Ίσως δεν είναι στο χέρι των γονιών και των δασκάλων αν το παιδί θα γίνει «αστέρι» στο σχολείο, αφού η προσωπικότητά του, την οποία φέρει στα γονίδιά του και ελάχιστα θα επηρεαστεί από εξωγενείς παράγοντες, θα διαδραματίσει τον ουσιαστικό ρόλο στις μαθητικές του επιδόσεις.
«Η προσωπικότητα είναι σαν τη λοταρία» αναφέρει ο Eivind Ystrøm, Καθηγητής Ψυχολογίας της Προσωπικότητας στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, εκτιμώντας πως οι υψηλοί βαθμοί είναι μάλλον θέμα τύχης. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μέσα από έρευνα που εκπόνησε από κοινού με συνεργάτες του για την επίδραση των πέντε χαρακτηριστικών προσωπικότητας στις σχολικές επιδόσεις. Όπως εξηγεί, η προσωπικότητα και πώς τη διαμορφώνουν ο νευρωτισμός, η εξωστρέφεια, η δεκτικότητα, η προσήνεια και η ευσυνειδησία, συνδέεται στενά με τις στρατηγικές αντιμετώπισης, τον τρόπο επίλυσης των προκλήσεων και τα αρνητικά συναισθήματα.
Η επιστημονική ομάδα αξιοποίησε δεδομένα από τη νορβηγική μελέτη Μητέρας, Πατέρα και Παιδιού (Norwegian Mother, Father and Child Cohort Study-MoBa), μία εκ των μεγαλύτερων ερευνών υγείας στον κόσμο, με στοιχεία για 114.000 παιδιά, 95.000 μητέρες και 75.000 πατέρες.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ των σχολικών επιδόσεων και των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας για τα 10.000 παιδιά που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη, εστιάζοντας στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τη γλώσσα. Επιπροσθέτως, συνεκτίμησαν τη γνωστή ως επίδραση των αδελφών, για να αποκλειστούν άλλοι επεξηγηματικοί παράγοντες όπως η οικογένεια και η ανατροφή. Σύμφωνα με τον Δρ Ystrøm, η σύγκριση ανάμεσα σε αδέλφια με διαφορετικές προσωπικότητες ήταν το χαρακτηριστικό που ξεχώρισε τη μελέτη τους από αντίστοιχες που προηγήθηκαν.
Μηδαμινή η επίδραση της εξωστρέφειας
Οι εξωστρεφείς «ανθίζουν» σε περιβάλλοντα έντονης κοινωνικοποίησης και αλληλεπιδράσεων με άλλους ανθρώπους, σε αντίθεση με τους εσωστρεφείς που βρίσκουν αυτές τις συνθήκες αφόρητες. «Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι εξωστρεφείς θα επωφελούνταν από τις καλύτερες αλληλεπιδράσεις με τους καθηγητές και τους συμμαθητές τους, πετυχαίνοντας καλύτερη μάθηση και, κατά συνέπεια, βελτιωμένες βαθμολογίες στα τυποποιημένα τεστ» ανέφερε ο Ystrøm.
Η υπόθεση δεν επαληθεύθηκε και τα χαρακτηριστικά δεν παρουσίασαν σύνδεση με τις επιδόσεις.
Δεκτικότητα και ευσυνειδησία
Σύμμαχοι στην ακαδημαϊκή πορεία αποδείχθηκαν η δεκτικότητα και ευσυνειδησία. Η πρώτη, εξηγούν οι καθηγητές, ευνοεί το κυνήγι νέων εμπειριών και ιδεών, σχετίζεται με τη χαρά που προκαλούν το παιχνίδι και οι ανακαλύψεις και ωθεί το άτομο στην αγκαλιά της αισθητικής, βοηθώντας το να εκτιμά τη μουσική και τον πολιτισμό. Η φιλομάθεια, το ανήσυχο πνεύμα και η φιλοπεριέργεια είναι οδηγοί για καλές επιδόσεις στο σχολείο, εξηγεί ο Ystrøm.
Η ευσυνειδησία έπειτα, είναι το χαρακτηριστικό των ανθρώπων που αγαπούν την οργάνωση και συνέπεια και μαρτυρά την αξιοπιστία τους. Άτομα με μεγάλες φιλοδοξίες σημειώνουν συχνά υψηλή βαθμολογία στην ευσυνειδησία. Όχι άδικα, θεωρείται στοιχείο της προσωπικότητας που αβαντάρει τις σχολικές επιδόσεις.
«Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι τα παραπάνω δεν έχουν να κάνουν με την ευφυΐα» επισημαίνει ο Ystrøm. Είναι περισσότερο ζήτημα συναισθηματικών αποκρίσεων και προτιμήσεων. «Τα παιδιά μπορούν να χρησιμοποιήσουν πολλές πτυχές τους για να τα πάνε καλά στο σχολείο, ενώ εμπλέκονται πολλοί παράγοντες πέρα από την ευφυΐα». Σύμφωνα με τον ίδιο, η μελέτη αναδεικνύει πόσο ευέλικτα και ευπροσάρμοστα είναι στην πραγματικότητα τα παιδιά.
