Αναπόσπαστο στοιχείο του πολιτισμού μας αποτελούν τα λαϊκά-παραδοσιακά παραμύθια. Ιστορίες που ακούσαμε από τις γιαγιάδες μας και τους παππούδες μας και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Κουλτούρες και διάλεκτοι- που κινδυνεύουν από τη λήθη του χρόνου- σώζονται μέσα από αυτά.
Είναι λοιπόν ευτύχημα να παρουσιάζονται νέοι άνθρωποι που νοιάζονται για τηδιατήρηση των παραδόσεών μας , για την προβολή των παραμυθιών. Μια εξ’ αυτών είναι η Κατερίνα Γκούτη. Δεν στέκεται όμως μόνο στην διαιώνιση της παράδοσης αλλά προχωρά και στη συγγραφή νέων παραμυθιών.
Η Κατερίνα Γκούτη είναι πτυχιούχος του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Πατρών. Η από παιδιόθεν αγάπη της για τα παραμύθια την οδήγησε στην ενήλικη της ζωή να ασχοληθεί εντατικά με αυτά πραγματοποιώντας επιπλέον σπουδές και παρακολουθώντας πληθώρα σεμιναρίων.
Έχει ενδιαφέρον η διήγηση της Κατερίνας για το πώς προέκυψε η ενασχόληση της με το Παραμύθι:
«Από την παιδική μου ηλικία με γοήτευσαν τα παραμύθια των γιαγιάδων μου, αφήνοντάς μου ανεξίτηλο αποτύπωμα στη ψυχή μου. Μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναζήσω αυτή τη γοητεία, όταν φοιτήτρια παρακολούθησα ένα σεμινάριο με θέμα «Το Παραδοσιακό Παραμύθι και η Τέχνη της Αφήγησης στο Χώρο του Σχολείου» με την παραμυθού Σάσα Βούλγαρη. Έκτοτε η ενασχόληση με το παραμύθι μου έγινε πιο επιθυμητή. Ξαφνικά( όπως και στα παραμύθια όλα γίνονται ξαφνικά) το αποτύπωμα της παιδικής μου ηλικίας πήρε άλλη διάσταση.
Στη συνέχεια της ζωής μου γνώρισα το “ΟΝΑΡ, μέσω τέχνης για το άρρωστο παιδί” στην Πάτρα. Μέσα από την τριετή μου φοίτηση στο “ΟΝΑΡ” στην Πάτρα αλλά και στη σχολή παραμυθάδων στη Ζάκυνθο που φοίτησα, είδα τη θετική επίδραση του παραμυθιού στην παιδική ψυχή, καθώς και τα οφέλη που προκύπτουν τόσο στα υγιή παιδιά, όσο και στα παιδιά με ειδικές ανάγκες και στην ενήλικη ψυχή. Με έκπληξη διαπίστωσα κάτι ανάλογο όταν προσέφερα τις υπηρεσίες μου στην Γηριατρική και Γεροντολογική Εταιρεία Νοτιοδυτικής Ελλάδας (στο σπίτι ημέρας, των ηλικιωμένων τρίτης και τέταρτης ηλικίας). Στην αρχή συνάντησα χείλη σφραγισμένα και βλέμμα ψυχρό και ερευνητικό. Σύντομα όμως αυτά ανατράπηκαν και άνοιξαν οι ψυχές, άρχισε το μοίρασμα, ξαναζωντάνεψαν οι διηγήσεις των δικών τους παιδικών χρόνων. Το κλίμα άλλαξε, έγινε ζεστό άρχισαν να ρέουν τα παραμύθια. Οι ηλικιωμένοι άρχιζαν να παίζουν τους ρόλους των εκάστοτε παραμυθιών και να τους απολαμβάνουν. Με είχε εντυπωσιάσει το αποτέλεσμα και το δέσιμο που υπήρξε στην ομάδα. Θα τους θυμάμαι πάντα… Τη δυναμική του παραμυθιού την είδα σε όλο της το μεγαλείο και με εξέπληξε όταν με κάλεσαν από το ‘’Λύκειο Ελληνίδων, Πατρών’’ σε εκδήλωση τους επί τη λήξει της σχολικής χρονιάς στο ανοιχτό θέατρο Πάτρας {Θεατράκι} να έχω παρουσία με παραμύθια, ως έκπληξη προς το κοινό. Το κατάμεστο θέατρο να έχει παρασυρθεί από το παραμύθι, ο ενθουσιασμός του κοινού να διαχέεται στο χώρο, να συνεπαίρνει εμένα και εγώ με τη σειρά μου να συνεπαίρνω αυτούς. Μια ενθουσιώδη πανηγυρική ατμόσφαιρα με συνεχή χειροκροτήματα. Αυτό το κοινό δεν είχε έρθει να ακούσει παραμύθια, ήμουν έκπληξη εγώ για αυτούς και αυτοί για μένα.. Μέσα στα 8 χρόνια που ασχολούμαι με το Ελληνικό λαϊκό παραμύθι βεβαιώθηκα ότι το παραμύθι δεν έχει ηλικία αλλά έχει τρόπο να συνδιαλέγεται να επικοινωνεί και να μοιράζεται.. Ως εργαζόμενη στην Κίνηση- Πρόταση για έναν άλλο τρόπο ζωής στην Πάτρα αφηγήθηκα παραμύθια στο τμήμα εφήβων. Η πρώτη αντίδραση: τα παραμύθια δεν είναι για την ηλικία μας. Εκ των υστέρων όμως στάθηκαν στο νόημα του παραμυθιού όπου ο ήρωας κυνήγησε τα όνειρα του, ΠΡΟΣΠΆΘΗΣΕ ΓΙΑ ΑΥΤΆ. Θυμάμαι το βλέμμα τους την προσοχή τους και τον ενθουσιασμό τους όταν αφηγήθηκα διαδραστικά ένα παραμύθι μου με καλικάντζαρους”.
Η Κατερίνα…
Η εργασιακή της εμπειρία στην ειδικότητα της προσχολικής αγωγής έχει ξεκινήσει από το 2008. Έχει εργαστεί σε δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ ως υπεύθυνη πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων, καθώς και διδάσκοντας μαθήματα Γενικής Ψυχολογίας, Κουκλοθέατρο – Θέατρο Σκιών, Παιδική Λογοτεχνία, Περιβαλλοντική Αγωγή . Επίσης έχει εργαστεί ως διευθύντρια και διδάσκουσα σε νησί των Σποράδων.
Εργάζεται ως εμψυχώτρια στο ΚΔΑ της κίνησης- ΠΡΌΤΑΣΗΣ για έναν άλλο τρόπο ζωής.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την συμμετοχή της σε τριετές σεμινάριο με θέμα “Αφήγηση και Γραφή Λαϊκών Παραμυθιών Μέσω Τέχνης για το Άρρωστο Παιδί”, σε τριετές σεμινάριο στη θερινή σχολή παραμυθάδων του ΟΝΑΡ στη Ζάκυνθο, σε σεμινάριο της εισηγήτριας Σάσα Βούλγαρη με θέμα «Το Παραδοσιακό Παραμύθι και η Τέχνη της Αφήγησης στο Χώρο του Σχολείου». Επιπλέον, έχει παρακολουθήσει σεμινάριο με θέμα “Από το Θεατρικό Παιχνίδι στην Οργανωμένη Παράσταση” με εισηγήτρια την Ανδριάννα Ταβαντζή και επίσης έχει παρακολουθήσει ημερίδα με θέμα “Θεατρικό Παιχνίδι Εδώ.. Θεατρικό Παιχνίδι Εκεί.. Τι Είναι Τελικά το Θεατρικό Παιχνίδι” με διδάσκοντα τον Λάκη Κουρετζή.
Εδώ και οκτώ χρόνια ασχολείται με το λαϊκό παραμύθι κάνοντας παρουσιάσεις σε σχολεία, σε διάφορους χώρους πολιτισμού, σε θεατρικές σκηνές και λαμβάνοντας μέρος στο 1o Ελληνικό Φεστιβάλ Παραμυθιού στο Άλσος Περιστερίου.
Συνεργάζεται με το ‘Λύκειο Ελληνίδων Πάτρας’ διδάσκοντας γραφή και αφήγηση σε παιδιά.
