Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Ρηγάτος
Ο νεοδιορισθείς πρωθυπουργός του Καναδά, Μαρκ Κάρνεϊ, με την ανακοίνωση πρόωρων βουλευτικών εκλογών για τις 28 Απριλίου 2025, υποδηλώνει μια νέα στροφή στην καναδική πολιτική, που αντικατοπτρίζει τη συνεχή ανάγκη προσαρμογής σε ένα όλο και πιο ασταθές διεθνές περιβάλλον. Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, οι στρατηγικές που προβάλλει το καναδικό μοντέλο «Αόρατης Υπερδύναμης» αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς η χώρα πρέπει να διαχειριστεί σοβαρές εμπορικές εντάσεις και πολιτικές απειλές.
Ο Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε δασμούς 25% στον καναδικό χάλυβα και αλουμίνιο από τις αρχές Μαρτίου 2025, ενώ από τις 2 Απριλίου απειλεί να επεκτείνει τα μέτρα σε όλα τα καναδικά προϊόντα. Επιπλέον, εξέφρασε ρητορική περί προσάρτησης του Καναδά ως «51ης πολιτείας», γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και αναταραχή στη χώρα. Ο πρωθυπουργός Κάρνεϊ χαρακτηρίζει αυτές τις ενέργειες ως «σημαντικότερη κρίση της εποχής μας», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενότητα και ισχυρή πολιτική ηγεσία.
Η αντίδραση της κυβέρνησης περιλαμβάνει την επιβολή αντίμετρων, όπως δασμοί σε αμερικανικά προϊόντα, και μια διπλωματική προσέγγιση που στοχεύει στην προστασία της καναδικής κυριαρχίας. Παράλληλα, το πολιτικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από μια δύσκολη ισορροπία, δεδομένου ότι ο Κάρνεϊ ανέλαβε την πρωθυπουργία μόλις 10 ημέρες πριν την ανακοίνωση των εκλογών και δεν έχει προηγούμενη πολιτική εμπειρία. Οι επερχόμενες εκλογές στοχεύουν στη νομιμοποίηση της θέσης του και στην απόκτηση ενός ισχυρού εκλογικού αποτελέσματος, σε ένα στενό εκλογικό πεδίο όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μικρή διαφορά μεταξύ των Φιλελευθέρων και των Συντηρητικών του Πιερ Πουαλιέβρ. Η πολιτική ατζέντα έχει ως επίκεντρο την βαλλόμενη εθνική κυριαρχία η οποία έχει πυροδοτήσει το εθνικό συναίσθημα των Καναδών. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα το κόμμα των Φιλελευθέρων να έχει καλύψει μια διψήφια διαφορά και μάλιστα να προηγείται σταθερά στην πρόθεση ψήφου. Οι Καναδοί βλέπουν στο πρόσωπο του Κάρνεϊ την ηγετική μορφή εκείνη που θα τους βγάλει από την κρίση.
Σε μια εποχή που οι γεωπολιτικές συγκρούσεις οριοθετούνται από την αντιπαράθεση Δύσης και Ανατολής, ο Καναδάς αναδεικνύεται ως ένα μοντέλο «ήπιας υπερδύναμης». Χωρίς στρατιωτικές απειλές ή ιμπεριαλιστικές βλέψεις, έχει κατασκευάσει μια πολυδιάστατη στρατηγική ανεξαρτησίας, βασισμένη σε ευελιξία, τεχνολογική πρωτοπορία και πολιτισμική ευφυΐα. Η προσέγγισή του δεν αφορά την κυριαρχία, αλλά την ικανότητα να διαμορφώνει κανόνες χωρίς να επιβάλλεται.
Διπλωματία Ευελιξίας: Το Παράδειγμα της Αρκτικής και του Εμπορίου
Ο Καναδάς δεν ανήκει στο δίπολο των υπερδυνάμεων. Αντιθέτως, κινείται σε ένα χωρίς αιχμές τοπίο, όπου οι συμμαχίες είναι εργαλείο, όχι δόγμα. Ενώ είναι ενεργό μέλος του NATO, έχει περιορίσει τη συμμετοχή του σε συγκρούσεις εκτός άμεσων εθνικών συμφερόντων, όπως στον Πόλεμο του Ιράκ. Παράλληλα, διατηρεί εμπορικές σχέσεις με χώρες που προκαλούν διεθνή αντιδράσεις, όπως η Σαουδική Αραβία. Αυτή η φαινομενική αντίφαση αποκαλύπτει μια βαθύτερη λογική: Η ανεξαρτησία μετράται στην ικανότητα να ισορροπείς ανάμεσα σε ηθική και πραγματισμό, χωρίς να χάνεις την αυτονομία σου.
Στον Βόρειο Πόλο, όπου το 30% των παγκόσμιων αποθεμάτων υδρογονανθράκων βρίσκεται υπό γεωπολιτική ένταση, ο Καναδάς επιδεικνύει εξαιρετική ευελιξία. Παρά τη ρωσική απειλή, συνεργάζεται με τη Μόσχα σε επιστημονικές έρευνες, αναγνωρίζοντας ότι η επιστήμη μπορεί να είναι γέφυρα ακόμα και σε περιόδους ψυχρού πολέμου. Όπως δήλωσε ο απερχόμενος πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό, «Η δύναμη ενός έθνους δεν κρίνεται από το πόσο συχνά λέει “ναι”, αλλά από το πόσο αποτελεσματικά μπορεί να πει “όχι”».
