Aπό τα πιο γνωστά προβλήματα που έχει ένας γονιός είναι το να βάζει το ή τα παιδιά του να κοιμηθούν το μεσημέρι. Φαίνεται ότι αυτό που για τον ενήλικο κόσμο θεωρείται μία ευλογία, στον κόσμο των παιδιών φάνταζε και φαντάζει ακόμη ως μεσαιωνικό βασανιστήριο.
Όσοι έχουν ως χρονολογία γέννησης κάτι που βρίσκεται μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του 1970 και του τέλους της δεκαετίας του 1990, πιθανόν να γνωρίζουν τι εστί μεσημεράς.
Επρόκειτο ουσιαστικά για μία πολύ συγκεκριμένη εκδοχή μπαμπούλα, ένας τρόπος εκφοβισμού των γονιών προς τα παιδιά τους, προκειμένου να ξαπλώσουν και να μην τους ενοχλούν κατά τη μεσημεριανή σιέστα.
Ουσιαστικά ο Μεσημεράς, ως συνήθης εκδοχή του Μπαμπούλα, κυκλοφορούσε στις νεκρές μεσημεριανές ώρες και άρπαζε όσα παιδιά δεν βρίσκονταν στο κρεβάτι τους. Σε κάποιες εκδοχές, τον Μεσημερά τον χρησιμοποιούσαν και για εκφοβισμό των παιδιών που δεν έτρωγαν το φαγητό τους.
Πολλές φορές, μάλιστα, ειδικά οι παππούδες και οι γιαγιάδες, επινοούσαν ολόκληρες ιστορίες για το πώς άρπαξε δήθεν και τους ίδιους ο Μεσημεράς, όταν ήταν παιδιά, και τη γλίτωσαν από καθαρή τύχη.
Βέβαια, ακριβώς επειδή πρόκειται για έναν λαϊκό μύθο, ο μεσημεράς έχει χιλιάδες μορφές, αριθμητικές όσα και τα παιδιά που τον φαντάζονταν. Σε κάποιες εκδοχές είναι ένας ηλικιωμένος άνδρας που φοράει κουκούλα και κυκλοφορεί στις σκιές από τα δέντρα. Σε μία άλλη είναι ένας πολύ μεγαλόσωμος άνδρας με μεσαιωνικά όπλα και παραμορφωμένο πρόσωπο, κάτι σαν μία ελληνική εκδοχή των τρολ.
Κάποιοι τον βλέπουν ως πνεύμα χωρίς να έχει συγκεκριμένη φιγούρα. Αναφορές του υπάρχουν και ως ένα ζωντανό σκιάχτρο, ενώ σε άλλες ήταν ζωόμορφος ή τερατόμορφος. Αν υπάρχει ένα κοινό σε όλες τις απεικονίσεις του ήταν ότι κρατούσε έναν σάκο, για να βάζει μέσα τα παιδιά που άρπαζε.
Γενικά, ο Μεσημεράς εμφανιζόταν κυρίως το καλοκαίρι και αυτό είναι λογικό με το δεδομένο ότι τα παιδιά δεν είχαν σχολείο και επομένως ήταν υπό την επίβλεψη γονιών ή παππούδων. Ως εκ τούτου συνδέθηκε με μία ελληνικού τύπου ατμοσφαιρικότητα, αυτήν του μεσημεριανού καύσωνα.
Θα μπορούσε να είναι η παράξενη φιγούρα που βλέπεις θολά να σε προσπερνά μέσα στη ζαλάδα του περιπάτου σου κάτω από τον τραχύ ήλιο του Ιουλίου, όταν το μόνο που ακούς είναι ο ούτως ή άλλως απόκοσμος ήχος των τζιτζικιών. Συνδέεται επίσης με την ησυχία που επικρατεί συνήθως αυτές τις ώρες της ημέρας του καλοκαιριού. Ιδιαίτερα σε χωριά όπου μπορεί να παραθερίζουν οι Έλληνες.
Όταν έχουμε γνωρίσει τι εστί ελληνική επαρχία -και όντας αποκομμένοι ταυτόχρονα από αυτή- δεν χρειάζεται η μόνη πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία απόκοσμης ατμόσφαιρας να είναι μια ακόμα νυχτερινή αναπαράσταση του Μέλανα Δρυμού.