Έχει λειτουργήσει ως εμψυχώτρια ομάδων αφήγησης και γραφής παραμυθιών σε παιδιά και ενήλικες στα πλαίσια εκπαίδευσής τους, καθώς και σε παιδιά με αναπηρία στο Πρότυπο Κέντρο Θεραπείας Μέσω Τέχνης στην Πάτρα.
Παρείχε υποστήριξη μέσω του παραμυθιού σε άτομα τρίτης και τέταρτης ηλικία, στην Γηριατρική και Γεροντολογική Εταιρεία Νοτιοδυτικής Ελλάδας καθώς και τις υπηρεσίες της ως βοηθός Διεύθυνσης του τμήματος “Θεατρικό Εργαστήρι – Ανηλίκων” της Πολυφωνικής Πατρών.
Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού ‘Παραμύθι’ ιδιοκτησίας και έκδοσης «ΟΝΑΡ, μέσω τέχνης» με άρθρα της και παραμύθια.
Υπήρξε κατά καιρούς αφηγήτρια παραμυθιών στο διαδικτυακό ραδιόφωνο vlepo.org και στο ραδιόφωνο της ΈΡΑ Πάτρας, στην εκπομπή ‘Μια φορά και έναν καιρό’.
Έχει ασχοληθεί με ερευνητικό έργο, συμμετέχοντας στη συγγραφή του βιβλίου: «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΓΟΝΕΙΣ, ΑΚΟΥΣΤΕ ΜΑΣ!» της νηπιαγωγού-συγγραφέως Αργυροπούλου-Λέντζου Σταματίας.
Το νερό μπορεί να σε σώσει αλλά μπορεί και να σε πνίξει…
Το αφιερώνω στους νέους που έφυγαν από αυτό τον τόπο αλλά και σε όλους εμάς που μείναμε πίσω…
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια χώρα που όμοια της δεν υπήρχε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ήλιος την φώτιζε και η θάλασσα την έλουζε. Το νερό έτρεχε στις πηγές της. Οι κάτοικοι της, ήταν χαρούμενοι άνθρωποι. Έσπερναν τα χωράφια και ζούσαν.. Τα δε παιδιά πήγαιναν στο σχολείο το πρωί και το απόγευμα βοηθούσαν στα χωράφια. Να μάθετε γράμματα ,τους έλεγαν οι γέροι.. Να ζήσετε μια καλύτερη ζωή.. Όλα κυλούσαν ήρεμα μέχρι που το νερό άρχισε να τελειώνει.. Οι πήγες στέρευαν η μία μετά την άλλη..
Τι θα κάνουμε τώρα, ακουγόταν από το στόμα όλων..
Ο βασιλιάς μας, αυτός τα φταίει όλα..
Σαν άκουσαν οι δίπλα χώρες αυτό , μία από αυτές, λέει : Εμείς θα σας βοηθήσουμε… Θα κάνουμε μια συμφωνία (γιατί όλα στη ζωή γίνονται με μια συμφωνία). Θα σας δώσουμε νερό όσο θέλετε.. Φλουριά όσα θέλετε.. Αλλά μετά από χρόνια θα σας τα πάρουμε πίσω.. Σιγά, σιγά θα μας δίνετε και κάτι..
Ο βασιλιάς σαν άκουσε αυτή τη συμφωνία δέχτηκε, να ηρεμήσει το κεφάλι του από τις φωνές του λαού…
Το νερό έτρεχε με μεγάλα αυλάκια από την μια χώρα στην άλλη.. Κιούπια και βαρέλια με νερό πηγαινοέρχονταν σε όλα τα σπίτια.
Έτσι η χώρα άρχισε πάλι, τις παλιές της συνήθειες.. Κάποιοι όμως απέκτησαν καινούργιες ακόμα χειρότερες.. Έχυναν το νερό χωρίς λόγο.. Το άφηναν να τρέχει στους δρόμους.. Έπλεναν τις αυλές τους, τα ζώα τους ένα, ένα, κάθε μέρα.. Μέχρι και τα γουρούνια που τα κακόμοιρα τους αρέσει τόσο πολύ η βρομιά τους..
