Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου
Την 1η Νοεμβρίου του 2001 κοιμήθηκε στην Αθήνα ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος, ο οποίος έκανε μεγάλη έρευνα, θεολογική και ιστορική, και κατέγραψε τα αποτελέσματά της σε εξαιρετικά βιβλία και άρθρα, αλλά τα παρουσίασε σε προφορικές παραδόσεις στους φοιτητές του και σε διάφορα άλλα ακροατήρια.
Τιμώντας την μνήμη αυτού του μεγάλου δογματικού καθηγητού στην επέτειο της κοιμήσεώς του, μετά από 23 χρόνια, συνέταξα μια περίληψη του βιβλίου «Επίτομος Ορθόδοξος Πατερική Δογματική», που είναι μαθήματα Δογματικής κατά τις «φοιτητικές σημειώσεις» στην αρχή της Πανεπιστημιακής του διδασκαλίας, στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης τα έτη 1971-1972, όπως θα εξηγήσω στην συνέχεια.
1. Οι «φοιτητικές σημειώσεις»
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ως Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, εξέδωσε το έτος 1973 τον πρώτο τόμο της «Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», ο οποίος χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι γενικό και αναφέρεται στις ορθόδοξες προϋποθέσεις των δογμάτων των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων και το δεύτερο μέρος παρουσιάζει την διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων Α΄, Β΄, και Η΄ περί της Αγίας Τριάδος σε αντιπαραβολή με την Φραγκολατινική παράδοση.
Από έρευνα που έκανα πιθανολογώ με βάσιμο τρόπο, ότι το δεύτερο αυτό μέρος της Δογματικής του που αναφέρεται στην διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων Α΄, Β΄, και Η΄ είναι το υλικό που είχε συγκεντρώσει για την διδακτορική του διατριβή στο Harvard υπό την επίβλεψη του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, που τελικά δεν την υπέβαλε, λόγω της συνταξιοδότησης του π. Γεωργίου.
Δυστυχώς, δεν εξέδωσε τον επόμενο τόμο, όπως τον προανήγγειλε, ήτοι περί δημιουργίας, πτώσης και σωτηρίας, περί Χριστολογίας, Εκκλησιολογίας, θείας Χάριτος, θείων Μυστηρίων και εσχατολογίας.
Πριν, όμως, από την έκδοση του Α΄ τόμου της Δογματικής αυτής, όταν άρχισε να παραδίδη μαθήματα στους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, ο τότε φοιτητής του και αργότερα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης και φίλος μου κ. Ιωάννης Κογκούλης, κρατούσε σημειώσεις από το μάθημα Δογματικής του π. Ιωάννου Ρωμανίδη και τις εξέδωσε πολυγραφημένες το έτος 1972, με τίτλο «Φοιτητικαί σημειώσεις Δογματικής, κατά τας παραδόσεις του καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδου», για την βοήθεια του ιδίου και των συμφοιτητών του, πράγμα που ικανοποίησε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη. Αργότερα (2016) ο Ομότιμος πλέον καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωάννης Κογκούλης δημοσίευσε τις σημειώσεις του αυτές μεταγλωττισμένες στην νεοελληνική γλώσσα, από τις εκδόσεις Κυριακίδη, με τίτλο: «Επίτομος Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, κατά τις παραδόσεις του καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδου».
Τις πολυγραφημένες αυτές σημειώσεις του κ. Ιωάννου Κογκούλη τις είχα στο Αρχείο μου, όπως μου τις έδωσε ο αείμνηστος Δικηγόρος Αθανάσιος Σακαρέλλος, στον οποίο, προφανώς, τις έδωσε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης λόγω της φιλίας τους.
Αργότερα, το 2004, οι φοιτητικές αυτές σημειώσεις, που τις ενέκρινε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, δημοσιεύθηκαν με δίγλωσση έκδοση (ελληνική και αγγλική) από τον καθηγητή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης π. Γεώργιο Δράγα, με τίτλο: «An Outline of Othodox Patristic Dogmatics – Επίτομος Ορθόδοξος Πατερική Δογματική». Πρόκειται για ένα κείμενο ευσύνοπτο στο οποίο βλέπει κανείς σπερματικώς την σκέψη του χαρισματικού αυτού δογματολόγου, π. Ιωάννου Ρωμανίδη για ολόκληρη την Δογματική.
