ΟΙωάννης Μεταξάς ήταν ένας δικτάτορας και αυτό δεν αλλάζει παρά τις προσπάθειες ιστορικού αναθεωρητισμού που φουντώνουν και ξαναφουντώνουν κάθε φορά που το ημερολόγιο δείχνει 28η Οκτωβρίου ή 4η Αυγούστου.
Δεν υπάρχουν καλοί δικτάτορες. Αυτό είναι μια εφεύρεση της ακροδεξιάς που στηρίζει την επιχειρηματολογία της (κατά βάση) στο «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου. Τα «Όχι», όμως, τα λένε οι λαοί και όχι οι δικτάτορες.
Ειδικά στην περίπτωση του Μεταξά, μάλιστα, είναι γνωστό πως η ιδεολογία του ήταν σχεδόν ταυτόσημη με αυτή του Άξονα. Γνώριζε, όμως, πως το να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών και των Ιταλών θα ήταν καταστροφικό για τη χώρα.
Και έτσι έφτασε σε μια απόφαση που εξέπληξε πολλούς. «Είπε το ”Όχι” ο μοναδικός Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ”Ναι”», όπως δεικτικά είχε πει τότε ο προπολεμικός κεντρώος πρωθυπουργός, Γεώργιος Καφαντάρης.
Πριν φτάσουμε, όμως, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε η δικτατορία του και γύρω από αυτή πολλοί μύθοι και αλήθειες.
Πώς φτάσαμε στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου
Ανάμεσα στους ιστορικούς υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το πότε ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση προς την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά. Οι περισσότεροι, πάντως, συμφωνούν πως οι εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 ήταν καθοριστικές για τις μετέπειτα πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα.
Εκείνες τις εκλογές είχαν γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής και δεν είχαν αναδείξει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η αντιβενιζελική παράταξη είχε κερδίσει 143 έδρες και η βενιζέλικη 142. Παράλληλα, υπήρχε το «Παλλαϊκό Μέτωπο», που απαρτιζόταν από το ΚΚΕ και άλλα αριστερά κόμματα και έλαβε 15 έδρες, αλλά και το «Κόμμα των Ελευθεροφρόνων» του Ιωάννη Μεταξά που κατέλαβε μόλις επτά έδρες.
Αυτό το ρευστό εκλογικό αποτέλεσμα έρχεται να επισφραγίσει μια εξαιρετικά θολή πολιτική κατάσταση που γίνεται ακόμα πιο θολή από το γεγονός πως ο λαός έχει κουραστεί από όλα αυτά που είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια (πολιτική αστάθεια, διαδοχικά στρατιωτικά κινήματα, εθνικός διχασμός, οικονομική κρίση κλπ) και αυτό που θέλει είναι να επέλθει μια πολιτική νηνεμία.
Επιπλέον, το 1936 είναι η χρονιά στη διάρκεια της οποίας πεθαίνουν ούτε ένας, ούτε δυο, αλλά έξι πρώην πρωθυπουργοί της χώρας. Ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Δεµερτζής, ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Αλέξανδρος Ζαΐµης και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου!
Όλοι αυτοί οι θάνατοι προκαλούν εύλογα ένα κενό σε ότι αφορά το πολιτικό δυναμικό που μπορεί να αναλάβει τη διαχείριση της χώρας σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία. Ταυτόχρονα, υπήρχε έντονη η αίσθηση πως δεν είχε αναδειχθεί ακόμα η νέα γενιά πολιτικών που θα μπορούσε να αναλάβει το δύσκολο έργο της εξουσίας.
Ειδικά ο θάνατος του Κωνσταντίνου Δεμερτζή ήταν καθοριστικός για τις εξελίξεις. Μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνηση, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Δεμερτζή. Υπουργός Στρατιωτικών και αντιπρόεδρος σε εκείνη την κυβέρνηση θα ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Και λέμε «θα» γιατί ο θάνατος του Βενιζέλου (18 Μαρτίου) έριξε βαριά τη σκιά του στα πολιτικά πράγματα της χώρας και η νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση ανέβαλε για λίγο την ανάληψη των καθηκόντων της.
