Θέλεις ντε και σώνει να αποδείξεις ότι ο Σαββόπουλος ήταν ένας πάρα πολύ αριστερός άνθρωπος που έγινε ξαφνικά πάρα πολύ δεξιός και θέλεις να το αποδείξεις παρά το γεγονός ότι ο ίδιος, εν ζωή και έχων απολύτως σώας τας φρένας, σου λέει ευθέως τις απόψεις του και σου τις λέει ξεκάθαρα εδώ και χρόνια. Οχι, εσύ εκεί: Δεν είναι όπως τα λέει, ξέρεις καλύτερα από τον ίδιον τι πίστευε και τι πιστεύει…
Μαρία Δεδούση
Είναι ένα παιχνίδι που μας αρέσει να παίζουμε κάθε τόσο στην Ελλάδα: o Διονύσης Σαββόπουλος εκφράζει την άποψή του υπέρ της Νέας Δημοκρατίας ή τη στήριξή του στον Μητσοτάκη (και όχι μόνο τον Κυριάκο), οι αριστεροί τον κατηγορούν ότι πρόδωσε τα πιστεύω του και οι δεξιοί κατηγορούν τους αριστερούς ότι την πέφτουν αδίκως στον εθνικό μας «Νιόνιο». Περνάνε κάνα δυο χρόνια, το συμβάν ξεχνιέται και μετά πάλι από την αρχή.
Το έχουμε παίξει τόσο πολλές φορές, σε λούπα και πανομοιότυπα, αυτό το παιχνίδι, που το έχουμε μάθει απ’ έξω. Εγώ, ας πούμε –που δεν είναι μουσικά ο αγαπημένος μου ο Σαββόπουλος– έχω μάθει απ’ έξω όλους τους στίχους του, επί των οποίων γίνονται τρομακτικές και σε αδιανόητο βάθος αναλύσεις για να βρεθεί και να αποδειχθεί είτε η αριστερή ματιά του στα πράγματα είτε η μη αριστερή ματιά του στα πράγματα, προκειμένου να στηριχθούν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα. Οταν έγραφε το «Μητσοτάκ», ας πούμε, το τραγούδι ήταν υπέρ ή κατά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη;
Το οποίο είναι και λίγο αστείο: θέλεις ντε και σώνει να αποδείξεις ότι ο Σαββόπουλος ήταν ένας πάρα πολύ αριστερός άνθρωπος που έγινε ξαφνικά πάρα πολύ δεξιός και θέλεις να το αποδείξεις παρά το γεγονός ότι ο ίδιος, εν ζωή και έχων απολύτως σώας τας φρένας, σου λέει ευθέως τις απόψεις του και σου τις λέει ξεκάθαρα εδώ και χρόνια. Οχι, εσύ εκεί: Δεν είναι όπως τα λέει, ξέρεις καλύτερα από τον ίδιον τι πίστευε και τι πιστεύει…
Οταν πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης, σκεφτόμουν τη σχέση του με τον Χατζιδάκι και είχα καταλήξει –πικραμένη κι εγώ, δεν θα το κρύψω, πλην όμως ψύχραιμα πικραμένη για τα ύστερα του Μίκη– ότι ο Χατζιδάκις, αν μη τι άλλο, υπήρξε συνεπής στις πολιτικές απόψεις του και στην εν γένει στάση του απέναντι στα πράγματα. Πολλοί συγκρίνουν τον Θεοδωράκη με τον Σαββόπουλο, όχι μουσικά αλλά στην πολιτική «κωλοτούμπα» που τους χρεώνουν. Το οποίο στην πραγματικότητα είναι εντελώς άτοπο.
Ο Μίκης υπήρξε κάτι πολύ παραπάνω από ένας πάρα πολύ αριστερός άνθρωπος: υπήρξε αγωνιστής της Αριστεράς, υπήρξε σύμβολο, υπήρξε πυλώνας της ιδεολογίας της και του τρόπου με τον οποίο αυτή βρήκε τον δρόμο της προς τα σπίτια των Ελλήνων, ακόμη και στους πιο σκοτεινούς καιρούς. Οι στίχοι που μελοποίησε –και τραγούδησε και ο ίδιος με την αγριοφωνάρα του και το πάθος του– δεν χρειάζονταν ποτέ καμία ανάλυση και διερεύνηση για να βρει κανείς το αριστερό και επαναστατικό τους πρόσημο και νόημα· ήταν παραπάνω από ξεκάθαροι, ήταν εμβατήρια. Ο ίδιος, δε, ήταν στρατευμένος από έφηβος.
Λογική η πικρία, διότι τον Θεοδωράκη δεν χρειάστηκε να τον διεκδικήσει ποτέ η Αριστερά ως «δικό της», της χαρίστηκε ο ίδιος, ψυχή και σώμα. Και μετά, της γύρισε την πλάτη.