Ο δε βασιλιάς και όλοι οι πλούσιοι της χώρας συμφώνησαν να επιβληθεί σε ότι κινείται, μπάνιο επτά φορές την μέρα.. Είτε πρόβατο είναι ,είτε γουρούνι είναι, είτε άνθρωπος είναι.. Τα δε κάρα, μετά από κάθε διαδρομή να πλένονται.. Είμαστε μια χώρα με τα όλα της, έλεγαν όλοι.. Δεν μπορούμε το κάρο μας να είναι παλιό και βρόμικο..
Και η χώρα άρχισε να αλλάζει, οι ξένοι εκτός από νερό έφεραν και φλουριά.. Τα άτιμα ήταν τόσο γλυκά.. και όλοι τα κυνηγούσαν.. Άλλοι τα κέρδιζαν με δουλειά και άλλοι με πονηράδα.. Και όσοι ήταν στο παλάτι κάνανε κάτι τραπέζια άλλο πράγμα. Ψητά, γλυκά με χρυσές κουτάλες τρώγανε.. Όταν τελειώνανε, ο βασιλιάς της χώρας ζήταγε και άλλα φλουριά και οι ξένοι τα δίνανε..
Τα δε παιδιά, μεγάλωναν και ήταν πρώτοι στα γράμματα.. γίνανε, γιατροί , δικηγόροι, δάσκαλοι.. Ήταν τόσοι πολλοί που γέμισε η χώρα από γραμματισμένους.. Και όλοι δούλευαν , είτε από εδώ, είτε από εκεί.. Όλοι γινόντουσαν πλουσιότεροι.. Το νερό και τα λεφτά έρρεε σε αυτή τη χώρα.. Οι πλούσιοι τρώγανε και ξανά τρώγανε .. Να ήσασταν και εσείς από καμιά μεριά να αρπάξετε κάνα κοκαλάκι.. Όσο για τον απλό λαό ζούσε καλύτερα από όλα τα άλλα χρόνια..
Έλα όμως που μια μέρα, η ξένη χώρα άρχισε να τα ζητάει όλα πίσω.. Και νερό και φλουριά.. Αλλά τριπλά και τρίδιπλα..
Και εκεί αλλάξαν όλα.. Άρχισε ο βασιλιάς να ζητάει από το λαό, να τα φέρουν όλα πίσω.. Ό,τι είχαν και δεν είχαν.. Έβαλαν φόρους.. Και ξαναέβαλαν φόρους. Έχασαν τις δουλειές τους, πούλησαν τα κάρα τους, άλλοι τα σπίτια τους.. Κάθε μέρα που περνούσε γινόταν όλο και χειρότερα.. Οι φρουροί του βασιλιά πήγαιναν και άρπαζαν από τον καθένα ό,τι έβρισκαν, είτε κότα , είτε γουρούνι, είτε κατσίκες για να πληρώσουνε τους φόρους.. Οι πλούσιοι έβαζαν τους φτωχούς να δουλεύουν για μια μπουκιά ψωμί.. Αυτοί γινόντουσαν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι..
Με όλα αυτά οι άνθρωποι άρχισαν να αρρωσταίνουν, έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Έμεναν στα σπίτια τους κλεισμένοι. Να μην βλέπουν ήλιο, να μην χαμογελούν..
Και δεν φτάνει μόνο αυτό , ήρθαν και χειρότερα.. Οι νέοι της χώρας αποφάσισαν, χωρίς να θέλουν, να φύγουν.. Να πάνε στις δίπλα χώρες, να δουλέψουν.. για μια καλύτερη ζωή, έλεγαν όλοι.. Έφυγαν οι γραμματισμένοι.. Πριν φύγουν όλοι είχαν δει στον ύπνο τους τον ίδιο εφιάλτη.. Ήταν μέσα σ’ ένα σχολείο γεμάτο σκάλες.. Άρχισαν να ανεβαίνουν και το σχολείο άρχισε να πλημμυρίζει. Όσο ανέβαιναν τόσο ανέβαινε και το νερό. Τους έπνιγε και αυτοί ανέβαιναν και ανέβαιναν τις σκάλες του σχολείου.. Μέχρι που είδαν από πάνω τους, όλους τους πλούσιους και σοφούς του τόπου. Είδαν και το βασιλιά.. Όλοι αυτοί τους κοίταζαν να πνίγονται και κανείς δεν τους βοηθούσε..
