Στην δημοσιότητα δόθηκε το κυριακάτικο μήνυμα του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού.
Αναλυτικά:
«Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Απόκρεω αποτελεί σήμαντρο αφύπνισης και απευθύνεται προς όλους ανεξαιρέτως. Το μήνυμά της μάλιστα είναι διπλό: Σήμερα, καταρχάς, μαθαίνουμε πως θα έρθει η στιγμή, κατά την οποία θα σταθούμε πρόσωπο προς πρόσωπο απέναντι στον ζωντανό Θεό. Ίσως πολλοί να φέρνουν στο νου τους ένα σκηνικό δικαστηρίου, όπου θα κριθούμε για τις αμαρτίες μας. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα συμβεί. Όπως διαβεβαιώνουν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, δεν κινδυνεύουμε από την καταδίκη του Θεού, αλλά από τη σύγκριση της ύπαρξής μας με τη δική Του εικόνα. Όπως διαβάζουμε στα συναξάρια, όσο οι άγιοι πλησιάζουν τον Θεό, τόσο αποκαλύπτεται σε αυτούς η συναίσθηση της αμαρτίας τους και τόσο οδηγούνται στη συντριβή και τη μετάνοια. Έτσι και όλοι οι άνθρωποι, όταν σταθούν μπροστά στην απόλυτη ομορφιά του προσώπου του Θεού, θα ανακαλύψουν πόσο διέστρεψαν την εικόνα Του μέσα τους. Όταν αντικρίσουν Εκείνον που τους αγάπησε τόσο πολύ και συνειδητοποιήσουν πόσο λίγη αγάπη Του επέστρεψαν, θα αισθανθούν πολύ βαθύτερο πόνο και από την χειρότερη θεϊκή καταδίκη.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο μήνυμα, το οποίο πρέπει να μας οδηγήσει σε μία διαρκή αυτοεξέταση και σε μία διαρκή αναζήτηση του τρόπου, τον οποίον μας υπέδειξε ο Κύριος, προκειμένου να ανταποκριθούμε στην άπειρη αγάπη Του και να σταθούμε στα δεξιά Του. Σήμερα, δύο ομάδες ανθρώπων στέκονται ενώπιον του θρόνου Του. Και οι δύο γνωρίζουν τον Θεό και δεν Τον έχουν απορρίψει. Από τον διάλογο μάλιστα φαίνεται πως, και οι δύο κατηγορίες των ανθρώπων αυτών είχαν τη διάθεση να Τον συναντήσουν και να Τον υπηρετήσουν. Η πρώτη κατηγορία απ’ αυτούς διοχέτευσε όλη την αγάπη που έλαβε από τον Θεό προς τον φτωχό, τον φυλακισμένο, τον περιφρονημένο και τον άρρωστο. Η πίστη και η ευγνωμοσύνη προς Εκείνον δεν περιορίστηκε σε λόγια προσευχής, πιθανόν πολύ θερμής, ούτε και σε αφηρημένες σκέψεις, πιθανόν υψηλής θεολογίας, ούτε ακόμη σε φλογερά κηρύγματα για το μεγαλείο και τη δύναμη του επουράνιου Πατέρα. Όλη αυτή η αγάπη προς τον Θεό μεταβλήθηκε σε ευσπλαχνία προς τον συνάνθρωπο. Αντί να αναζητήσουν στους μακρινούς ουρανούς τον αποδέκτη της ευγνωμοσύνης τους, έσκυψαν στον κόσμο τούτο. Αντί να αναζητήσουν τον Θεό στα απρόσιτα ύψη, αναζήτησαν τις ζωντανές εικόνες του. Αντί απλώς να συγκινούνται από τα Θεία Πάθη, απάλυναν τον πόνο και αλάφρωσαν τα βάσανα της καθημερινότητας των εμπερίστατων συνανθρώπων τους.
Ίσως να μην ήταν τόσο ώριμοι πνευματικά, ώστε, σε κάθε άνθρωπο να βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό. Ίσως και να έφυγαν από τη ζωή αυτή με το παράπονο πως δεν γεύτηκαν ποτέ την παρουσία Του. Γι’ αυτό και στη σημερινή παραβολή, αναρωτιούνται: «Κύριε, πότε σε είδαμε άρρωστο, πεινασμένο, διψασμένο, γυμνό ή φυλακισμένο και σε συντρέξαμε;»
Έφτασε, όμως, η στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης. Έφτασε η στιγμή, ο Ίδιος να τους διαβεβαιώσει πως Τον συνάντησαν στα πρόσωπα εκείνων που δεν περιφρόνησαν. Ο φτωχός, ο γυμνός, ο πληγωμένος, ο εγκαταλελειμμένος, ο φυλακισμένος που χτύπησαν την πόρτα τους, ήταν, όντως, Εκείνος που πίστευαν και περίμεναν.
