Ξεπερνούν κάθε μυθιστορηματική αφήγηση τα όσα περιγράφουν ότι έζησαν και είδαν τις ατέλειωτες και φρικιαστικές ώρες του καλοκαιριού του 2018, όταν η πύρινη λαίλαπα αστραπιαία μετέτρεπε σε στάχτη ανθρώπινες ψυχές, σπίτια, δάση, περιουσίες, αυτοκίνητα, κ.λ.π. από άκρη σε άκρη της Ανατολικής Αττικής, καταγράφοντας στο «δια ταύτα» της τραγικής εκείνης ημέρας την απώλεια 104 συνάνθρωπων μας και την εγγραφή ενός πολύ μεγάλου αριθμού διασωθέντων στο Εθνικό Μητρώο Εγκαυματιών – Θυμάτων.
Συγκλόνισαν στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών οι καταθέσεις μαρτύρων, κατά τη διάρκεια της δίκης για το Μάτι, η οποία συνεχίστηκε σήμερα, Δευτέρα 26 Αυγούστου, μετά την διακοπή της λόγω θέρους.
«Κολυμπούσα 6,5 με 7 ώρες στη θάλασσα», λέει μάρτυρας
Ο Γρηγόρης Πολίτης, ένας από του δέκα μάρτυρες που κατέθεσε σήμερα, απευθυνόμενος στους δικαστές της έδρας με ζωγραφισμένη την αγανάκτηση και το πόνο στο πρόσωπο του αφού ανέφερε ότι είχαν κάνει στην ουσία μπαλάκι του Πινγκ πονκ τις ευθύνες και τις αρμοδιότητες οι άνδρες της πυροσβεστικής και του ΕΚΑΒ ως προς τον απεγκλωβισμό της μητέρας του από το σπίτι, είπε με χαμηλωμένη τη φωνή και σχεδόν τρεμάμενη: «Τελικά η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση».
Από την πλευρά της η Σουμελά Χατζηλαζαρίδου, κατέθεσε με ραγισμένη ψυχή, ζώντας και πάλι τις τραγικές εκείνες ώρες που ήταν μέσα στην θάλασσα, λέγοντας με σπασμένη την φωνή τα εξής : «Από τις περίπου 18.00 βρέθηκα στη θάλασσα να κολυμπάω 6,5 με 7 ώρες. Μας χτυπούσαν κάτι ξύλα τα οποία μετά από καιρό έμαθα ότι ήταν πτώματα. Μάλιστα, ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και την πήρα πάνω μου για να αντέξει. Φωνάζαμε, ουρλιάζαμε και τίποτα. Αργά πια τη νύκτα ένα ψαροκάικο μας έριξε ένα σκοινί να ανέβουμε, μια κυρία έπαθε ανακοπή».
«Όταν ανέβηκα κόπηκε η φωνή μου, δεν μπορούσα να μιλήσω, πράγμα που σιγά σιγά επανέρχεται τώρα μετά από 6 χρόνια. Συνεννοήθηκα με νοήματα και πήγα στη Ραφήνα όπου συνάντησα την οικογένεια μου. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο, πηγαινοέρχονταν αμάξια, καράβια, ασυνόδευτα παιδιά. Καμία πρόβλεψη, καμία οργάνωση, κανείς δεν ειδοποίησε ούτε ήρθε να μας σώσει. Δεν ήρθε ούτε ένα άτομο, ένα πυροσβεστικό, ένα εναέριο μέσο. Εδώ θα έπρεπε να ήταν το Λιμενικό, η Αστυνομία, το ΕΚΑΒ, όχι μόνο οι πυροσβέστες», συνέχισε η Σουμελά Χατζηλαζαρίδου.
Ο Γρηγόρης Πολίτης στην κατάθεσή του είπε ότι «η μητέρα του απανθρακώθηκε στην εξοχική τους κατοικίας επί της λεωφόρου Μαραθώνος, ενώ ο πατέρας του κατόρθωσε να σωθεί» και συνέχισε: «Ο πατέρας μου, 87 ετών, έφτασε μέχρι τη θάλασσα περίπου 1 χιλιόμετρο μακριά, και έμεινε εκεί περίπου 2 ώρες χωρίς κανέναν να τον βοηθήσει. Κάποιος ιδιώτης τελικά τον πήγε σε ασθενοφόρο με αρκετά εγκαύματα στα χέρια και στο πρόσωπο. Μου κάνει εντύπωση πως ο πατέρας μου μπόρεσε να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή, ενώ ειδικά εξοπλισμένοι άνθρωποι όχι».
