Του Κώστα Ν. Δημόπουλου
Κουσουρής = Αυτός που ανακατεύεται με τα κουσούρια του καθενός. Και προφανώς και τα δικά του. Τι θα πει «κουσούρι»; Ελάττωμα, τουρκικό Kusur. Ίσως κάποιος από τους προγόνους του να φόρτωσε στο γενολόι του την ασυνήθιστη προσωνυμία.
Ο θρυλικός Παπακώστας κληρονόμησε την επωνυμία.
Γεννήθηκε στη Στράνωμα Ναυπακτίας. Απλοί οι γονείς του. Συνηθισμένοι άνθρωποι. Καθημερινοί!
Ό,τι πήρε από την οικογένειά του, ότι ο Δημιουργός τού χορήγησε τα πέρασε μέσα του, δημιούργησε έναν πρωτόφαντο δυναμισμό, που τον συνιστούσε στον περίγυρο, ως ένα έξυπνο άνθρωπο, δημιουργικό, ξεχωριστό.
Όπως όλοι οι σύγχρονοί του ζούσε την απλή ζωή του χωρικού. «Ποίμαινε τα πρόβατα του πατρός του» θα ’λεγε ο Προφητάναξ Δαυίδ. Για το μέλλον, για κάτι διαφορετικό δεν υπήρχε ανοιχτό παράθυρο. Ο τρόπος ζωής του προσφερόταν έτοιμος, όπως για όλους τους συγκαιρινούς του. Το χαρακτηριστικό ιδιότυπό του, δε φάνταζε ως μοναδικό. Τα έμφυτα χαρίσματά του ζυμώνονταν με τις επίκτητες εμπειρίες του και του πρόσδιναν μια φινέτσα πανέξυπνου ανθρώπου, ικανού αν όχι για όλα, όμως για πολλά.
Περνούσε ο καιρός όπως το νερό κάτω από τις γέφυρες του ποταμού. Έφτασε η μεγάλη στιγμή. Οι σειρήνες του πολέμου τράνταζαν το πανελλήνιο. Πόλεμος με τους Τούρκους. Εμπρός, παιδιά. Στα χέρια σας είναι η δόξα, της πατρίδας μας η τιμή, που λέει ένας πολεμικός θούριος. Ο Κώστας Κουσουρής βρέθηκε στο στρατόπεδο με όπλο στο χέρι. Ένα πρωί μαζί με τη διμοιρία του – ήταν διμοιρία ιππικού – στις χαμένε πατρίδες της Ανατολής. Πήρε μέρος σε πολλές και δύσκολες μάχες. Αμείφτηκε με το βαθμό του λοχία του ιππικού. Ξεχώρισε για την παληκαριά του για το λεβέντικο παράστημά του, τη λεβεντοσύνη του! στο Εσκί Σεχίρ, η διμοιρία του έπεσε αιχμάλωτη στα χέρια του εχθρού, όπου αφοπλισμένη, σιωπηλά τραβούσε για τα ερημοτόπια του θανάτου. Είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα. Το μυαλό του δούλευε ακατάπαυστα. Πρόσεχε ό,τι οι πολλοί χαρακτήριζαν ασήμαντο. Οι Τούρκοι επέβαλαν να δέσουν στο λαιμό του αλόγου μια τριχιά και ο αιχμάλωτος να σέρνει το άλογο περιπατώντας. Οι Τούρκοι πίστευαν στην αποτελεσματικότητα του μέτρου και σε κάποιο βαθμό παραμελούσαν την επιτήρηση των αιχμαλώτων.
Και τότε ήχησε ως το μεσούρανα η προστακτική φωνή του λοχία Κώστα Κουσουρή: «Επί τον ίππον»! Οι αιχμάλωτοι βρέθηκαν στη ράχη των αλόγων κρατώντας το σχοινί, χωρίς τα χαλινάρια που καθοδηγούν το άλογο στο τρέξιμό του. Γυμνασμένοι ιππείς οι αιχμάλωτοι έτρεξαν στη βάση τους. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν. Πίστευαν στην αναποτελεσματικότητα της απόδρασης.
