Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Πολλοί πιστεύουνε πως το να ζεις στο Αγρίνιο είναι μια δυστυχία, μια καταστροφή, είναι σχεδόν κατάντια.
Πως το να ζεις σε μια επαρχιακή πόλη σου αφαιρεί, ποιότητα, πράγματα κι εμπειρίες.
Και πως οι άνθρωποι που ζούνε έξω από τις μεγαλουπόλεις, είναι αλλιώτικοι, πιο ανολοκλήρωτοι, ανικανοποίητοι και στερημένοι.
Σε ένα πράγμα μόνο θα συμφωνήσω μαζί τους, στο ότι αυτοί οι άνθρωποι, είναι όντως αλλιώτικοι!
Οι άνθρωποι που ζούνε στο Αγρίνιο, και σε όλες τις επαρχιακές πόλεις, ναι μεν κουβαλάνε στερεότυπα, δοξασίες και κουτάκια, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.
Γιατί μαζί με τα στερεότυπα, κουβαλάνε και τις ηθικές τους, τις αρχές και τις αξίες τους που τους έχει διδάξει ο τόπος κι οι πρόγονοι τους. Έχουνε λίγο παραπάνω ανθρωπιά, λίγο περισσότερη μπέσα, λίγη παραπάνω αλληλεγγύη, λίγο περισσότερο σεβασμό και λίγο πιο πολύ φιλότιμο, στην πλειοψηφία τους.
Το Αγρίνιο που λέτε, αποτελείται από γειτονιές, κι οι άνθρωποι στις γειτονιές δεν είναι απλά συμπολίτες, είναι γείτονες! Έχουνε όνομα κι επίθετο, λένε καλημέρα όταν πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον το πρωί, και καληνύχτα όταν συναντιούνται τυχαία το βράδυ.
Κάποιες φορές ο γείτονας είναι οικογένεια. Κάποιες φορές, ο ένας ακουμπάει κι εμπιστεύεται το πρόβλημα και τα μυστικά του στον άλλον, βγάζει από την ψυχή του ό,τι τον βασανίζει ή τον κάνει χαρούμενο. Κάποιες φορές στέκονται για λίγο στο πεζοδρόμιο και επικοινωνούν ουσιαστικά. Δεν είναι δυο άγνωστοι μεταξύ τους, μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες, το κρασί και το ψωμί τους, δεν τους παρασέρνει ο συμφερτός της μέρας κι οι τρελοί ρυθμοί που υπάρχουν στις μεγάλες πόλεις.
Οι άνθρωποι στο Αγρίνιο, κατά κανόνα, είναι πιο ανθρώπινοι, πιο χαρούμενοι και πιο ήρεμοι!
Κι αν δεν με πιστεύεις, έλα μια Κυριακή πρωί να σε κεράσω έναν καφέ κι ένα γλυκό από τον Βρέκο στην πλατεία Δημοκρατίας, ανάμεσα σε εκατοντάδες παιδικές φωνές, σε νεαρούς και σε ηλικιωμένους, σε ένα πολύχρωμο ανθρώπινο ψηφιδωτό, κάθε ηλικίας.
Έλα να περπατήσουμε ανέμελα και χαλαρά ένα απόγευμα στην Παπαστράτου, στους κεντρικούς πεζόδρομους στην Ηλία Ηλιού, στο γήπεδο του Παναιτωλικού, στο πάρκο, στην βιβλιοθήκη και στο μουσείο. Στην Χαντζοπούλου, στο σιντριβάνι, και στα Καραπανέικα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, στον Άι Δημήτρη και στην Αγιά Τριάδα.
Έλα ένα δειλινό να ανέβουμε μια βόλτα στο άλσος τους παλιού Αγίου Χριστοφόρου, να δεις ερωτευμένα ζευγαράκια να κάθονται κατάχαμα στις ρίζες των πεύκων αγκαλιασμένα, και από κάτω ακριβώς, όλη η πόλη, ο κάμπος της κι οι λίμνες της, να απλώνονται σαν δώρο για τα μάτια μας, εκεί μπροστά μας.
Έλα να καθίσουμε ένα βράδυ σε φιλόξενα μεζεδοπωλεία, σαν το Κελάρι, να πιούμε τσίπουρα, να γουστάρουμε, να μεθύσουμε, να δεις ξένοιαστους ανθρώπους κι αληθινές παρέες.
Να αράξουμε στα μπαράκια, ας πούμε στο E Latte, παρέα με όμορφη μουσική, ευγενικούς σερβιτόρους και ποτάρες, κι εμείς να μιλάμε στον μπάρμαν με το μικρό του όνομα κι αυτός να μας αποκαλεί με το δικό μας.
Έλα σου λέω να σε φιλέψουμε τοπικούς μεζέδες, τα κοκορέτσια, τους σουβλιμάδες, το κοντοσούβλια μας, τα τυριά και τα γαλακτοκομικά μας που ακόμη φτιάχνονται παραδοσιακά και με σεβασμό σε βιοτεχνίες κι όχι σε βιομηχανίες άψυχες. Το γνήσιο μέλι, τις ελιές μας, το λάδι μας, κι όλα μας τα καλούδια.
