Eπίτιμος Δημότης Αμφιλοχίας ανακηρύχθηκε σήμερα ο Αρχιεπισκόπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ Ιερώνυμος. Η ειδική τελετή Ανακήρυξης έλαβε χώρα στα πλαίσια του εορτασμού της επετείου των 150 χρόνων από τη θεμελίωση του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου, πολιούχου της πόλης.
Στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δημαρχείου έδωσαν το «παρών» οι Μητροπολίτες Αιτωλίας και Ακαρνανίας κκ. Κοσμάς και Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κκ.Ιερόθεος, σύσσωμη η δημοτική αρχή Αμφιλοχιας, οι βουλευτές Μ.Σαλμάς, Κ.Καραγκούνης, Δ.Κωνσταντόπουλος, ο περιφερειάρχης Απόστολος Κατσιφάρας, η αντιπεριφερειάρχης Χρ.Σταρακά, δήμαρχοι του Νομού , εκπρόσωποι Αρχών και Φορέων.
Κατά την έναρξη, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Βασίλειος Γάκης καλωσόρισε τους επισήμους και ανέγνωσε την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ενώ επισήμανε ιδιαιτέρως ότι από της ιδρύσεως του Δήμου, είναι η πρώτη φορά που απονέμεται ο τίτλος του επιτίμου δημότη και αποτελεί ιδιαίτερη χαρά το ότι απονέμεται στον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Κατόπιν ο Δήμαρχος Αμφιλοχίας κ. Απόστολος Κοιμήσης αναφέρθηκε στην προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου, τονίζοντας ιδιαίτερα την πραότητά του, τα χαρίσματα που τον κοσμούν και το ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο που επιτελεί όλα τα χρόνια της διακονίας του μέσα στην Εκκλησία και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία που βρίσκεται στο πηδάλιο της Ελλαδικής Εκκλησίας.Ο Δήμαρχος ανέφερε πως «ο Μακαριώτατος, με τον δημόσιο λόγο του και την εν γένει στάση του, λειτουργεί ενωτικά για τον λαό και την κοινωνία, παρακάμπτοντάς ακραίες και διαχαστικές φωνές», για να καταλήξει, ότι «το πρόσωπο του Μακαριωτάτου, συγκεντρώνει όλα εκείνα τα κριτήρια που πρέπει να έχει το σύνολο της ζωής μας στο σύγχρονο ελλαδικό χώρο».
Εις ανάμνηση της ημέρας αυτής, προσέφερε μια πλακέτα κι ένα γλυπτό δένδρου ελιάς, έργο του εξ Αμφιλοχίας γλύπτη Άγγελου Παναγιωτίδη.
Ο Αρχιεπίσκοπος, αντιφωνώντας, ευχαρίστησε τον Δήμαρχο Αμφιλοχίας για την τιμή και για την πρόσκληση και στη συνέχεια πραγματοποίησε μια βαρυσήμαντη ομιλία με πολλά μηνύματα και προς πολλούς αποδέκτες. Όπως ο ανέφερε χαρακτηριστικά, μίλησε «εκ βαθέων», χωρίς κείμενο και τυπικότητες, παρουσιάζοντας ένα τμήμα των σκέψεών του από τη πεντηκονταετή εμπειρία του μέσα στην εκκλησιαστική διακονία.
Ο Aρχιεπίσκοπος, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής:
«Η Εκκλησία δεν θέλει να κυβερνήσει, δεν θέλει να έχει εξουσία κοσμική. Αν μερικές φορές μέσα στην ιστορία έγινε αυτό, έγινε για λόγους ανάγκης. Τώρα δεν υπάρχουν τέτοιες ανάγκες» ανέφερε χαρακτηριστικά και συνέχισε: «Εισπράξαμε τον τελευταίο καιρό πολλές φορές επιθέσεις του τύπου “Δεν κυβερνάει η Εκκλησία σε αυτόν τον τόπο. Η Εκκλησία είναι να κοιτάξει τους παπάδες, το δικό της το έργο και να μας αφήσει ελευθέρους”. Και να θέλαμε να έχουμε κοσμική εξουσία δεν μπορούμε να το έχουμε διότι ο ιδρυτής και αρχηγός της Εκκλησίας μας, μας το ξεκαθάρισε και μας είπε “ουχ ούτως εν υμίν”. Δεν είναι δική σας η δουλειά αυτή. Εσείς ποια δουλειά έχετε; Να διακονείτε τον άνθρωπο.
» Η Εκκλησία ποιμαίνει, παιδαγωγεί. Θα πρέπει να ξέρετε ότι το οποιοδήποτε πρόβλημα της οικογένειας πρώτα θα το μάθει ο παπάς της Ενορίας. Ο ιερεύς, “ο καλός ποιμήν”, θα το μεταφέρει στον Επίσκοπο και ο Επίσκοπος με τη διάκριση που πρέπει έχει θα δώσει την λύση και, αν χρειαστεί, θα συνεργαστεί με τους φορείς της πολιτείας. Επομένως, εκ των πραγμάτων, είναι ανάγκη η συνεργασία. Δεν θέλουμε να έχουμε τον πρώτο λόγο. Θέλουμε όμως να είμαστε συνεργάτες.