Η δεύτερη κατηγορία των ανθρώπων της σημερινής παραβολής έχει πολλές ομοιότητες με την πρώτη. Και εδώ, οι άνθρωποι έχουν αποδεχθεί την ύπαρξη του Θεού και, μάλιστα, η παραβολή μάς αφήνει να υποθέσουμε πως και εκείνοι αναζητούσαν να δουν το πρόσωπό Του. Το ίδιο πράγμα ρωτούν: «Κύριε, πότε σε είδαμε άρρωστο, πεινασμένο, διψασμένο, γυμνό ή φυλακισμένο και δεν σε συντρέξαμε;»
Απέτυχαν όμως! Σε τι; Στη μίμηση Εκείνου που μόνο θεωρητικά πίστευαν και αγαπούσαν. Ενώ ο επουράνιος Θεός «εκένωσεν εαυτόν», δηλαδή αποξενώθηκε από τον θεϊκό του χαρακτήρα και καταδέχτηκε, από άπειρη αγάπη, να λάβει τη μορφή των πλασμάτων του, οι άνθρωποι της δεύτερης αυτής κατηγορίας περιφρόνησαν τη γη, αδιαφόρησαν για τις ζωντανές εικόνες του Θεού και Τον άφησαν ολομόναχο να περιφέρεται στους δρόμους του πόνου και της αδικίας αυτού του κόσμου. Την ώρα που τα πρόβατα της παραβολής Τον ακολούθησαν στη συμπόνια Του για τους ανθρώπους και μετέτρεψαν τη θεωρητική αγάπη σε πράξη, τα ερίφια αρκέστηκαν σε μία αδρανή ευσέβεια, στερημένη όμως από την έμπρακτη ευσπλαχνία.
Ιδού, λοιπόν, για ποιό λόγο η σημερινή παραβολή μας προσφέρει μία μεγάλη ευκαιρία. Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να ταυτίσουμε, στο νου και την καρδιά μας, τον Θεό που πιστεύουμε και θέλουμε να αγαπούμε, με τον συνάνθρωπο που περιμένει βοήθεια και συμπαράσταση. Φαίνεται τόσο απλό και συγχρόνως τόσο μεγαλειώδες: Τη στιγμή που αισθανόμαστε πως ο Θεός που πιστεύουμε είναι μακριά μας και πως, ίσως, οι προσευχές μας να μη φτάνουν σ’ Εκείνον, ο ίδιος ο Χριστός, παίρνοντας το πρόσωπο τον αδελφών μας, κυκλοφορεί δίπλα μας.
Στην Τελική Κρίση δεν θα κριθούμε επειδή δεν κάναμε θαύματα ή δεν είδαμε οράματα. Θα κριθούμε διότι δεν αναγνωρίσαμε τον ίδιο τον Χριστό στα πρόσωπα των ανθρώπων. Αν κάποιος μας έλεγε πως αυτή την ώρα, έξω από τον Ναό, στέκεται ο ίδιος ο Χριστός και μάς περιμένει, δεν θα τρέχαμε, άραγε, αφήνοντας κάθε άλλη ασχολία, προκειμένου να Τον αγκαλιάσουμε και να Τον υπηρετήσουμε; Ιδού, λοιπόν, η μεγάλη μας ευκαιρία, ώστε, η πίστη και η αγάπη μας προς Αυτόν να μετατραπεί σε έργο και διακονία προς τις ζωντανές Του εικόνες. Ας αναζητήσουμε όλοι μαζί μία ζωή, στην οποία, μοναδική προτεραιότητα θα είναι να γίνουμε δικοί Του διάκονοι, έχοντας ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά της καρδιάς μας στις εκκλήσεις που καθημερινά μάς απευθύνουν οι αναγκεμένοι άνθρωποι του καιρού μας. Και ας μην ξεχνάμε πως, πείνα δεν είναι μόνον η ανάγκη για τροφή, αλλά και η ανάγκη για έναν καλό λόγο, για λίγο χρόνο, για λίγη συγχώρεση. Ασθένεια δεν είναι μόνον εκείνη του σώματος που οδηγεί έναν άνθρωπο στο νοσοκομείο, αλλά και εκείνη της ψυχής που μαραζώνει στη μοναξιά και περιμένει μία ανθρώπινη παρουσία για να αρχίσει και πάλι να αναπνέει. Φυλακισμένος δεν είναι μόνον εκείνος που βρίσκεται μέσα σε ένα κελί, αλλά και εκείνος που βιώνει την απομόνωση και τον αποκλεισμό.
Σε καιρούς με ανάγκες πρωτόγνωρες και επείγουσες, ο ίδιος ο Χριστός μάς απλώνει συνεχώς το χέρι. Κάθε ώρα και κάθε στιγμή, στη ζωή του καθενός, πραγματοποιείται η τελική κρίση. Είναι στο χέρι μας να μετατραπεί ο τρόπος της ζωής μας και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο σε δρόμο που θα μάς οδηγήσει κατευθείαν στην αγκαλιά Εκείνου που περιμένει όλους μας».