Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, ειδικά σε όσους δεν φεύγουν από την πόλη ή είχαν την ατυχή έμπνευση να πάρουν την άδειά τους άλλη εποχή- και να ξεμείνουν Δεκαπενταύγουστο με δέκα μέρες πάνω από 38 βαθμούς-, βγαίνουν στην επιφάνεια διάφορα συσσωρευμένα προβλήματα, τα οποία δείχνουν πιο αβάσταχτα λόγω ειδικών συνθηκών.
Αν μιλήσεις με έναν αστυνομικό θα σου πει ότι τέτοια εποχή δύο πράγματα είναι σε έξαρση. Τα ενδοοικογενειακά περιστατικά βίας(συνήθως μικρής κλίμακας, που δεν έχουν συνέχεια στα δικαστήρια)και τα περιστατικά ψυχολογικής αστάθειας, τα οποία έτσι κι αλλιώς είναι αυξημένα εκεί που ο κόσμος δεν είναι και πολύ ευτυχής.
Είναι προφανές ότι κάτι βγάζει στον πολίτη τον χειρότερο εαυτό του και δεν είναι μόνο η ζέστη. Μετά από ενδελεχή έρευνα και υπηρεσία πίσω από τούτα τα πλήκτρα κάμποσων χρόνων κατέληξα ότι αυτό που κάνει τον κόσμο να τρελαίνεται τέτοια εποχή είναι οι κακές κοινωνικές σχέσεις. Για την ακρίβεια ο τρόπος που κάποιοι σου δυσκολεύουν την ζωή κυρίως εκμεταλλευόμενοι τον δημόσιο χώρο, τους δρόμους, την οικογενειακή σου ειρήνη κλπ.
Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόση μεγάλη απήχηση είχε το θέμα που φιλοξενήθηκε εδώ παραδίπλα το θέμα με τους νεαρούς σε χωριά της Μακρυνείας που κάνουν περιοδείες χωρίς εξατμίσεις, κράνη, παπούτσια, πινακίδες κλπ, κλπ. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσοι μας πήραν τηλέφωνο και μας είπαν: Γράψτε ότι και η Παπαστράτου κάθε βράδυ έτσι είναι, πεδίο για κόντρες και σούζες, με την Αστυνομία απούσα. Γράψτε ότι και στις Παπαδάτες κάθε βράδυ έτσι γίνεται, κάνουν κόντρες δεκάδες μηχανάκια στην περιοχή της ΔΕΗ. Γράψτε ότι και στο παλιό ΚΤΕΛ στο Αγρίνιο έτσι γίνεται, κάποιος θα σκοτωθεί κλπ, κλπ.
Το ερώτημα όμως είναι γιατί μόνο να γράψουμε εμείς; Γιατί δεν κάνουν κάτι και οι κάτοικοι, οι πολίτες; Γιατί δεν διεκδικούν την ποιότητα ζωής τους, την ησυχία τους; Δεν είναι μόνο οι κόντρες, τα μηχανάκια και η… καγκουριά. Εδώ φτάνουν κάποιοι να αποκαλούν «επένδυση» μια επιχείρηση που ρίχνει τις τιμές των γύρω σπιτιών, δηλαδή τις επενδύσεις σε γη όλων των υπολοίπων!
Όλα αυτά τα υπομένει ο λαός καρτερικά. Τι θα μπορούσε να κάνει ο λαός; Να βγει έξω, να διαμαρτυρηθεί. Να κάνει μια πορεία. Να βγει να σταματήσει τους νεαρούς που φέρονται αντικοινωνικά, όχι με συγκρούσεις αλλά με διάλογο. Κι αν δεν έπιανε ο διάλογος να καλέσουν την Αστυνομία και να μείνουν επί τόπου να δουν τι θα κάνει, έτσι για αλλαγή. Τόσες «επιτροπές πολιτών» φτιάχνονται στην πόλη, μια ανάλογη για την ποιότητα του ύπνου ή την ψυχική ηρεμία δεν «παίζει»; Να κάνουν ένα έγγραφο, μια παράσταση διαμαρτυρίας στον εισαγγελέα ή/και στον δήμαρχο. Να πάνε και πιο ψηλά, στο υπουργείο. Να κάνουν κάτι, αντί να ζητούν μόνο «να τα γράψουμε».
Γιατί όμως δεν κάνει κάτι ο λαός; Μα γιατί έχει μάθει ότι αυτό είναι ρουφιανιά. Ότι δεν πρέπει να πειράζεις τα… παιδιά. Ότι δεν πρέπει να είναι σπαστικός, «σε πόλη ζούμε»(όχι όλοι, πολλοί ζουν στην ησυχία και τα κάνουν μαντάρα στο κέντρο). Ότι, εντάξει, μωρέ, παιδιά είναι, μουσικούλα είναι, τι θέλουμε τώρα; Αστυνομοκρατία;
Και υπομένει ο λαός. Υπομένει τον πιο μάγκα, εκείνον με το μέσον, εκείνον που δεν τον νοιάζει αν θα τον πιάσουν, αφού κάποιος θα τον αφήσει. Και μετά παίρνει τηλέφωνο ο λαός και μας ζητά «να γράψουμε κάτι και για εδώ. Τα ίδια γίνονται»…
Γ.Σ.
1 Σχόλιο
Στου κουφου την πορτα οσο θελεις βρόντα!!! Ακούει κανειιιιιιις.?