Οι σημειώσεις αυτές είναι σημαντικές, αν σκεφθή κανείς ότι γράφηκαν χωρίς τις σύγχρονες τεχνικές (μαγνητόφωνο-βιντεοσκόπηση) από έναν φοιτητή, τον κ. Ιωάννη Κογκούλη, ο οποίος είχε ιδιαίτερα χαρίσματα και ιδιαίτερη έφεση στην Δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Θεώρησα καλό να παρουσιάσω αυτό το κείμενο στο ευρύ ελληνικό αναγνωστικό κοινό σε μια ευσύνοπτη περίληψη, και ενημέρωσα τον κ. Ιωάννη Κογκούλη. Πρόκειται, πράγματι, για δύσκολο έργο, γιατί δεν είναι εύκολο να κάνη κανείς περίληψη της «Επίτομης Ορθόδοξης Πατερικής Δογματικής». Ούτως ή άλλως το κείμενο αυτό είναι επιτομή της διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, και όταν γίνεται περίληψη της επιτομής τα πράγματα δυσκολεύονται. Την παρουσιάζω, όμως, με την απαραίτητη σημείωση ότι ασφαλώς σε μια ευσύνοπτη περίληψη της ήδη Επιτομής είναι ενδεχόμενο να ξεφύγουν μερικά καίρια σημεία. Ωστόσο, θα προσφερθούν οι βασικές θεολογικές σκέψεις του πρωτοτύπου, αλλά και πατερικού αυτού δογματικού θεολόγου π. Ιωάννου Ρωμανίδη, και κατά κάποιον τρόπο θα αναπληρωθή η μη δημοσίευση της ολοκληρωμένης Δογματικής, την οποία όλοι αναμέναμε.
Βεβαίως, το κείμενο που θα ακολουθήση είναι ευνόητο ότι θα πρέπει να συμπληρωθή ή να αντιπαραβληθή από τον αναγνώστη με το δίτομο έργο «Εμπειρική Δογματική» που εξέδωσα με βάση την προφορική διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, γιατί έτσι θα φανή ότι η Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι έκφραση και διατύπωση της εν Χάριτι εμπειρίας που είχαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Πατέρες, οι οποίοι αξιώθηκαν να δούν στο άκτιστο Φως τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο και δι’ Αυτού μυήθηκαν στο μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Έτσι, η Δογματική εκφεύγει από την φιλοσοφική διάνοια του ανθρωπίνου στοχασμού.
2. Η φιλοσοφική και εμπειρική θεολογία για τον Θεό
Πριν διαβασθή η περίληψη της «Επιτομής», θα πρέπει να γίνη μια παρατήρηση, που είναι μια από τις πιο βασικές διδασκαλίες του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ότι υπάρχει σαφέστατη διαφορά μεταξύ του φιλοσοφικού τρόπου θεολογίας των αιρετικών, και του εμπειρικού τρόπου θεολογίας των Πατέρων.
Οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη έβλεπαν τον άσαρκο Λόγο μέσα στο Φως, καθώς επίσης και τον Τριαδικό Θεό, αλλά είχαν άλλη ορολογία, ομιλούσαν για Θεό – Κύριο της δόξης – Πνεύμα Θεού· ή για Θεό – Μεγάλης Βουλής Άγγελο – Πνεύμα του Θεού· ή για Θεό – Γιαχβέ – Πνεύμα Θεού. Οι Απόστολοι και οι άγιοι έβλεπαν τον σεσαρκωμένο Λόγο μέσα στο Φως εν Αγίω Πνεύματι και διά του Χριστού έβλεπαν τον Πατέρα, του οποίου είναι εικών απαράλλακτος, όπως έγινε στην Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ. Γι’ αυτό στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη έκαναν λόγο για τον Θεό ως Φως και για τρία Φώτα. Αυτό το βλέπουμε στην Αγία Γραφή και την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας.
Όμως, οι αριστοτελικοί φιλόσοφοι, κυρίως της Συρίας, ισχυρίζονταν ότι αφού οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο κόσμος δεν υπήρξε ανέκαθεν, αλλά δημιουργήθηκε αργότερα, αυτό σημαίνει ότι ο Θεός των Χριστιανών ήταν δυνάμει δημιουργός του κόσμου και με την δημιουργία του είναι ενεργεία δημιουργός του κόσμου, πράγμα που φανερώνει ότι ο Θεός των Χριστιανών ήταν ατελής και δημιούργησε τον κόσμο για να τελειοποιηθή ο ίδιος.