Όμως το παράγγελμα «επί τον ίππον» έγινε θρύλος. Ο Κώστας Κουσουρής βραβεύτηκε για το κατόρθωμά του. Μόνο που απήτησε το βραβείο να διανεμηθεί ισοδύναμα σε όλη τη διμοιρία.
Όλοι παραδέχονται ότι αν η νίκη στεφάνωνε τον ελληνικό στρατό, ένας νέος αξιωματικός θα περνούσε μπροστά μας αστροβολώντας στους ώμους του τα χαρακτηριστικά του βαθμού του.
Όλα χάθηκαν και μαζί με όλα και ο θρύλος του Κώστα Κουσουρή!
Με Μικρασιατική Καταστροφή γύρισε στο χωριό του αναμηρυκάζοντας τα ένδοξα περασμένα με τη θλιβερή κατάληξή τους. Θυμάμαι όταν κάποτε ζήτησα κάποια ανάμνησή του από την Ανατολή με παρακάλεσε να μην επιμείνω στην ερώτηση. Η ανάμνηση τον κατέθλιβε!
Γυρίζοντας το χωριό, όλοι κατάλαβαν ότι ο χώρος ήταν πολύ στενός για το μέγεθός του. Έφυγε για την Κόρινθο με πρωτόγνωρες επιδόσεις στο επάγγελμα του εμπόρου.
Όταν άδειασε η εφημεριακή θέση του παππά στο χωριό με σύμφωνη γνώμη φίλων και συγγενών, αλλά και η πίστη στο Θεό, που τον φλόγιζε ήρθε στο χωριό και υπέβαλε το αίτημα να είναι αυτός ο επόμενος ιερέας του χωριού. Με τις απλές διαδικασίες εκείνου του καιρού, φόρεσε το ράσο. Όλοι έβλεπαν, όταν περνούσε μπροστά τους, ένα λεβεντόκορμο παππά και δόξασαν το Θεό, που τον απόχτησαν. Έμεινε για μεγάλο διάστημα στο χωριό. Λειτουργούσε στο Ναό του Αγίου Νικολάου και στα εξωκλήσια κατά περίσταση. Φιλόξενος σε περαστικούς. Σύμβουλος σε ενόχους. Είχε έναν εξαιρετικό τρόπο να υποχρεώνει τους άλλους να δέχονται την προσφορά του. Χρησιμοποιούσε εύθυμο λόγο που συνόδευε την προσφορά του. Πάρ’ το, γιατί τώρα με έπιασε το φιλότιμο. Αν μου περάσει θα φύγει παίρνοντας μαζί του το δώρο. Γελούσαν και οι δυο. Το δώρο στα χέρια του διπλανού, που έφευγε μετά από θερμό χειροφίλημα, χαρούμενος και γελαστός… Μπράβο παπά, λεβέντη παππά, παπά Σουλιώτη, θα ξεστόμιζε ο Γιάννης Βλαχογιάννης παρατηρώντας την ιδιότυπη ενέργειά του από κάποιο στενόδρομο της πόλης της Ναυπάκτου. Κάποτε έσφιγγε τη γροθιά του! Τέντωνε το σιδερένιο ραβδί του. Προχωρούσε σε υποβλητικές παρατηρήσεις που σε πάγωναν. Κάποτε στο πείσμα του μπορούσε να προσκαλέσει το χάρο για συντελεστή του. Όλα αυτά θα τα ιδούμε στη συνέχεια.