«Μόνο ελάχιστα κόκκαλα είχαν απομείνει από την μητέρα μου», λέει μάρτυρας
Με λυγισμένη τη φωνή Γρηγόρης Πολίτης συνεχίζει την κατάθεσή του, λέγοντας:
«Η μητέρα μου δεν μπόρεσε να φύγει από το σπίτι. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, κάναμε έλεγχο. Ο πρώτος όροφος ακόμα καιγόταν. Ζητήσαμε βοήθεια πυροσβεστικού αλλά μας είπαν ότι δεν είναι δουλειά τους να κάνουν διάσωση ανθρώπου και να καλέσουμε το ΕΚΑΒ. Μετά από 20 λεπτά ήρθαν αλλά μας είπαν ότι πρέπει να έρθει η πυροσβεστική να σβήσει η φωτιά. Ξανακαλέσαμε την πυροσβεστική και φυσικά χάθηκε χρόνος. Τελικά η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση. Όταν ξεκίνησε η φωτιά να βοηθήσουν περισσότερο στην κατάσβεση, όταν απείλησε η φωτιά δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση και όταν έφτασε στον αστικό ιστό οι δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί και να μην είχαμε τόσα θύματα».
«Αφού παραλάβαμε τη σορό με ένα γραφείο τελετών, όπως μας είπαν, πήγαμε στο Νταού Πεντέλης σύμφωνα με τις οδηγίες. Αλλά εκεί δεν ήταν κανείς και είχε εκκενωθεί από τις 5 το απόγευμα. Τελικά, από τα κεντρικά μας ζήτησαν να την αφήσουμε πίσω εκεί που τη βρήκαμε και να την πάρουν την επόμενη ημέρα. Δεν το έκανα και τελικά κανόνισαν να παραλάβουν στο Σισμανόγλειο 5 ώρες μετά. Από εκεί φαίνεται η απόλυτη έλλειψη οργάνωσης εκείνη την ημέρα», συνεχίζει ο κ. Πολίτης.
Ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος τόνισε χαρακτηριστικά ότι «η μητέρα του έφυγε από το σπίτι της μαζί με μία γειτόνισσα, προκειμένου να σωθεί από τις φλόγες, με αποτέλεσμα να καεί στην προσπάθεια της να ξεφύγει» και συνέχισε: «Δεν υπάρχει θέμα ρυμοτομίας ή αυθαιρέτων. Μπορούσαν να γλιτώσουν σε τρία λεπτά, αλλά εδώ ήταν αδύνατον να φύγουν όπως έγινε. Τα ποντίκια πιάστηκαν στη φάκα κι η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος. Όλα αυτά περί ακραίων φαινομένων και περιβαλλοντικής κρίσης, ισχύουν από τη Μαραθώνος και επάνω, κατά εμάς -τους Ματιώτες- από Μαραθώνος και κάτω έγινε το έγκλημα του εγκλωβισμού» τόνισε.
«Λόττο» το αν θα σωζόταν κανείς ή όχι
Μάρτυρας: Το διαμέρισμα της δεν κάηκε. Κάηκαν το πάνω, το κάτω και το δίπλα διαμέρισμα. Ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος. Προσπάθησε με τη γειτόνισσα να διαφύγει σε αυτά τα 19 λεπτά. Αιφνιδιάστηκαν γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση, έστω καμπάνες. Πήγαν να φύγουν με το αυτοκίνητο αλλά δεν τις άφησαν.. έχασαν πολύτιμο χρόνο, παλεύοντας σαν συγκρουόμενα του λούνα παρκ.
Εισαγγελέας: Αν έμενε στο σπίτι της, πιστεύετε θα σωζόταν;
Μάρτυρας: Λόττο..
Εισαγγελέας: Άρα δεν ήταν λάθος η αντίδραση της να φύγει, δεν ήταν πανικός… θα μπορούσε να παίξει Λόττο;
Μάρτυρας: 19 διαμερίσματα έχει η πολυκατοικία. Κάποιοι το παίξαν το Λόττο και κέρδισαν. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας, 7 ισόγεια διαμερίσματα στο ένα συγκεντρώθηκαν 17 άτομα και οχυρώθηκαν με πετσέτες και αλλά και περίμεναν. Η μάνα μου με τη γειτόνισσα όταν πήρε το διπλανό διαμέρισμα φωτιά, δεν μένεις από τους καπνούς. Η αντίδραση της ήταν λογική. Εκ των υστέρων προφήτης έρχομαι και λέω ότι ήταν Λόττο. Η κοινή λογική λέει φεύγω να σωθώ.
