Λίγες ώρες προτού γραφτεί αυτό το άρθρο η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να μπλοκάρει ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κινεζικό καθεστώς. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν υπάρχει πιο επονείδιστη διεθνής παρέμβαση στην ιστορία της χώρας μας, αν εξαιρέσουμε τη στάση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το 1983, που είχε αρνηθεί να καταδικάσει μαζί με όλα τα άλλα κράτη-μέλη της τότε ΕΟΚ την κατάρριψη ενός κορεατικού επιβατικού αεροσκάφους από σοβιετικό μαχητικό, με 269 ανυποψίαστα θύματα. Αργότερα ο Θεόδωρος Πάγκαλος σε μια κρίση ειλικρίνειας και αυτοκριτικής σχολίασε για εκείνη την ντροπιαστική στάση: «Μπαίναμε στο Ευρωκοινοβούλιο οι ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ και γελούσαν όλοι τρανταχτά εις βάρος μας!»
Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να αρχίσει τα γνωστά κλισέ: «σιγά μην είναι άγιοι οι Δυτικοί» ή «τόσα εγκλήματα έχουν κάνει κι αυτοί» ή «έχουν βομβαρδίσει αμάχους» κ.τ.ό. Με μερικά από τα γνωστά αυτά κλισέ θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει, αν φυσικά αγνοούσε ότι είναι εξόχως υποκριτικά για έναν πολύ ξεκάθαρο λόγο: Η κριτική που γίνεται στη Δύση από τους εμπνευστές αυτών των κλισέ, κατά κανόνα, δεν έχει ως στόχο της συγκεκριμένες πράξεις, αλλά τα πολιτικά καθεστώτα των δυτικών χωρών, δηλαδή την κοινοβουλευτική δημοκρατία! Γι’ αυτό γινόμαστε μάρτυρες, συχνά – πυκνά, του αντιδυτικού μένους της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς στη χώρα μας. Ωστόσο τα κόμματα που εκφράζουν αυτούς τους χώρους –περισσότερο ή λιγότερο- δεν έχουν το θάρρος να ομολογήσουν δημοσίως ότι, υβρίζοντας συλλήβδην τη Δύση, στρέφονται στην πραγματικότητα κατά του κοινοβουλευτισμού.
Αυτά δυστυχώς είναι τα αληθινά κίνητρα και του σημερινού ελληνικού κυβερνητικού μορφώματος, το οποίο συνέθεσε η αφέλεια, η εμπάθεια και η έλλειψη ελευθεροφροσύνης και δημοκρατικής νοοτροπίας με αφορμή την οικονομική κρίση. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι ο κύριος κυβερνητικός εταίρος είναι μια ριζοσπαστική αριστερά τύπου Μαδούρο (ποτέ δεν το έκρυψαν ότι θαυμάζουν τη Βενεζουέλα), ενώ ο ελάσσων εταίρος είναι μια αντιδυτική δεξιά τύπου Λεπέν. Το απίθανο πολιτικό πάντρεμα, ανήκουστο στα παγκόσμια χρονικά, αυτών των ετερόκλητων εταίρων έγινε ακριβώς στη βάση αυτών των αντιδυτικών αισθημάτων τους. Το αποτέλεσμα είναι εν ολίγοις ότι η Ελλάδα φτωχαίνει (ήδη το ΑΕΠ είναι 4 δις ευρώ μικρότερο από αυτό που παρέλαβαν το 2014) αλλά και ευτελίζεται στα πέρατα της οικουμένης, καθώς διασύρεται το όνομά της και η τρισένδοξη ιστορία της με παρεμβάσεις, όπως η σημερινή υπέρ ενός ανελεύθερου καθεστώτος και κατά των εταίρων της στη δημοκρατική, παρά τα όποια προβλήματά της, ΕΕ. Και ο λόγος φυσικά δεν είναι οι κινεζικές επενδύσεις στον Πειραιά, όπως αφελώς θα υποστηρίξουν κάποιοι, αλλά το είδος του πολιτεύματος της Κίνας, το οποίο προφανώς συμπαθούν οι κυβερνώντες ή έστω προτιμούν από τον κοινοβουλευτισμό της ΕΕ, που όμως υποστηρίζεται και από το Σύνταγμά μας.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η Ελλάδα ποτέ στην ιστορία της δεν συντάχθηκε ούτε και πολέμησε μαζί με ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά πάντοτε συντασσόταν με τους δημοκρατικούς συνασπισμούς εναντίον αυτών των καθεστώτων. Τα παραδείγματα των δύο παγκοσμίων πολέμων προσφέρουν ήδη επαρκή παραδείγματα, αν μάλιστα συγκριθούν με το τι έκαναν σε αυτές τις περιπτώσεις οι γειτονικές μας, ας πούμε, χώρες. Φυσικά οι μηδενιστές θα πουν ότι η χώρα μας σύρθηκε αναγκαστικά σε αυτές τις συμμαχίες, υβρίζοντας έτσι και κατασυκοφαντώντας τον ελληνικό λαό, που όμως από την αρχή της απελευθέρωσής του αναζήτησε και πέτυχε να εγκαθιδρύσει τον κοινοβουλευτισμό (από το 1844 –φυσικά με αρκετά προβλήματα), για να μην αναφερθώ στον κλασικό ελληνικό πολιτισμό, που αποτελεί τον έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες της Δύσης. Επομένως η Ελλάδα συνδιαμόρφωσε τη Δύση και γι’ αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο να αναζητά τις συμμαχίες της σε αυτήν. Και οι συμμαχίες της Δύσης δεν είναι λυκοφιλίες, όπως ήταν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και γι’ αυτό δεν καταρρέουν με τις φαιδρότητες και τις ασχημίες κάποιων, που πια δεν εκπροσωπούν παρά μόνο τους εαυτούς τους κι όμως κρίνουν σκόπιμο από τη μια να τείνουν χείρα επαιτείας, για να διασωθούν προσωπικά από τις καταστροφικές συνέπειες της δημαγωγίας τους, και από την άλλη να υβρίζουν αυτούς προς τους οποίους επαιτούν. Όλο αυτό δεν αξίζει στην πλειοψηφία των ελευθεροφρόνων και αξιοπρεπών Ελλήνων.
*Μέλος ΕΕ Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κων/νος Καραμανλής»