Μια νύχτα, λειψοφέγγαρη νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Η πόρτα του παπά δεν κλείνει ποτέ, όπως και του γιατρού είναι πάντα ανοιχτή, όπως θα ’λεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Συνήθιζε να είναι αυτός, που σε ώρες ακατάλληλες, ανοιγοκλείνει την πόρτα. Ζούσε, άραγε, μέσα του ένα υπόλοιπο ηρωικής ανεμελιάς από το Εσκί Σεχίρ; Ποιος ξέρει. Το σίγουρο είναι ότι δεν φοβόταν. Τρομοκρατούσε τον κίνδυνο. Παρουσιάστηκε μπροστά του ένας εικοσιπεντάχρονος, ως εκεί τον υπολόγισε. Δεν τον ρώτησε ποιος ήταν. Ήθελε μόνο ν’ ακούσει τι ήθελε. Όταν εκείνος του φανέρωσε ότι ήθελε να κοιμηθεί σε κάποια γωνιά του σπιτιού του απάντησε καλόκαρδα:
– Όλο το σπίτι είναι δικό σου. Όμως έχω να σου παρατηρήσω ότι διαπράττεις ένα μεγάλο σφάλμα. Γυρίζεις τη νύχτα. Δύσκολοι οι καιροί. Ανεπίτρεπτο φαίνεται ότι δεν έχεις πολύ μυαλό στο κεφάλι σου.
– Ίσως, παπούλη, του απάντησε χαμογελώντας.
Και ο παπάς πρόστεσε:
– Δύσκολοι καιροί!
Ήταν η καρδιά του εμφυλίου. Από τα βάθη του χρόνου μια φωνή προγονική θα στιγμάτιζε την κατάσταση, τον εμφύλιο!
«…Εδώ σαν δυο δεν περπατούν
σαν τρεις δεν κουβεντιάζουν
παρά πενήντα κι εκατό
και πάλε φόβον έχουν».
Επίφοβη κατάσταση!
Εδώ ο νυχτοβάτης επισκέπτης, μετά από ολιγόχρονη σιωπή προχώρησε λέγοντας:
– Παπούλη πρέπει να σου πω ότι θα φύγω νύχτα.
Τότε ο Παπακουσουρής του παρατήρησε:
– Νύχτα ήρθες, νύχτα θα φύγεις. Σίγουρα έχω δίκαιο, όταν σού λέγω ότι δεν έχεις σπυρί μυαλό.
Γέλασαν. Ο νεαρός πήρε ευχαρίστως από τα χέρια του παπά τρία φρεσκοψημένα πρόσφορα: «Πάρτα για το δρόμο σου, μυαλό σπυρί» του είπε ο παπάς! Έφυγε μετά τον ολυγόωρο ύπνο του στο σπίτι του παπά. Έφυγε αθόρυβα στα παράωρα της νύχτας.
– Έφυγε; ρώτησε η πρεσβύτερα.
– Πάει στο καλό του. Παράξενος άνθρωπος!
Στα μέσα του 1947 μετά τις σκληρές μάχες του Θέρμου, ένα τμήμα μάχιμων ανταρτών ήρθε στο χωριό του Παπακουσουρή, στη Στράνωμα. Ανάγκασαν ένα μαθητή, που διάβαζε κάτω από ένα δένδρο, να τους οδηγήσει στο κέντρο του χωριού. Ήταν ένα μαλαγχολικό απόγευμα. Τα απόσκια των βουνών άρχισαν ν’ απλώνονται στα γυροτόπια του χωριού. Ο κόσμος από φόβο, από περιέργεια βρέθηκε στο κέντρο του χωριού. Στη θρυλική πλατεία του, που την ίσκιωναν πυκνόφυλλα πλατάνια τα ολόθερμα μεσημέρια του καλοκαιριού. Ανάμεσά τους και ο λεβεντόπαπας του χωριού. Με την άφιξη των ανταρτών συνέβη κάτι απρόσμενο. Ένας αντάρτης ξέκοψε από την ομάδα του. Πλησίασε τον παπά τον σφιχταγκάλιασε και του έδωσε ένα ηχηρό ασπασμό. Αιφνιδιάστηκαν όλοι. Και ο παπάς αυτοκυρίαρχος όπως πάντα τον ρώτησε:
– Ποιος είσαι παιδί μου;
– Είμαι ο νέος, που μια νύχτα φιλοξενήθηκε στο σπίτι σου. Ο νέος που δεν είχε μυαλό.