» Η περιοδεία μου τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ελλάδα μου έδωσε ένα αισιόδοξο μήνυμα. Αυτό που ζούμε σήμερα. Ίσως η ανάγκη οδήγησε τα πράγματα στην αναζήτηση της συνεργασίας. Το να βλέπει κανείς συνεργασία Επισκόπου και Δημάρχου, Επισκοπείου και Δημαρχίας για την αντιμετώπιση προβλημάτων αυτό δεν σημαίνει ότι ο Επίσκοπος θέλει να επικυριαρχήσει του Δημάρχου, ή των άλλων φορέων, αλλά εναποθέτει το πρόβλημα. Και το ίδιο σημαίνει και για το Δήμαρχο. Εναποθέτει το πρόβλημα στον Μητροπολίτη όταν είναι δική του ευθύνη η αντιμετώπιση του προβλήματος και δεν θέλει να αναμειγνύεται στα εσώτερα της Εκκλησίας».
«Δεν έχω καμιά επιθυμία, ούτε θέλω να αναμιχθώ σε τέτοια θέματα. Έχω όμως έναν λαό που τον ποιμαίνω, που με επισκέπτεται, που μου μεταφέρει τα προβλήματά του, την αγωνία του και δεν μπορώ αυτή την αγωνία να την πετάξω. Είμαι παιδαγωγός και με έβαλε για αυτό το λόγο η Εκκλησία σ’ αυτή τη θέση. Κι επομένως είτε είναι οικογενειακό το πρόβλημα, είτε είναι νεανικό, είτε είναι πολιτικό, όταν έρχεται κάποιος και μου ανοίγει την καρδιά του με ποιο δικαίωμα εγώ θα τον διώξω;
»…. Δεν είναι ανάμειξη στα γεγονότα. Είναι απάντηση στο πρόβλημα της αγωνίας των ανθρώπων. Κι αυτή η αγωνία έχει φτάσει στο κατακόρυφο και δεν μπορεί να κλείνουμε όλοι μας τα αυτιά. Οι Έλληνες είναι κουρασμένοι».
Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος μίλησε για το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, ενώ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας και στην εκκλησιαστική περιουσία, πραγματοποιώντας μια ιστορική αναδρομή στις επεμβάσεις της πολιτείας στα της Εκκλησίας από την εποχή του Όθωνα μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες (απαγόρευση συγκλήσεως της Ιεραρχίας, θεσμός Βασιλικού και Κυβερνητικού Επιτρόπου, επεμβάσεις σε εκλογές Αρχιερέων, κ.α.). Επισημαίνοντας την κατά καιρούς αφαίμαξη της εκκλησιαστικής περιουσίας, τόνισε την ανάγκη για μελέτη της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας, ώστε να μπορέσουμε να λύσουμε τα προβλήματα που αναφύονται σήμερα και είπε:
«Θέλετε να ρυθμίσουμε τις σχέσεις μας; Θέλετε να κάνουμε αλλαγή; Δεν έχουμε καμία αντίρρηση. Να καθίσουμε σε ένα τραπέζι με σοβαρότητα και να δούμε γιατί οδηγηθήκαμε σ’ αυτή την κατάσταση σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας».
Για το επίκαιρο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, είπε πως «ναι, είναι ευθύνη της πολιτείας, κι αυτή θα το αντιμετωπίσει». Αναρωτήθηκε, όμως, γιατί να μην δικαιούται και η Εκκλησία να έχει ενημέρωση για την πορεία, την εξέλιξη του θέματος, τονίζοντας ότι «χρειάζεται επαγρύπνηση, σύνεση και συνεννόηση».
Για το μάθημα των Θρησκευτικών, ο Μακαριώτατος τόνισε ότι είναι δικαίωμα της Εκκλησίας να έχει άποψη ως προς την ορθότητα της δογματικής ακρίβειας:
«Τόσος θόρυβος γίνεται με το θέμα των Θρησκευτικών. Τα βιβλία που θα διδάσκονται τα παιδιά, ως προς τον δογματικό χαρακτήρα θα πρέπει να έχουν την άποψη της Εκκλησίας. Και δεν είναι παράλογο. Τον δογματικό χαρακτήρα ενός βιβλίου θρησκευτικών, ποιος θα τον κρίνει;
» Ένας οποιοσδήποτε Υπουργός, οποιασδήποτε Κυβερνήσεως, θα τολμούσε να απλώσει το χέρι στα Θρησκευτικά των Εβραίων Ελλήνων ή των Μουσουλμάνων Ελλήνων και να τους πει εσείς τα θρησκευτικά θα τα κάνετε έτσι, το κοράνι δεν θα το διδάσκεται έτσι, αλλά θα το διδάσκετε όπως θέλουμε να σας υποδείξουμε εμείς;» ρώτησε ο Αρχιεπίσκοπος, συνεχίζοντας την σκέψη του: «Γιατί, τέλος πάντων, η δική μας Εκκλησία να θεωρείται υποκατάστατο, να θεωρείται πιο χαμηλή; Γιατί να μην έχει την τόλμη να πει όχι. Το δογματικό περιεχόμενο, την ουσία των Θρησκευτικών μας, πρέπει να τα καθορίζει η Εκκλησία».
Τέλος αναφέρθηκε και σε μια σειρά κοινωνικών προβλημάτων όπως το δημογραφικό, την κρίση και την αλλοίωση του θεσμού της οικογένειας, την φυγή των παιδιών στο εξωτερικό, την υπογεννητικότητα και τόνισε πως «αυτού του είδους τα προβλήματα είναι τα πρώτα που θα πρέπει να μας απασχολούν σήμερα».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, προσέφερε στον Δήμαρχο κ. Απόστολο Κοιμήση, μια πλακέτα που απεικονίζει τον Απόστολο Παύλο κατά την ιστορική ομιλία του στην Πνύκα των Αθηναίων, ενώ για την βιβλιοθήκη του Δήμου τον τόμο «Χριστιανική Βοιωτία».
Δείτε εικόνες της Εθελοντικής Ομάδας Αμφιλοχίας