Κυβερνοασφάλεια: Η Αόρατη Μάχη της Εποχής
Ενώ οι υπερδυνάμεις επενδύουν σε πυρηνικά οπλοστάσια, ο Καναδάς έχει μετατρέψει τον ψηφιακό χώρο σε πεδίο ανταγωνισμού. Το Canadian Centre for Cyber Security, ιδρυθέν το 2018, δεν είναι απλώς ένας οργανισμός άμυνας – είναι ένα εργαλείο προβολής ισχύος. Το 2022, απέτρεψε 120.000 κυβερνοεπιθέσεις εναντίον κρίσιμων υποδομών, από ενεργειακούς σταθμούς μέχρι νοσοκομεία, με εστίαση σε κρατικούς hackers από Κίνα και Ρωσία. Η στρατηγική του δεν σταματά στην άμυνα, μέσω συνεργασιών με εταιρείες όπως η BlackBerry, ηγείται στην ασφάλεια του Διαδικτύου των Πραγμάτων (IoT), ενώ δημιουργεί πλατφόρμες όπως το Cyber Threat Exchange για ανταλλαγή πληροφοριών.
Αυτή η προσέγγιση δεν εξυπηρετεί μόνο την εθνική ασφάλεια, αλλά και την ηθική ηγεμονία. Σε έναν κόσμο όπου οι ΗΠΑ και η Κίνα κατηγορούνται για ψηφιακή κατασκοπεία, ο Καναδάς προβάλλεται ως διαμεσολαβητής χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις. Με επενδύσεις ύψους 4.8 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Τεχνητή Νοημοσύνη έως το 2030, στοχεύει να ορίσει τα ηθικά πλαίσια της AI – μια «μαλακή δύναμη» (soft power) που μεταφράζεται σε πολιτικό κεφάλαιο.
Πολυπολιτισμικότητα: Το Κλειδί της Εσωτερικής και Εξωτερικής Ισχύος
Με δύο επίσημες γλώσσες (Αγγλικά/Γαλλικά) ο Καναδάς έχει ανάγει τη διαφοροποίηση αυτή ως όπλο γεωπολιτικής ελκυστικότητας. Ενώ πολλές δυτικές χώρες αντιμετωπίζουν κοινωνικές ρωγμές λόγω μετανάστευσης, ο Καναδάς έχει μετατρέψει τον πολυπολιτισμικό του πληθυσμό (25% γεννημένοι εκτός χώρας) σε πηγή συνοχής. Το Σύνταγμα του 1982, που αναγνωρίζει την πολιτισμική πολυμορφία, λειτουργεί ως ασπίδα έναντι των εξτρεμιστικών ιδεολογιών.
Παγκοσμίως, η χώρα χρησιμοποιεί τη γαλλική γλώσσα ως γεωπολιτικό εργαλείο. Μέσω πρωτοβουλιών όπως το Francophonie Summit, ενισχύει τις σχέσεις της με την Αφρική και την Καραϊβική, δημιουργώντας μια εναλλακτική σφαίρα επιρροής πέραν των αγγλοσαξονικών δικτύων. Παράλληλα, η πολιτισμική του εξαγωγή – από καναδούς σταρ όπως ο The Weeknd έως σειρές όπως το «Schitt’s Creek» – μετατρέπει τη «μαλακή δύναμη» σε οικονομικό και πολιτικό προβάδισμα.
Μαθήματα για την Ελλάδα: Από τη Θεωρία στην Πράξη
Ο Καναδάς προσφέρει ένα μοντέλο πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης που μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την Ελλάδα, ιδίως σε θέματα που αφορούν τη γεωστρατηγική της θέση και την αντιμετώπιση σύγχρονων προκλήσεων. Η εφαρμογή τέτοιων στρατηγικών απαιτεί ευελιξία, διορατικότητα και μια πολυδιάστατη προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη τόσο τις διεθνείς ισορροπίες όσο και τα εθνικά συμφέροντα.
Η ενεργειακή διπλωματία αποτελεί έναν κρίσιμο τομέα στον οποίο η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει διδάγματα από την καναδική εμπειρία, επιδιώκοντας μια ισορροπία μεταξύ οικονομικών συμφερόντων και γεωπολιτικών στρατηγικών. Η Ελλάδα, με την Ανατολική Μεσόγειο να αποτελεί κομβικό ενεργειακό κόμβο, μπορεί να χρησιμοποιήσει την ΑΟΖ της ως έναν “ενεργειακό διάδρομο” που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση. Μέσω πολυμερών συμφωνιών και έξυπνων στρατηγικών, η χώρα μπορεί να αξιοποιήσει τις ενεργειακές της δυνατότητες, χωρίς να εξαρτάται αποκλειστικά από έναν γεωπολιτικό άξονα, διατηρώντας έτσι την ευελιξία της στις διεθνείς σχέσεις.