– Εσύ είσαι; Είχα δίκιο;
– Είχες δίκιο παππούλη.
Όλοι γύρω ξέσπασαν στα γέλια και τα χάχανα.
– Ό,τι ζητήσεις παπούλη, θα το έχεις από μέρους μου.
Θρασομανούσε γύρω μας ο φόβος του παιδομαζώματος. Ήταν μαζεμένα εκεί περίπου δέκα παιδιά. Τα έσπρωξε εκεί η περιέργεια. Αυτή η αρχόντισσα, που διαγκωνίζει το φόβο κι όλα τα παρουσιάζει ευχάριστα.
– Θέλω ν’ αφήσεις τα παιδιά να φύγουν να πάνε στα σπίτια να μαζέψουν κάποια καρβέλια ψωμί για το δρόμο σας. Όσο για απόψε θα φάτε στο μαγαζί.
Εκεί η τετραπέρατη θεία Μάχη ήταν έτοιμη για όλα τα τερτίπια της φιλοξενίας. Τα έξοδα θα βαρύνουν τον παπά.
Το πρωί οι αντάρτες έφυγαν. Το χωριό έμεινε ανενόχλητο και απείραχτο. Μετά από λίγες ημέρες μια παρέα χωριανών κατέβαινε στο Θέρμο. Μαζί τους και ο λαόπαπας. Φτάνοντας στα ακρινά όρια της Χρυσοβίτσας, στην εμπασιά του Θέρμου, μια ομάδα Χιτών φύλαγε σκοπιά. Ένας από τους φρουρούς μουρμούρησε: «Αυτός ο παπάς θέλει κρέμασμα». Το άκουσε ο Παπακουσουρής. Πήδησε από το γάιδαρό του – καβαλίκευε πάντα στις μετακινήσεις του, το μεταφορικό μέσο των Αχαιών, το γάιδαρό του – τέντωσε το μεταλλικό ραβδί του και ξεφώνισε: «Έλα κρέμασε με παλιόπαιδο. Τόλμα».
Αυτό μαζώχτηκε στον εαυτό του. Ο παπάς προχώρησε λέγοντας: «Όταν εγώ πολεμούσα για την πατρίδα εσύ δεν ήσουνα ούτε απλή σκέψη στο μυαλό του πατέρα σου».
Αργότερα σε μία συζήτηση θυμηθήκαμε το συμβάν. Ο Παπακουσουρής μου είπε με σαφή λόγο και γνήσιο: «Ήμουν έτοιμος για όλα». Και τον πίστεψα. Ο λεβέντης του Εσκί Σεχίρ δεν πέθανε, αλλά μένει ολοζώντανος. Ορθόστητος σε κάθε στιγμή να δείξει την αγέραστη πυγμή του.
Διηγούνται στο χωριό ότι στην καρδιά της κατοχής, όταν ένα στρατιωτικό τμήμα των ναζί πέρασε από το χωριό με προορισμό το Καρπενήσι, το χωριό άδειασε. Έφυγαν πατείς με, πατώ σε. Στο χωριό έμεινε ο Παπακουσουρής, μόνος του κάτω από το πλατάνι της πλατείας του χωριού. Σιγά-σιγά ξεμύτιζαν κάποιοι χωριανοί που είχαν παραμερίσει για το φόβο της στιγμής. Αναθάρρησαν παίρνοντας θάρρος από την παρουσία του παπά. Όταν ρωτήθηκε:
– «Πού είναι οι χωριανοί παπά;
– Έφυγαν γιατί αν έμεναν θα τους έσφαζαν οι αντάρτες των βουνών.
Όλοι θαύμασαν την αυτοθέλητη πρόθεση θυσίας για τους άλλους!