Τότε, οι Χριστιανοί θεολόγοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πρόκληση των αριστοτελικών φιλοσόφων, ισχυρίσθηκαν ότι ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν αμετάβλητος, αλλά κατ’ ενέργειαν είναι δημιουργός του κόσμου. Έτσι, ανεπτύχθηκε από τους πρώτους φιλοσοφούντας Χριστιανούς θεολόγους (Παύλο Σαμοσατέα, Λουκιανό, Άρειο, Ευνόμιο) η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αλλά με φιλοσοφικό τρόπο.
Αφού, όμως, και οι φιλοσοφούντες θεολόγοι (αιρετικοί) δέχθηκαν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, στην συνέχεια προχώρησαν και στο Τριαδικό θέμα για να εξετάσουν τις σχέσεις μεταξύ του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, με βάση την διάκριση ουσίας και ενεργείας. Ομιλούσαν, λοιπόν, για το ότι δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν σχέση μεταξύ του Πατρός και του Λόγου, διότι η κατ’ ουσίαν σχέση είναι κατ’ ανάγκη σχέση, γι’ αυτό ο Θεός δημιούργησε τον Λόγο κατ’ ενέργεια και κατά θέληση, οπότε είναι κτίσμα. Άλλοι ομιλούσαν για το ότι ο Λόγος είναι η λογική ενέργεια του Θεού και το Άγιον Πνεύμα είναι η αγαπητική ενέργεια του Θεού. Όταν, έπειτα, προχώρησαν από την Τριαδολογία στην Χριστολογία, έκαναν λόγο για το ότι ενηνθρώπησε η λογική ενέργεια του Θεού. Έτσι εισήχθη στην θεολογία μια αιρετική φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, η οποία ενώ στην κοσμολογία έλυσε μερικά προβλήματα, εν τούτοις στην Τριαδολογία και την Χριστολογία δημιούργησε αιρέσεις.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας για να απαντήσουν σε αυτήν την πρόκληση δέχθηκαν την ορολογία ουσία και ενέργεια, όμως έδωσαν διαφορετική ερμηνεία, δηλαδή δίδαξαν ότι η ενέργεια του Θεού δεν ερμηνεύεται φιλοσοφικώς, αλλά εμπειρικώς, που σημαίνει ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού είναι το άκτιστο Φως της θεότητος, του οποίου μετέχουν οι θεόπτες άγιοι. Ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα δεν είναι η λογική και αγαπητική ενέργεια του Πατρός, αλλά ιδιαίτερα πρόσωπα, που έχουν την ίδια ουσία και ενέργεια με τον Πατέρα. Τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία και ενέργεια που είναι άκτιστα. Οι θεούμενοι βλέπουν την δόξα-ενέργεια του Θεού, κατά την αποκάλυψη-θεοπτία, και όχι την ουσία Του, με άρρητα ρήματα και στην συνέχεια διατυπώνουν αυτήν την θεοπτική εμπειρία με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα.
Έτσι, υπάρχει η φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, που κατέληξε σε πολλές τριαδολογικές και χριστολογικές αιρέσεις, και η εμπειρική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό που είναι η θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ των δύο αυτών διδασκαλιών.
Γενικά πρέπει να σημειωθή ότι οι αιρετικοί φιλοσοφούσαν πάνω στα θεολογικά θέματα με την λογική και τον στοχασμό, ενώ οι Πατέρες ομιλούσαν από την εμπειρία που είχαν ή ακολουθούσαν την αποκαλυπτική εμπειρία των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων. Μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να διαβασθούν τα επόμενα.
Παρατίθεται η περίληψη της Επιτομής της Ορθόδοξης Πατερικής διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, της οποίας τα κεντρικά σημεία είναι: 1. Θεός και κόσμος. 2. Η Αγία Τριάς-Τριαδολογικό Δόγμα. 3. Χριστολογία. 4. Περί Εκκλησίας-Εκκλησιολογία. Στο τέταρτο (4) αυτό μέρος γίνεται λόγος γενικά περί Εκκλησίας, η ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, περί τελειώσεως διά του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού και περί εσχάτων.