Ο Σαββόπουλος, πάλι, όχι. Ούτε σύμβολο της Αριστεράς υπήρξε ούτε στυλοβάτης της, ούτε και ξεκάθαρα αριστερός στις απόψεις, ποτέ. Και αν μπερδεύτηκαν κάποιοι, αρκεί να ακούσουν τον ίδιον να εξηγεί, για να ξεμπερδευτούν:
«Υπήρχε το κοινό αίσθημα το ’50 και το ’60. Ολοι θέλαμε να ξεπεράσουμε τον μίζερο και στείρο αντικομμουνισμό. Να γίνουμε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Να αφήσουμε πίσω μας το ρουσφετολογικό κράτος και την παλιά Ελλάδα, να γίνουμε προοδευτικοί. Εν τέλει, όμως, η παλιά Ελλάδα επικράτησε στον πολιτικό βίο μας, μεταμφιεσμένη σε “προοδευτική”. Η αυτιστική πολιτική βρήκε ανέλπιστους συμμάχους μέσα στην ευπώλητη πεζογραφία, στη νεφελώδη κινηματογραφία και στους τραγουδιστές μιας βαρύγδουπης, αντιστασιακής εντεχνίλας», έλεγε το 2016 σε συνέντευξή του στη LIFO. Στην ίδια συνέντευξη είχε πει ότι «ως καλλιτέχνης, θέλω να με αγαπάνε. Οταν δυσαρεστούνται ή όταν δυσαρεστείται σημαντικό μέρος του ακροατηρίου με τα λεγόμενά μου, λέω στον εαυτό μου: “Την άλλη φορά να μιλάς πιο προσεκτικά”».
Ο Σαββόπουλος, από τη Μεταπολίτευση και μετά, δεν έκρυψε ποτέ τις πολιτικές του συμπάθειες. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις κάτι κάθε μέρα για να το ακούσει ο κόσμος. Αρκεί να το πεις μια φορά, ο ίδιος δε το έχει πει παραπάνω από μία και με διάφορους τρόπους.
Ούτε διεκδίκησε ποτέ τον τίτλο του στρατευμένου καλλιτέχνη ή ανθρώπου.
Το θέμα είναι ότι ο κόσμος ακούει μεν τον Σαββόπουλο να μιλάει, αλλά σε μεγάλο μέρος του αρνείται να αποδεχτεί αυτό που λέει. Και είναι λίγο εντυπωσιακό αυτό εκ μέρους των αριστερών, καθώς δεν στερούνται σπουδαίων καλλιτεχνών που στήριξαν και στηρίζουν την Αριστερά με κάθε τρόπο, και αρκετοί από αυτούς με μεγάλη συνέπεια. Γιατί χρειάζεται, λοιπόν, τον Σαββόπουλο;
Επειδή έγραψε κάποιους «επαναστατικούς» στίχους στα νιάτα του; Επειδή δάκρυσαν πολλοί με τη «Συννεφούλα» ως παιδιά ή έφηβοι ή συνεχίζουν να δακρύζουν ακόμη; Ε, και;
Οι στίχοι του Σαββόπουλου ήταν «επαναστατικοί» στο πλαίσιο της εποχής που γράφτηκαν και ήταν «επαναστατικοί» επειδή η Ελλάδα ήταν μια οπισθοδρομική πολιτικά και κοινωνικά χώρα που ανακάλυπτε (κυριολεκτικά) την Αμερική, τον Ντίλαν και τους ποιητές που έγραφαν «αλλιώς». Μια χώρα στην οποία οτιδήποτε «διαφορετικό» ερμηνευόταν αυτομάτως ως αριστερά επαναστατικό και όχι άδικα.
Σε μια χώρα πνιγμένη επί δεκαετίες στον αντικομμουνισμό και τον ακραίο συντηρητισμό της Δεξιάς, με την Αριστερά εκτός νόμου, κυνηγημένη, δαρμένη και κρυμμένη στα υπόγεια, δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς: μόνη διέξοδος και ελπίδα στη μαυρίλα αυτήν ήταν η διανόηση.
Ο Σαββόπουλος εκείνη την εποχή υπηρέτησε, μάλλον συγκυριακά όπως αποδεικνύεται, αυτό το όραμα. Οταν το όραμα τελείωσε και τα πράγματα άλλαξαν, ο ίδιος συνέχισε σε άλλα μονοπάτια, όμως οι προηγούμενες προσδοκίες, που ακούμπησαν πολλοί επάνω του, παρέμειναν ζωντανές να τους στοιχειώνουν μέχρι σήμερα.
Δεν ξέρω αν Διονύσης Σαββόπουλος είναι σπουδαίος τραγουδοποιός. Αυτό που ισχύει είναι ότι όλοι τραγουδήσαμε τις μελωδίες του κατά καιρούς, κάποιοι τις τραγουδάνε ακόμη, άλλοι τις άφησαν πίσω και πήγαν παρακάτω, μαζί με τις εποχές.
Κι ο ίδιος πήγε παρακάτω και η Αριστερά πήγε παρακάτω, ο κόσμος πάει παρακάτω, τα σύμβολα είναι ωραίο πράγμα και χρήσιμο, αρκεί, πρώτον, να είναι αυθεντικά σύμβολα και, δεύτερον, να μη μας γίνονται εμμονές.
Οι αριστεροί τού σήμερα και κυρίως εκείνοι τού αύριο θα μαθαίνουν πάντα για τον Μίκη –κι ας έκανε και 40 κωλοτούμπες. Ισως δεν θα ακούνε τα τραγούδια του, αλλά θα ξέρουν ότι υπήρξε και τι συμβόλισε.
Τον Σαββόπουλο όχι. Και δεν χρειάζεται κιόλας.