Όμως ο Παπακουσουρής είχε και ησυχαστικές επιδόσεις. Ανακάλυψε μια σπηλιά ξεχασμένη για τους πολλούς και κατέφευγε ευκαιριακά για προσευχή και νήψη. Η σπηλιά έγινε γνωστή σήμερα από όλους. Ευρίσκεται λίγα μέτρα πάνω από τη θρυλική βρύση της Καραγκούνως στο κέντρο του χωριού, στο προσκέφαλο του κεντρικού ναού του χωριού, Αγίου Νικολάου. Πληροφοριακό σημείωμα για το θρύλο του Παπακουσουρή τοποθετημένο στην πλατεία με ανάρτηση σε περίοπτο μέρος από τον πολιτιστικό σύλλογο Στρανομιτών με έδρα τη Ναύπακτο. Μεγαλόπνοο κείμενο!
Το μεγάλο μέρος της ζωής του ο Παπακουσουρής το πέρασε στο χωριό. Λειτουργούσε τις Κυριακές στον κεντρικό ναό στα εξωκκλήσια. Κάποτε έβγαινε στα γηροχώρια, όταν δεν είχαν δικό τους παπά. Τότε άφηνε το χωριό χωρίς λειτουργία στο χρόνο της απουσίας του. Κακοφαινόταν στον κόσμο που ήθελε τον παπά δικό του, στην ενορία του. Ένα βράδυ, στο κεντρικό καφενείο του χωριού, μπροστά σε κόσμο, που ήταν συγκεντρωμένος και αποταυριζόταν στα σχόλια, το κοκορέτσι και τα αναψυκτικά, ένας θυμόσοφος του χωριού ρώτησε: «Αύριο θα έχουμε παπά;» και πήρε αρνητική απάντηση. Κι εκείνος διέχυσε την άφθονη θυμοσοφία του: «Αυτός δεν είναι μόνο παπάς. Είναι και πού πας». Έμεινε αυτό το φαιδρολόγημα στη σκέψη των χωριανών. Το πληροφορήθηκε και γέλασε θερμοκάρδια. Δε χωρούσε η εύφορη καρδιά του αντιπάθεια και αποστροφή.
Τα χρόνια περνούσαν, όπως το νερό κάτω από τις γέφυρες των ποταμών. Οι επιδόσεις του Παπακουσουρή εκδηλώνονταν ομοιόμορφα. Σπίτι, εκκλησία, το τριφύλλι στον Επάνω Κάμπο και στα καλαμπόκια του.
Ένα πρωινό μαθεύτηκε ότι ο Παπακουσουρής έφυγε για τα Μαύρα Λιθάρια Κορινθίας. Ήταν απαίτηση των παιδιών του που έμεναν μόνιμα στην περιοχή. Έμεινε εκεί ως την εκδημία του. Πολλοί σταματούσαν κατεβαίνοντας από την Αθήνα να τον ιδούν, να χαρούν την καρδιόθερμη υποδοχή του, το ιλαρό πρόσωπό του. Ν’ ακούσουν και τα αστεία του. Υπέροχες στιγμές. Σταμάτησα και τον επισκέφτηκα κατεβαίνοντας από την Αθήνα. Μόλις είχα τελειώσει το Πανεπιστήμιο και επεδίωκα την ευχή του. Ήταν μοναδικό το συναπάντημά μας. Η λέξη «μοναδικό» είναι βαθυσήμαντη. Λέει πιο πολλά από όσα κάνεις μπορεί να συντηρεί στη μνήμη του. Μου φαινόνταν σαν πέρδικα που λαχταρούσε ψηλό βουνό. Τη μακρινή πατρίδα.
Σε κάποια στιγμή μαθεύτηκε η εκδημία του. Τα λουλούδια στις γλάστρες μαράθηκαν. Τα δένδρα δεν θρόιζαν στο ανεμοφύσιμα. Ο Παπακουσουρής «επέταξε και στα άστρα πάει να ζήσει». Ο Παπακουσουρής έφυγε στα ουρανοτόπια της αιωνιότητας!
Μια πρόσθετη πληροφορία από αυτά αυτηκοΐα με μια συζήτηση μαζί του.