Η κυβερνοπροστασία αποτελεί ένα άλλο σημαντικό πεδίο όπου η Ελλάδα μπορεί να αναβαθμίσει τις δυνατότητές της, ακολουθώντας τα βήματα χωρών όπως ο Καναδάς, οι οποίες έχουν δώσει προτεραιότητα στην ασφάλεια των κρίσιμων υποδομών τους. Στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο, οι απειλές δεν είναι μόνο φυσικές αλλά και κυβερνογενείς, με τα λιμάνια, τα αεροδρόμια και τις τουριστικές υποδομές να καθίστανται ευάλωτοι στόχοι σε επιθέσεις που μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την οικονομία και την εθνική ασφάλεια. Η ενίσχυση του Εθνικού Κέντρου Κυβερνοασφάλειας και η ανάπτυξη πρωτοκόλλων που να διασφαλίζουν την προστασία κρίσιμων τομέων της οικονομίας αποτελούν επιτακτικές ανάγκες. Με δεδομένη την τουριστική βαρύτητα της Ελλάδας και τη σημασία των λιμένων της ως πύλες εισόδου και εμπορίου, η επένδυση στην κυβερνοασφάλεια είναι αναγκαία για τη διατήρηση της σταθερότητας και της αξιοπιστίας της χώρας.
Τέλος, η πολιτισμική διπλωματία μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο διεθνούς επιρροής για την Ελλάδα, ιδίως στις περιοχές όπου η χώρα διατηρεί ιστορικούς δεσμούς. Ο Καναδάς έχει επενδύσει συστηματικά στη χρήση του πολιτισμού ως μηχανισμού ενίσχυσης της διεθνούς του παρουσίας, αξιοποιώντας την πολυπολιτισμική του ταυτότητα. Αντίστοιχα, η Ελλάδα μπορεί να προωθήσει τη νεοελληνική κουλτούρα ως μια γέφυρα επικοινωνίας και επιρροής προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, περιοχές με τις οποίες διατηρεί ισχυρούς ιστορικούς, θρησκευτικούς και οικονομικούς δεσμούς. Η αξιοποίηση του πολιτιστικού της κεφαλαίου – μέσω πανεπιστημιακών συνεργασιών, πολιτιστικών ανταλλαγών και εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών – μπορεί να ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή και να συμβάλει στη δημιουργία νέων γεωπολιτικών και οικονομικών ευκαιριών.
Συμπέρασμα: Η Δύναμη της Ευφυΐας έναντι της Δύναμης της Βίας
Συχνά κυριαρχεί η αντίληψη ότι η Ελλάδα έχει απωλέσει κάθε δυνατότητα να διεκδικήσει την εθνική της ανεξαρτησία και ότι περιφέρεται ως ένας διεθνής παρίας, έρμαιο των γεωπολιτικών εξελίξεων και των πιέσεων ισχυρότερων δυνάμεων. Η λογική αυτή εδράζεται στη μοιρολατρική παραδοχή ότι η χώρα δεν διαθέτει τα μέσα ούτε τη στρατηγική ικανότητα να διαμορφώσει τις συνθήκες που θα ενισχύσουν την αυτονομία της. Ωστόσο, η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η ανεξαρτησία δεν προϋποθέτει στρατιωτική υπεροπλία ή μονομερείς συμμαχίες, αλλά την ικανότητα διαμόρφωσης δικτύων συνεργασίας που αναβαθμίζουν τη γεωπολιτική θέση μιας χώρας.
Το παράδειγμα του Καναδά λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι μια χώρα μπορεί να ασκεί επιρροή και να διατηρεί την αυτονομία της μέσα από τη στρατηγική αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της. Ο Καναδάς δεν διαθέτει την πολεμική ισχύ των υπερδυνάμεων, όμως έχει αναδειχθεί σε κρίσιμο παράγοντα των παγκόσμιων ισορροπιών μέσω της ενεργειακής του πολιτικής, της τεχνολογικής του καινοτομίας και της πολιτισμικής του επιρροής. Με τον ίδιο τρόπο, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να εδραιώσει τη θέση της ως μια υπολογίσιμη δύναμη στη διεθνή σκηνή, αξιοποιώντας τη γεωστρατηγική της θέση, το πολιτιστικό της κεφάλαιο και τις νέες τεχνολογίες προς όφελος της εθνικής της πολιτικής.
Η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη να παραμείνει ουραγός των εξελίξεων, αλλά μπορεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για να καταστεί πρωταγωνιστής στις διεθνείς ισορροπίες. Σε έναν κόσμο όπου η επιρροή μετριέται όχι μόνο σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς αλλά και σε ευφυΐα, καινοτομία και ανθεκτικότητα, η χώρα έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη θέση που της αναλογεί. Η εδραίωση της αυτονομίας της δεν είναι μια ουτοπία, αλλά ένας εφικτός στόχος, αρκεί να αξιοποιήσει τα εργαλεία που διαθέτει προς όφελος των πολιτών της και της διεθνούς της εικόνας.