Τη Δευτέρα του Πάσχα 13 Απριλίου ο Δεμερτζής βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του μετά από καρδιακό επεισόδιο! Το πολιτικό κενό ήταν τεράστιο. Ο βασιλιάς, ωστόσο, ανέλαβε δράση και χωρίς να ρωτήσει κανέναν διόρισε ως νέο πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά!
Η επιλογή αυτή ήταν σοκαριστική. Ο Μεταξάς ήταν δηλωμένος φιλογερμανός, είχε ιδεολογική ταύτιση τόσο με τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ όσο και με τη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι ενώ ήταν ανοιχτά ενάντια στον κοινοβουλευτισμό.
Ο Μεταξάς σχημάτισε κυβέρνηση η οποία πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ψήφο ανοχής από το Λαϊκό Κόμμα. Τον Σεπτέμβριο του 1936 η Βουλή κλείνει και δίνει τη δυνατότητα στον Μεταξά να κυβερνά με διατάγματα!
Ο λαός ξεσηκώνεται και οι διαδηλώσεις «πνίγονται» στο αίμα! Ο ματωμένος Μάης στη Θεσσαλονίκη αφήνει πίσω του 12 νεκρούς, 280 τραυματίες και εμπνέει τον Γιάννη Ρίτσο να γράψει τον «Επιτάφιο» που αργότερα μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Χρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συνέλευσις και χάσαμε τον ψυχικόν σύνδεσμο προς τον λαόν. Διότι τι είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήση ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς», είχε δηλώσει τότε ο βουλευτής Βάσος Στεφανόπουλος.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, επιχειρούν να έρθουν σε συνεννόηση προκειμένου να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας και να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο αλλά στις 17 Μάη πεθαίνει και ο Παναγής Τσαλδάρης.
Η αντιβενιζελική παράταξη (με δεδομένο πως είχε πεθάνει και ο Γεώργιος Κονδύλης) έμεινε ακέφαλη με μοναδικό «μεγάλο όνομα» τον Μεταξά ο οποίος σε συμφωνία με τον βασιλιά τη νύχτα της 4ης Αυγούστου εγκαθιδρύει το δικτατορικό καθεστώς του!
Ακροδεξιοί μύθοι και αλήθειες για το καθεστώς
Το πρώτο διάταγμα που υπέγραψε ο δικτάτορας Μεταξάς ήταν αυτό που προέβλεπε την αναστολή του άρθρου του Συντάγματος που προέβλεπε την προστασία των ατομικών ελευθεριών. Όχι τυχαία το… βιαστικό του πράγματος προέκυπτε από το γεγονός πως την 5η Αυγούστου οι εργάτες είχαν κηρύξει γενική απεργία.
Στη συνέχεια εκδόθηκε το διάταγμα για τη διάλυση των κομμάτων ενώ οι εφημερίδες δεν κυκλοφόρησαν την επόμενη ημέρα. Τρία μέλη της «κυβέρνησης» του Μεταξά, Γεώργιος Μαντζαβίνος (Υπουργός Οικονομικών), ο Δημήτριος Ελευθεριάδης (Υπουργός Προνοίας) και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (Υφυπουργός Οικονομικών), κατάλαβαν πως η χώρα είχε μπει σε τροχιά στυγνής δικτατορίας αρνήθηκαν να υπογράψουν τα διατάγματα και παραιτήθηκαν αλλά άμεσα αντικαταστάθηκαν.
Το απόγευμα της πρώτης ημέρας άρχισαν και οι συλλήψεις των πολιτικών αντιπάλων του Μεταξά. Πολιτικοί από κάθε παράταξη αντέδρασαν έντονα στην επιβολή της δικτατορίας αλλά ο Γεώργιος σφύριζε αδιάφορα και κάλυπτε κάθε κίνηση του Μεταξά ο οποίος κάθε ημέρα που περνούσε ισχυροποιούσε ολοένα και περισσότερο τη θέση του.
Ο δικτάτορας ήθελε να δημιουργήσει τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό»! Ο πρώτος ήταν της αρχαίας Ελλάδας, ο δεύτερος του Βυζαντίου και ο τρίτος θα ήταν ο… δικός του και είχε σαν στόχο τη φυλετική ενότητα του έθνους! Σύντομα όλοι κατάλαβαν τι είδους «πολιτισμό» έφερνε μαζί του ο δικτάτορας.
