Τη μαρτυρία της για όλα όσα συνέβησαν τον Νοέμβριο του 1973 στο Πολυτεχνείο και οδήγησαν τελικά στην πτώση της Χούντας κατέθεσε το πρωί της Παρασκευής η η υπεύθυνη του φαρμακείου του ΕΜΠ την περίοδο εκείνη, Μέλπω Λεκατσά.
«Μετά από το «αποτυχημένο» πείραμα της Νομικής, που αποτέλεσε προάγγελο, οι φοιτητές ήμασταν έτοιμοι. Βγαίνοντας από τη Νομική φάγαμε πάρα πολύ ξύλο, παρόλο ότι είχαμε συμφωνήσει ότι θα βγούμε ειρηνικά και συλλήψεις έγιναν και ξύλο φάγαμε» είπε αρχικά η κυρία Λεκατσά στην ΕΡΤ περιγράφοντας την αντίστροφη μέτρηση προς την Εξέγερση του Πολυτεχνείου
«Με πρόσχημα τη θέληση των φοιτητών για ελεύθερες εκλογές, στις 14 Νοεμβρίου, μας μπήκε και η ιδέα “δεν καθόμαστε να κάνουμε ελεύθερο κρατίδιο το Πολυτεχνείο, να πάρουμε κι εμείς λίγο το αίμα μας πίσω;”» συνέχισε η κυρία Λεκατσά προσθέτοντας πως συνεχώς τους παρακολουθούσαν ασφαλίτες, ακόμη και μέσα στα αμφιθέατρα, ενώ υπήρχε η ανάγκη να «απαντήσουν» στα απίστευτα βασανιστήρια που είχαν υποστεί οι συνάδελφοί τους που κρατήθηκαν.
«Ξεκινώντας η αντίστροφη μέτρηση, ξεκίνησε και να οργανώνεται η κινητοποίηση… φαγητά, εστιατόριο, φάρμακα, δωρεές χρημάτων ακπό κόσμο, χειροποίητες προκηρύξεις στα αυτοκίνητα» συνέχισε η ίδια κάνοντας λόγο για «μία οργανωμένη, ελεύθερη, φοιτητική κοινωνία, στην οποία πιστεύουμε ότι για πάντα θα ζήσουμε εκεί, ελεύθεροι».
Όπως είπε το μεσημέρι της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου υπήρχε η πληροφορία από κόμματα ότι θα χτυπήσουν και «μας είπαν να φύγετε όσοι είστε οργανωμένοι γιατί δεν θέλουμε άλλες συλλήψεις από δικά μας μέλη. Όμως κανείς δεν έφυγε. Αυτό είναι το μεγαλειώδες του Πολυτεχνείου. Όλοι μείναν στις θέσεις τους, Κανένας δεν αποχώρησε ποτέ».
«Από τις 18:00 έχουν έρθει για δακρυγόνα, με απλούς τραυματισμούς, και όσο περνάει η ώρα οι μαθητές έχουν κάνει μία μεγάλη αλυσίδα που ανάμεσά τους περνάμε τους τραυματισμένους, αλλά στις 20:00 βλέπουμε πλέον καθαρά από σφαίρες χτυπημένους πολύ άσχημα και τους φέρνουν στο ιατρείο για την πρώτη βοήθεια, σταματούσαμε τις πρώτες αιμορραγίες, διαπιστώναμε κάποιους νεκρούς. Αυτό είναι το θέμα. Να το καταλάβουν ότι υπήρχαν νεκροί. Προσπαθούν να μας πουν 50 χρόνια ότι δεν υπάρχουν νεκροί και ήταν έξω από το Πολυτεχνείο» είπε με έμφαση η Μυρτώ Λεκατσά.
«Η χούντα υποτίμησε τους φοιτητές. Πίστευε ότι θα είναι πάλι ένα πείραμα σαν τη Νομική. Αλλά εκεί γελάστηκε διότι δεν είχε καταλάβει ότι όλο αυτό το πράγμα που χτυπούσε, όλο αυτό το μένος προς τους φοιτητές, οι στρατεύσεις, οι φυλακίσεις, κάπου θα ξεσπάσει» εκτίμησε η Μυρτώ Λεκατσά.
Όσον αφορά, δε, την προσωπική της διαδρομή από τις 17 Νοεμβρίου του 1973 και μετά είπε ότι έφυγε από το Πολυτεχνείο μισή ώρα πριν ρίξει την πόρτα το τανκ και κρυβόταν μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου όπου και συνελλήφθει και να μείνει περίπου τρεισήμισι μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μιλώντας για τις συνθήκες κράτησής της ανέφερε «ήταν επτά κελιά και ένα άλλο που το λένε αναρρωτήριο, σε απόλυτη απομόνωση, με κάτι φεγγίτες να μπαίνει ελάχιστο φως, με μια μικρή λάμπα που δεν βλέπεις τίποτα, με απόλυτη απομόνωση, δεν βλέπεις ούτε τους γονείς σου, ούτε έχεις καμία επικοινωνία. Μόνο ανάκριση, βασανιστήρια, ανάκριση, βασανιστήρια. Μόνο από το φαγητό μπορείς να καταλάβεις την ώρα, διότι το πρωί δίνουν τσάϊ σκέτο».