Τριανταφυλλιά ανατολικά (διακρίνεται τμήμα της πλαγιάς της στα αριστερά της εικόνας) ως το δυτικότερο τμήμα της ευθεία μπροστά, παραταγμένες σε σχήμα τόξου και γυμνές από βλάστηση να λογχίζουν, λες, τον ουρανό, ενώ οι απολήξεις της κορυφογραμμής προς τη βόρεια πλευρά της, η μία πίσω από την άλλη με διάφορες παραλλαγές στη γεωλογική τους διάρθρωση, αλλού γυμνές και γκρεμώδεις και αλλού πιο ήμερες και δασωμένες, αυλακωμένες από πολυάριθμα ρέματα και απότομες χαράδρες, και με τους πρόποδές τους να καταλήγουν στον Τρικεριώτη και στα βοηθητικά ποτάμια που τον σχηματίζουν, τον Κρικελοπόταμο και τον Καρπενησιώτη, για να δροσιστούν, λες, στα κρυστάλλινα νερά τους.
Το πιο κοντινό εικονιζόμενο τοπίο, αυτό που προβάλλεται ακριβώς μπροστά στο κέντρο της εικόνας, αποτελεί τμήμα της περιοχής Ιτιά της Τοπικής Κοινότητας Κοκκινόβρυσης Θέρμου. Πρόκειται για μια εκτεταμένη ελατοσκεπή και χορτολιβαδική έκταση, δεμένη στενά με τις αναμνήσεις δεκάδων προβατοτρόφων της Κοκκινόβρυσης που ξεκαλοκαίριαζαν εδώ τα κοπάδια τους, από πάππου προς πάππον. Βοσκοτόπια, θερινές στάνες και καλύβια, βρύσες με παγωμένα νερά που ξεδιψούν κάθε επισκέπτη στα κάματα του καλοκαιριού, ποτίστρες για τα ζώα, ζωογόνος βουνίσιος αέρας, μονοπάτια, ευχάριστες και δυσάρεστες ιστορίες της καθημερινότητας, ταλαιπωρία και συνάμα χαρούμενες στιγμές, τόπος και άνθρωποι δεμένοι απόλυτα μεταξύ τους, έρχονται στο νου ανάκατα και μπερδεμένα και προκαλούν μελαγχολία, είναι αλήθεια, γιατί τα φυσικά στοιχεία της περιοχής αυτής έχουν μείνει μόνα τους, με απειροελάχιστη πλέον την ανθρώπινη παρουσία, να θυμίζουν αλλοτινές εποχές που αυτή έσφυζε από ζωή τέτοια εποχή, κατακαλόκαιρο.
Ακριβώς πίσω διακρίνεται η περιοχή Αποκλείστρα Καστανιάς. Είναι η δασωμένη περιοχή που οριοθετείται από τα εικονιζόμενα εκατέρωθεν φαράγγια. Μια περιοχή φορτισμένη με έντονες ιστορικές μνήμες από τον καιρό της εθνικοαπελευθρωτικής επανάστασης, καθώς χάρη στην οχυρή θέση της, αφού μόνο από ένα σημείο ήταν δυνατή η είσοδος σ’ αυτή, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως τόπος όπου κατέφευγε μεγάλο μέρος του άμαχου πληθυσμού, ώστε να προστατευθεί από τις επιδρομές τον στρατευμάτων του Σουλτάνου, ενώ και καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας χρησίμευε ως τόπος όπου κατέφευγαν για προστασία από τις εχθρικές επιδρομές τόσο οι κάτοικοι της Κουσίνας (που έχει μετονομαστεί σε Κοκκινόβρυση), τον καιρό που ήταν κεφαλοχώρι και αποτελούσε για ένα διάστημα σ’ αυτή την ιστορική περίοδο και έδρα του Απόκουρου (περιοχή που αναφέρεται σε αρχαία ονομασία της περιοχής που συμπίπτει σχεδόν γεωγραφικά με τα όρια του Δήμου Θέρμου), όπως και των άλλων γειτονικών χωριών.
Αριστερά της Αποκλείστρας φαίνεται καθαρά ο συνοικισμός Γούρνες Καστανιάς αναπαυμένος μακάρια στην αγκαλιά της Τριανταφυλλιάς, της βουνοκορφής που δεσπόζει από πάνω του, δεξιά κάτω τμήμα του οικισμού Πρόδρομος που δεσπόζει στο χείλος του γκρεμού πάνω από το περίφημο φαράγγι της Δεκατιάς, και ενδιάμεσα, πίσω από τον ελατοσκεπή λόφο, ξεπροβάλει το άνω μέρος από το κεφαλοχώρι Καστανιά. Χωριά, άλλοτε θαλερά αλλά σήμερα παραγκωνισμένα. Ταυτισμένα όμως με την ιστορική μνήμη αυτού του τόπου, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής της Ευρυτανίας και του Ορεινού Θέρμου, τα οποία κατά τη μακραίωνη περίοδο της ξενικής δουλείας αποτέλεσαν οάσεις ελευθερίας. Ελευθερίας ακριβοπληρωμένης σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη.
