Καθώς τελειώνει το καλοκαίρι και η δική μας η πόλη έχει καταφέρει να μην έχει διαφορά αν είναι ανοιχτά τα μαγαζιά το Σάββατο(μιλάμε για μεγάλη κατάχτηση, με «χι», όπως γράφονται σωστά οι …αγωνιστικές λέξεις)η θερμοκρασία σηκώνει μπάνια, δηλαδή Λευκάδα.
Μπορεί να είναι 3 του Σεπτέμβρη και να γιορτάζει όλη η Ελλάδα(μια ματιά στις εφημερίδες θα σας πείσει)αλλά ειδικά για την Λευκάδα εμείς οι Αγρινιώτες τρέφουμε μια ξεχωριστή αγάπη, κυρίως όσοι πηγαίναμε εκεί πριν μάθουν οι Σλάβοι της Χερσονήσου του Αίμου πως υπάρχει, όταν κοιμόμασταν με σλίπινγκ μπαγκ τα βράδια σε έναν Άγιο Νικήτα με βράχια και με ένα μπαρ όλο κι όλο. Για να μην πούμε για όσους έχουν «κάπου» να πηγαίνουν στο νησί.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι έχουμε μια άποψη από πού έχει έρθει αυτό το μέρος και που πάει. Αφήνω στην άκρη το ψυχολογικό δέσιμο μέχρι έναν αιώνα πριν που ήμασταν ένας ενιαίος χώρος και γεωγραφικά ή τις εποχές που δεν είχε ανακαλυφθεί ο τουρισμός και Λευκαδίτες ερχόταν οικογενειακώς για μεροκάματο στον κάμπο του Αγρινίου. Εκείνα είναι πολύ «περσινά» και ξινά σταφύλια.
Είναι απολύτως φυσιολογικό να έχει ακριβύνει το νησί, ίσως να μην έχει ακριβύνει και αρκετά αν αναλογιστεί κανείς τι απίστευτες παραλίες διαθέτει και τι ξεχωριστή ενδοχώρα. Δεν περιμένεις κανείς να είναι τα πράγματα όπως παλιότερα. Αυτό που δεν αντέχεται όμως είναι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται για τον έλεγχο και τις αποδείξεις. Από χθες έγινε πρώτο θέμα παντού ότι ένας Λευκαδίτης έλουσε με κρέμα κρέπας εφοριακούς .
Οι εντυπώσεις έμειναν και δεν αλλάζουν, βεβαίως ούτε πρωτοφανείς είναι ούτε μας χαλάνε το ίματζ ως ευρύτερη περιοχή. Άλλο είναι το ζουμί. Ναι, το κράτος έχει απομυζήσει τους επαγγελματίες για να πληρώνει μετακλητούς Καρανίκες, ούτε καν για να πάρει γιατρούς και νοσοκόμους. Ναι, δεν αντέχεται η φοροαφαίμαξη άλλο. Όμως δεν μιλάμε για startups εταιρίες ή για όργιο καινοτομίας, για σουβλατζίδικα και μπαράκια μιλάμε. Αφετέρου, δε, μιλάμε πρωτίστως για τον ΦΠΑ που πρέπει να αποδοθεί και πάλι στο κράτος γιατί έχει εισπραχθεί.
Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε για το συμβάν είναι περίπου η εξής: «ήταν κομμένες οι αποδείξεις, απλά δεν είχαν πάει στα τραπέζια, ο μαγαζάτορας που έριξε την κρεμούλα ελέγχεται κάθε τρεις και λίγο και ποτέ δεν αντέδρασε, Παρασκευή βράδυ έχει κόσμο, το καλοκαίρι τελειώνει, οι επαγγελματίες στενάζουν, μόνο ο τουρισμός έχει μείνει, το κράτος τον κυνηγά, ένα μήνα δουλεύουν οι επαγγελματίες, έλεος…».
Αν αφήσουμε στην άκρη την λεγόμενη «φορολογική συνείδηση» που μάλλον δεν μπορεί να υπάρξει σε ένα Κράτος/κλέφτη με παρεοκρατική συγκρότηση. Ας αφήσουμε στην άκρη το καθήκον. Πρέπει όμως να πούμε πως αν είναι Παρασκευή και τελειώνει το μικρό καλοκαίρι του ενός μήνα κλπ, κλπ, ένα είναι το κριτήριο. Οι τιμές. Σε… μαγαζί που έχει η ξαπλώστρα σχεδόν όσο στη Σαντορίνη, έστω για μια εβδομάδα(άλλη αντιεμπορική κίνηση αυτή, κανονικό φέις-κοντρόλ για το ποιος θα μπει στο… κλαμπ), πρέπει ή όχι να είναι χτυπημένες οι αποδείξεις; Αν ναι, πρέπει να είναι παντού χτυπημένες. Για να είναι χρειάζεται έλεγχος.
Είναι παντού ακριβές οι τιμές; Όχι. Μπορείς να φας σουβλάκια. Και κρέπες. Και παγωτά. Και να κάνεις τα κουμάντα σου με τα νερά, με το σούπερ μάρκετ και με το αν θα φας σε ταβέρνα. Ωραία. Μπορείς όμως να τύχεις σε μπαρ και να παραγγείλεις δύο μπύρες και δύο μαργαρίτες στο κέντρο της Λευκάδας και ο λογαριασμός να έρθει 36 ευρώ! Που σημαίνει ότι η μαργαρίτα έχει 13 ευρώ(!) και η μικρή μπύρα πέντε…
Πρέπει σε αυτό το μαγαζί να αποδοθεί ο ΦΠΑ και να χτυπηθεί απόδειξη; Αν ναι, πρέπει να χτυπηθούν παντού και να γίνουν έλεγχοι παντού. Τόσο απλό είναι.
Γ.Σ.