Όσοι έμειναν γιατί δεν ήθελαν να φύγουν, πέρασαν δύσκολα χρόνια, οι φόροι δεν σταμάτησαν ποτέ.. Δουλειές δεν υπήρχαν.. Μόνο αν γνώριζες το βασιλιά, κάναν άρχοντα ή πλούσιο του τόπου, όλο και κάτι θα βρισκόταν..
Αλλιώς μια να δουλεύουν, μια να κάθονται, μια να μαραζώνουν..
Και οι φόροι συνέχιζαν και ο λαός δεν άντεχε..
Τι όμορφη χώρας που ήμασταν , πως γίναμε έτσι.. έλεγαν όλοι..
Και ένα βράδυ όλοι οι νέοι του τόπου, αυτοί που ήταν αλλά και αυτοί που δεν ήταν στη χώρα, είδαν τον ίδιο εφιάλτη.. Το νερό να τους πνίγει… Και ο βασιλιάς και οι παρατρεχάμενοι δεν έκαναν τίποτα να τους βοηθήσουν.. Όσοι ήταν στην χώρα αφού πετάχτηκαν από τον εφιάλτη, άκουσαν κεραυνούς, η νύχτα έγινε μέρα από τις αστραπές.. Έτρεξαν όλοι έξω.. Με μιας, άνοιξαν οι ουρανοί.. Χρόνια είχε ο τόπος να δει τόσο νερό.. Τα βουνά άσπρισαν από το χιόνι, οι πήγες άρχισαν να τρέχουν, γέμισαν τα ποτάμια.. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε η καταιγίδα.. Όλοι χαίρονταν.. Αχ Θεέ , το έκανες το θαύμα σου, έλεγαν.. Είχαμε πει το νερό, νεράκι τόσα χρόνια.. Θα δουλέψουμε στα χωράφια και θα ξεχρεώσουμε, λέγανε..
Πήραν τις αξίνες τους, τις τσουγκράνες τους και μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία της χώρας. Το νέο για την καταιγίδα έφτασε στα αφτιά όλη της οικουμένης..
Το μάθανε οι νέοι που είχαν φύγει και θέλησαν να γυρίσουν πίσω.. Σαν το έμαθε και ο βασιλιάς της δίπλας χώρας, πήρε το πιο γρήγορο άλογο του και να σου και αυτός φτάνει στην πλατεία.. ‘Δεν πιστεύω να ξεθαρρέψατε με μια ψιχάλα, να νομίζετε ότι θα με ξεχρεώσετε.. Μην ξεχνάτε με τόσα που μου χρωστάτε σας πουλάω και τη γη σας αλλά και εσάς ολόκληρους, είπε..
Ο βασιλιάς και οι παρατρεχάμενοι φώναζαν ‘ αφήστε τις αξίνες και πηγαίνετε στα σπίτια σας. Θα σας πούμε εμείς, πότε θα σπείρετε.’ Εγώ είμαι ο αρχηγός σας, η εξουσία του τόπου, έλεγε ο βασιλιάς.. Εμένα θα ακούτε και ας μην είχε πάει ποτέ του στα χωράφια.
Πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του, άρχισε να φυσάει ένας δυνατός άνεμος.. Ο απλός λαός άρχισε ο ένας να κρατάει τον άλλον… Οι δύο βασιλιάδες με τους υπόλοιπους άρχισαν να τρέχουν να σωθούν.. Ο άνεμος δυνάμωνε και δυνάμωνε, μέχρι που οι βασιλιάδες και οι παρατρεχάμενοι τους, βρέθηκαν όλοι στον ουρανό.. Με μιας ο άνεμος τους έριξε στη θάλασσα.. ‘’ Σώστε μας, φώναζαν, θα πνιγούμε’’.. Κάνεις δεν πήγε, μόνο τους κοίταζαν..
Αν βρεθείτε ποτέ σε αυτήν την χώρα ακόμα αντηχούν στη θάλασσα οι φωνές τους.. Και έζησε ο λαός φτωχά αλλά καλά, χωρίς δανεικά βρακιά αυτή τη φορά, και εμείς εδώ ακόμα παλεύουμε να σωθούμε..