Νευρωτισμός, το δίκοπο μαχαίρι
Δρόμο μετ’ εμπορίων θα αποτελέσει η φοίτηση για τα άτομα με νευρωτισμό. «Ο νευρωτισμός μπορεί να λειτουργεί επιβαρυντικά. Τα άτομα με νευρωτισμό ταλαιπωρούνται από ενοχλητικές σκέψεις και συναισθήματα που εμποδίζουν τη συγκέντρωσή τους» δήλωσε ο Jan Ketil Arnulf, καθηγητής Ψυχολογίας στο BI Norwegian Business School, ο οποίος, όπως και ο Ystrøm, έχει εκπονήσει εκτεταμένες έρευνες σχετικά με την προσωπικότητα.
Ο Arnulf επισημαίνει ότι τα άτομα με υψηλό νευρωτισμό μπορούν να αναπτύσσουν γρήγορα μηχανισμούς αντιμετώπισης του άγχους και αποκρίσεις σε καταστάσεις πάλης ή φυγής. Τέτοιοι μηχανισμοί, εξηγεί, ήταν χρήσιμοι όταν ο άνθρωπος ζούσε σε δάση και ερχόταν αντιμέτωπος με απειλητικές για τη ζωή του καταστάσεις σε καθημερινή βάση. «Αυτοί οι μηχανισμοί ωστόσο ελάχιστα ωφελούν στη σύγχρονη σχολική αίθουσα».
Για τον Arnhulf, ο νευρωτισμός είναι δίκοπο μαχαίρι. «Τα άτομα που σημειώνουν υψηλή βαθμολογία στον νευρωτισμό είναι ιδιαίτερα ευάλωτα συναισθηματικά. Ο εγκέφαλος τείνει να δίνει προτεραιότητα στα αρνητικά συναισθήματα» αναφέρει ο καθηγητής. Έτσι, όταν νιώθουμε φόβο, ο εγκέφαλος δίνει προτεραιότητα σε αυτό το συναίσθημα παρά στα εκείνα της έντονης ακόμα χαράς. «Επομένως, ο νευρωτισμός δρα τις περισσότερες φορές ανασταλτικά, καταστρέφοντας τον ύπνο, προκαλώντας ανησυχίες και οδηγώντας σε περισπασμούς».
Χρυσώνοντας τρόπον τινά το χάπι, ο Arnulf αναφέρθηκε στη σύνδεση του νευρωτισμού με τη δημιουργικότητα και τα παραδείγματα καλλιτεχνών με υψηλές βαθμολογίες στο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας.
«Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι ικανοί να εκφράσουν όμορφα πράγματα και να παραγάγουν τέχνη από τους φόβους και το άγχος τους. Ωστόσο, αυτός ο συνδυασμός είναι σπάνιος. Αντί να αποκτήσουν σοφία από τις εμπειρίες τους, θα καταλήξουν απλώς πιο κατεστραμμένοι», λέει ο Arnulf. Λίγοι μόνο από τους έντονα νευρωτικούς ανθρώπους θα γίνει αντίστοιχα υπερδημιουργικοί. «Αυτό που σε διάφορα περικείμενα μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη, μπορεί εξίσου εύκολα να αποδειχθεί και κατάρα» εξήγησε ο Arnulf.
Ο ρόλος του σχολικού περιβάλλοντος
Στο σημείο αυτό, έρχεται το σχολικό περιβάλλον σε θέση-κλειδί, όπως μάλιστα αναδεικνύεται και μέσα από τη μελέτη, σύμφωνα με τον Arnulf που βρήκε τα ευρήματα του σημαντικά και ενδιαφέροντα κυρίως λόγω αυτού.
«Ένα από τα προβλήματα της ψυχολογικής έρευνας είναι η τάση της να εξατομικεύει τις τύχες των ανθρώπων» ανέφερε ο Arnulf, προσθέτοντας ότι «όλα τα άτομα είναι ευαίσθητα στο θόρυβο και τη φασαρία στην τάξη. Το σχολείο μπορεί να είναι δύσκολο περιβάλλον αν επικρατεί θόρυβος και χάος. Και κάποιοι υποφέρουν περισσότερο από άλλους, ειδικά τα παιδιά που έχουν υψηλή βαθμολογία στον νευρωτισμό».
Σύμφωνα με τον Arnulf, η δημιουργία ενός υποστηρικτικού μαθησιακού περιβάλλοντος προϋποθέτει αυτό που ο ίδιος ονομάζει ψυχολογική ασφάλεια, η οποία ουσιαστικά σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ένας ήσυχο περιβάλλον εργασίας. «Γιατί οι μαθητές θα πρέπει να βιώνουν χειρότερο εργασιακό κλίμα από τους ενήλικες;» διερωτήθηκε καταληκτικά ο Arnulf.
Μάριος Οικονόμου – ygeiamou.gr