Η Αναστασία Φράγκου, στην οικογένεια της οποίας ανήκει το κτήμα μέσα στο οποίο βρέθηκαν απανθρακωμένοι δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, κατέθεσε:
«Το κράτος στράφηκε εναντίον των κατοίκων, είπε ότι εμείς φταίμε και είμαστε αυθαίρετοι. Όμως υπάρχουν δίοδοι. Δεν καήκαμε γιατί δεν είχαμε διόδους, αλλά γιατί δεν έγινε εκκένωση, δεν ειδοποιηθήκαμε. Και όσοι σωθήκαμε ήταν από τύχη, γιατί η φωτιά έκανε δίνες και κάποια σπίτια και δέντρα γλίτωσαν» και συνέχιεσε:
«Βγήκαμε έξω από το οικόπεδο μας με τα οχήματα αλλά δεν μπορούσαμε να περάσουμε γιατί είχε κλείσει ο δρόμος. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να φύγουμε όταν ένα πεύκο λαμπαδιάσε αμέσως, λες και κάποιος έβαλε μια βόμβα. Όταν μπήκαμε ξανά στο οικόπεδο, βλέπουμε τον κοσμάκη να εισέρχεται στο χωματόδρομο φωνάζοντας βοήθεια. Το μόνο ανθρώπινο πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να ανοίξουμε την πόρτα και να πάμε όλοι να σωθούμε στο γκρεμό. Γιατί δεν υπάρχει παραλία όπως έλεγαν τα ΜΜΕ, αλλά ένας γκρεμός 18 μέτρα ύψος, τα οποία κατεβήκαμε πετώντας κυριολεκτικά. Φώναξε ο σύζυγος μου «τρεχάτε στο γκρεμό» και αρχίσαμε να τρέχουμε. Όταν άνοιξα την πίσω πόρτα του οχήματος να πάρω τα ζωάκια μας, είπα στη γειτόνισσα Χρύσα Σπηλιώτη που ήταν κοκαλωμένη «τρέχα, τί στέκεσαι;», χωρίς να ξέρω ότι είχε πάει για μπάνιο με το σύζυγο της και τον περίμενε… Όταν φτάσαμε στο γκρεμό σε ένα κύριο του βγήκε ο αστράγαλος, ένας άλλος χτύπησε τα γόνατα του, ο γιος μου έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε για 2,5 ώρες».
Πρόεδρος: Αν πηγαίνατε στο γκρεμό δεν είχε φόβο να σκοτωθείτε;
Μάρτυρας: Ο παππούς μου είχε λαξεύσει το βράχο, γιατί του άρεσε το ψάρεμα και είχε κάνει υποτυπώδη σκαλοπατάκια για να πιάνει χταπόδια. Αλλά με το καιρό και τα χρόνια είχαν φθαρεί. Δεν βλέπαμε τίποτα από εκεί, ακούγαμε ελικόπτερα, φωνές ανθρώπων από τη θάλασσα. Κατά τις 12 παρά, ήρθε ένα βαρκάκι που μπορούσε κάπως να προσεγγίσει.
Πρόεδρος: Αυτοί που εγκλωβίστηκαν στο οικόπεδο σας δεν μπόρεσαν να κατέβουν;
Μάρτυρας: Η φωτιά τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όπως πληροφορήθηκα, ο τελευταίος που σώθηκε, είδε τον κόσμο και διέρρηξε το σπίτι μας, μπήκε μέχρι την κρεβατοκάμαρα και έμεινε εκεί μέχρι που δεν άντεχε γιατί είχαν πάρει όλα φωτιά, κουρτίνες, στρώματα. Πήδηξε από το παράθυρο και μας είπε ότι ήδη είχε περάσει το θερμικό κύμα και είχα σαρώσει το σημείο. Δεν υπήρχε πια κανένας όρθιος έξω…
Πρόεδρος: Οι άνθρωποι ποιοι ήταν;
Μάρτυρας: Το πρώτο κύμα που τους υποδεχθήκαμε, είχε οδηγηθεί στο στενό γιατί η δίοδος στη Δημοκρατίας που καταλήγει σε κανονικές παραλίες, καιγόταν. Περίπου 40 σώθηκαν. Κάποιοι ίσως δεν ήξεραν ότι υπήρχε γκρεμός σε εμάς. Όλο το παραλιακό μέτωπο στο Κόκκινο Λιμανάκι είναι σε γκρεμό, έχει βράχια. Δεν πρόλαβαν να κατέβουν. Τους έκλεισε η φωτιά και δεν υπήρχε. Η Χρύσα αν δεν περίμενε το σύζυγο της θα είχε σωθεί, η Χρύσα ήξερε που να πάει.
Πρόεδρος: Η τελευταία ενημερώσει που πήρατε ήταν στις 5:30 από την τηλεόραση;
Μάρτυρας: Μας πήρε η κουνιάδα μου που το άκουσε. Ειδοποίηση; Δεν ακούσαμε τίποτα. Ούτε ντουντούκα. Μας έσωσε η υψομετρική διαφορά. Εγώ λόγω των ζώων έμεινα στη στεριά και σώθηκα. Όλοι οι άλλοι το ίδιο, εκτός από τον κύριο που έβγαλε τον αστράγαλο του και εκείνος που μάτωσαν τα γόνατα του που έμειναν στα πρώτα σκαλιά.
Παναγιώτης Τσιμπούκης – protothema.gr