Απλότροπα μού εκμυστηρεύτηκε ότι υπάρχει ο σατανάς που παρακολουθεί την πορεία του ανθρώπου. Μου διηγήθηκε:
Στα χρόνια που δεν υπήρχε συγκοινωνία της Ναυπάκτου με τα χωριά όλα γίνονταν με ένα πηγαινέλα με τα πόδια. Εφτά ώρες το ταξίδι του ποδαριού με τη Ναύπακτο. Ο Παπακουσουρής πλαισιωνόταν από τέσσερα, ίσως και πιο πολλά άτομα. Μάρτυρες αυτήκοοι ενός ακατανόητου επεισοδίου. Στο δρόμο προχωρώντας και συζητώντας άκουγαν μια φωνή που συμμετείχε στη συζήτηση. Προσθαφαιρούσε από τα λεγόμενα. Όλοι έμειναν έκπληκτοι! Όλοι γύρισαν στον Παπακώστα για στήριξη. Τους άγγιξε το μυστήριο. Όλοι κατάλαβαν το έκτακτο της κατάστασης, τη συνοδοιπορία του πονηρού. Σταμάτησε την πορεία της συντροφιάς. Διάβασε μια ευχή. Όλα ησύχασαν. Και τότε ο λεβεντόπαπας αναφώνησε: «Μη φοβάστε. Τον απαίσιο συνοδοιπόρο τον στείλαμε πίσω. Προχωράμε μόνοι μας με τη βοήθεια του Θεού»!
Αν κάποιος άλλος το έλεγε δεν θα το πίστευα. Το άκουσα από το ίδιο του το στόμα. Μίλησε ένας ορθόγνωμος ορθόλογος και αυτοκυρίαρχος παπάς. Το πίστεψα! …Κανένας δεν διαφώνησε με την κατάθεσή του. Οι συνοδοιπόροι επιβεβαίωσαν την αλήθεια του ισχυρισμού του. Ήταν για όλα έτοιμος!
Θυμάμαι και κάτι άλλο ακόμα. Στο πανηγύρι του χωριού, 23η Αυγούστου έσερνε πρώτος το χορό. Χόρευε την Παπαλάμπραινα. Σε όλα ήταν παρών. Όλοι ήταν μαζί του. Δεν κατέβαζε τα μούτρα του όπως όλοι οι πιετατίστες ευσεβιοτές επιδείχνουν ανύπαρκτη ευσέβεια που προκαλεί εμετική αποστροφή. Ήταν σε όλα γνήσιος, λεβέντης παλικάρι…
«Στο κορμί μας έχουμε το κεφάλι μας. Στο κεφάλι μυαλό και όχι πουτίγκα» (Γερμανός φιλόσοφος).
Ήταν φοβερός κυνηγός και ψαράς στα ορμήματα του Ευήνου. Κάποιοι τον ανέφεραν στο Δεσπότη, τον αείμνηστο Χριστόφορο. Περιμένοντας να μπει στο Μητροπολιτικό γραφείο καθυστέρησε να πιεί έναν καφέ. Οι συνδαιτημόνες τα είχαν με το Δεσπότη. Το άκουσε ο Παπακουσουρής και τους έβαλε τις φωνές. Όλοι σώπασαν μπροστά στην ορμή του, την ιερατική. Πηγαίνοντας στο Γραφείο ο Δεσπότης του διάβασε το κατηγορητήριο. «Άγιε Δέσποτα», του λέει ο λεβεντόπαπας, «στο καφενείο έλεγαν το και το για λόγου σου». Ο δεσπότης τον ρώτησε:
‒ Τα πίστεψες;
‒ Όχι, απάντησε ο παπάς. Εσύ τα πίστεψες;
‒ Όχι, απάντησε ο Δεσπότης.
Έφυγαν σα φίλοι από τα παλιά.
Ένας αμετανόητος Στρανωμίτης που όμως τον διεκδικούσαν όλοι όσοι τον γνώρισαν.