Έλα να βγούμε με το αυτοκίνητο στις πιο έξω συνοικίες ή στα γύρω χωριά, να δεις αυλές, μποστάνια, κοτέτσια, κήπους και νοικοκύρηδες.
Έλα να πεταχτούμε, μπαμ μπαμ, στο Πιθάρι ή στο Αλθαία στην Τριχωνίδα, που παραμένει πάντα ανέγγιχτη και πεντακάθαρη, να σου κοπεί η ανάσα. Κι αν δεν σου το πω εγώ, μόνος σου δεν θα το καταλάβεις αν αυτό που αντικρίζουνε τα μάτια σου, είναι λίμνη ή αν είναι θάλασσα.
Έλα να πάμε δίπλα στον Αχελώο, να δεις τον πλούτο του και την άγρια ομορφιά του.
Να ξαποστάσουμε σε κάποιο παραδοσιακό κι ήσυχο πανηγύρι, σε καφενεδάκια βγαλμένα από μια άλλη εποχή, πάνω σε ψάθινες καρέκλες, κάτω από πλατάνια και δίπλα σε πηγές, απολαμβάνοντας κρυσταλλωμένη μπύρα και τεράστια λουκούμια με γεύση τριαντάφυλλο.
Να ανηφορίσουμε ανάμεσα σε πανύψηλα έλατα προς τον Προυσό και την Ευρυτανία.
Να σκαρφαλώσουμε στα βουνά του Βάλτου ή του Θέρμου, να δεις τι όργια κάνει η φύση φίλε μου, όταν έχει στα αλήθεια κέφια.
Δεν είναι κατάντια να ζεις στο Αγρίνιο λέω εγώ, κατάντια είναι το να μην αγαπάς αυτόν τον τόπο, αυτή την πόλη κι αυτούς τους ανθρώπους.
Γιατί ο κάθε τόπος έχει τα χρώματα του, τα αρώματα του, τις ομορφιές του, τις γωνιές του και τα θαύματα του, ακριβώς όπως κι οι άνθρωποι δηλαδή…
Κοπιάστε λοιπόν, κι αν δεν περάσετε όμορφα και νιώσετε πως καταντήσατε, καλή καρδιά και μην μας ξανά – έρθετε, αφήστε μας να το αγαπάμε μόνοι μας το Αγρίνιο!
4 Σχόλια
ΝΑΙ! Έτσι είναι!!! Ή, αν θέλουν κάποιοι, Είναι κι έτσι!!!!!!!
Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που γράφτηκε αυτό το κακογραμμένο (συντακτικά και γραμματικά) κείμενο και την ευρεία αναδημοσίευσή του. Σε ποιους απευθύνεται και για ποιον λόγο;
Θυμίζει μικρό παιδί που το κοροϊδεύουν οι φίλοι του κι αυτό απαριθμεί τις χάρες που τους έχει κάνει.
Αναδύει κόμπλεξ επαρχιωτισμού δεκαετίας 60 και 70.
Ποιος άραγε ασχολείται σήμερα με στείρους τοπικισμούς, όταν η φτώχεια και η ακρίβεια σαρώνουν τις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας απ’ άκρη σ’ άκρη καθιστώντας την καθημερινή μας επιβίωση πραγματικό Γολγοθά;
Μπράβο ,μπορούμε να συμπληρώσουμε αρκετά ακόμη αλλά δεν είναι εφικτό σε ένα σχόλιο.
Είμαστε ένας ευλογημένος τόπος αλλά εντελώς παραμελημενος.
Χρειάζεται αλλαγή περιφέρειας καταρχήν και πολιτικούς με γνώσεις πυγμή και τσαγανό!!!
Δεν κατανοώ τον λόγο που γράφτηκε και τυγχάνει ευρείας αναδημοσίευσης αυτό το κακογραμμένο ( συντακτικά και γραμματικά) κείμενο. Αφού κατορθώσεις να ολοκληρώσεις το βασανιστήριο της ανάγνωσής του, καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα “κείμενο” ξεπερασμένου τοπικισμού δεκαετιών 60 και 70 με νοοτροπία φαντάρων που δεν έχουν τελειώσει δημοτικό και προσπαθούν να υπερασπιστούν τον τόπο καταγωγής τους έναντι άλλων. Τα επιχειρήματα είναι αστεία και η έκφραση του τίτλου “άνθρωπος, ανθρώπινος” εκτελεί στα 3 μέτρα τόσο την ελληνική γλώσσα, όσο και την όποια καλή διάθεση θα μπορούσαμε να δείξουμε για την προσπάθεια.
Τη στιγμή που η ακρίβεια και η φτώχεια μαστίζουν την ελληνική κοινωνία συμπεριλαμβανομένων των κατοίκων της πόλης και του νομού, ο ξεπερασμένος τοπικισμός ήταν ο μόνος που μας έλειπε.