Στο βάθος διακρίνονται οι ελιγμοί του δρόμου στην πλαγιά βόρεια του Προυσού που οδηγεί στον Ασπρόπυργο και στα Εσωχώρια και παραπίσω το κατώτερο τμήμα της κοιλάδας του Ταυρωπού, αυτό που έχει μετασχηματιστεί σε τμήμα της τεχνητής λίμνης που προέκυψε λόγω της κατασκευής του φράγματος των Κρεμαστών. Στο βάθος δεξιά, τέλος, διακρίνεται πολύ αχνά η κορυφογραμμή των Αγράφων στη δυτική Ευρυτανία.
Ένα τοπίο τραχύ και δυσπρόσιτο αλλά συνάμα απόκοσμο, εκπληκτικά όμορφο και ελκτικό, όχι μόνο λόγω της ξεχωριστής ομορφιάς που αποπνέει σε όποιον το περιεργάζεται με τα μάτια του σώματος αλλά και λόγω των συνειρμών που φέρνει στον νου και στην καρδιά κάθε Έλληνα λόγω του ρόλου που διαδραμάτισε αυτή η περιοχή σε χρόνους δίσεκτους για τον ελληνισμό.
Κι αμέσως μετά έρχεται ασυναίσθητα ο προβληματισμός για το αύριο αυτού του τόπου. Αν θα υπάρξει συνέχεια στην κατοίκηση από τον άνθρωπο σ’ αυτήν την περιοχή, τη νότια και νοτιοανατολική Ευρυτανία και το Ορεινό Θέρμο, ή μήπως παραδοθεί αμαχητί αυτός ο τόπος στην αδηφάγα φύση που απειλεί να κυριαρχήσει με απόλυτο τρόπο και να εξαφανίσει τα ίχνη της ανθρώπινης δημιουργίας πάνω του λόγω της πληθυσμιακής απερήμωσης που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες! Τι δεν έγινε και τι μπορεί να γίνει έστω και τώρα, ώστε να αναδειχθούν τα χαρακτηριστικά της περιοχής αυτής που μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία νέων πηγών εισοδήματος, στοιχείου απαραίτητου για τη συνέχιση της ύπαρξης ανθρωποκοινωνιών σ’ αυτόν τον τόπο! Πώς δικαιολογείται οι όμορες περιοχές της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρυτανίας και του Ορεινού Θέρμου, που αποτελούν στην ουσία ενιαίο οικονομικό χώρο λόγω γειτνίασης και κοινών αναπτυξιακών χαρακτηριστικών που διαθέτουν να μην έχουν ουσιαστικά δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους, αφού συνδέονται μόνο με υποτυπώδεις χωματόδρομους!
Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια έρχονται στη σκέψη κάποιου που περιεργάζεται το εν λόγω τοπίο μέσα από τη σπηλιά. Και η μία σκέψη φέρνει την άλλη.
Μια εικόνα, …χίλιες σκέψεις!
Και για να επανέλθουμε, καταλήγοντας, στη Μεγάλη Σπηλιά του Κο[υ]κο[υ]ρεχιού, από την οποία έγινε η φωτογραφική λήψη του εικονιζόμενου τοπίου, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτή προσεγγίζεται με πεζοπορία μιάμισης ώρας σε μονοπάτι που ξεκινάει από τη θέση Διάσελο Κοσίνας επί του δρόμου Κοκκινόβρυση – Πρόδρομος Ευρυτανίας (πρόκειται για το σημείο που εν λόγω δρόμος διέρχεται από τον αυχένα της κορυφογραμμής του Παναιτωλικού στα 1.200 μέτρα υψόμετρο) και συνεχίζεται, μέσω ενός υπέροχου ελατοσκεπούς και στη συνέχεια υποαλπικού τοπίου ως την εν λόγω σπηλιά, η οποία βρίσκεται στα απότομα πρανή του Κο[υ]κο[υ]ρεχιού, αυτή από την πλευρά της Ευρυτανίας, σε υψόμετρο περί τα 1.550 μέτρα.
Διαδρομή, η οποία οδηγεί επιπλέον στις δύο κορυφές του Δικόρφου και αποζημιώνει πολλαπλά τους περιπατητές με το εντυπωσιακό τοπίο και την υπέροχη θέα προς το Ευρυτανικό τοπίο που αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις, ενώ η θέα από τις εν λόγω κορυφές είναι φανταστική τόσο προς την Ευρυτανία όσο και προς την Αιτωλία.
Διαδρομή, από την οποία μπορεί κάποιος να απολαύσει πολλούς ασυνήθιστους ζωγραφικούς πίνακες επιμελημένους από θεϊκό χέρι και όχι μόνο έναν!