Ο Μεταξάς δημιούργησε την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (αφού δεν είχε κόμμα έφτιαξε νεολαία και διέλυσε ακόμα και το Σώμα των Προσκόπων για να το πετύχει αυτό) στην οποία η συμμετοχή δεν ήταν υποχρεωτική αλλά θεωρούταν αυτονόητη μέσω των σχολείων όπου πλέον οι μαθητές θα έπρεπε να ορκίζονται «στον Βασιλέα, στην Πατρίδα, στον διάδοχο, στον κυβερνήτη και στον Γενικό Επιθεωρητή», όποιος μαθητής δεν το έκανε είχε και τις ανάλογες κυρώσεις.
Η στρατολόγηση των παιδιών (αγόρια και κορίτσια) στην ΕΟΝ ξεκινούσε από την ηλικία των 8 ετών!
Τα παιδιά φορούσαν στολές, συμμετείχαν σε εθνικιστικές εκδηλώσεις και χαιρετούσαν ναζιστικά. Ταυτόχρονα υπήρχε λογοκρισία, διώξεις και βασανισμοί. Ακροναυπλία, Άη Στράτης, Ανάφη μετατράπηκαν σε τόπους μαρτυρίου για τους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος.
Ειδικά οι διώξεις των κομμουνιστών ήταν άγριες και είχαν ως βασικό σχεδιαστή τον περιβόητο Κωνσταντίνο Μανιαδάκη ο οποίος ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης. Ο Μανιαδάκης «έχτισε» όλες τις αποφάσεις του πάνω σε ναζιστικά και φασιστικά πρότυπα.
Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Μεταξάς εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο λαός είχε κουραστεί και ήθελε κοινωνική ειρήνη. Μιλάμε, άλλωστε, για μια χώρα που το όραμα της «Μεγάλης Ελλάδα» βρέθηκε ξαφνικά φτωχή, γεμάτη από προσφυγικές παραγκουπόλεις και σε οικονομική ύφεση.
Ο δικτάτορας Μεταξάς χαρίζει κάποια χρέη στους αγρότες και παράλληλα αρχίζει να περνάει σαν δικές του διάφορες φιλολαϊκές πολιτικές που όμως είχαν δρομολογηθεί χρόνια νωρίτερα από νόμιμες κυβερνήσεις.
Το ΙΚΑ, για παράδειγμα, δε δημιουργήθηκε επί Μεταξά όπως ψευδώς ισχυρίζονται οι ακροδεξιοί ακόμα και σήμερα. Το ΙΚΑ ιδρύθηκε το 1934 με νόμο του 1922 και πρώτο διοικητή τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο! Η υποχρεωτική ασφάλιση, δε, καθιερώθηκε το 1935. Ο Μεταξάς εξέδωσε τους εφαρμοστικούς νόμους και εγκαινίασε τα δύο πρώτα υποκαταστήματα σε Αθήνα και Πειραιά.
Ούτε το οκτάωρο καθιέρωσε ο Μεταξάς. Το οκτάωρο είχε νομοθετηθεί ήδη από το 1913 οπότε αφορούσε μόνο τους εργάτες των ορυχείων. Στη συνέχεια, σταδιακά, (πρώτα το 1920 με τη νομοθετική κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας και έπειτα το 1932 με Προεδρικό Διάταγμα του Βενιζέλου, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ υπ. αριθ. Α 212 19320704) επεκτεινόταν και σε άλλα επαγγέλματα, μια πορεία την οποία απλά συνέχισε ο Μεταξάς.
Η ίδια λογική ισχύει και με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που δεν είναι έργο του Μεταξά αλλά των προκατόχων του.
Το ίδιο ισχύει και για την κυριακάτικη αργία η οποία ψηφίστηκε το 1910 η οποία, επίσης, στην αρχή της εφαρμογής της δεν ίσχυε για όλους τους εργαζόμενους. Αφορούσε κάποιες επαγγελματικές ομάδες ενώ οι υπόλοιπες άρχισαν να διεκδικούν τη συμπερίληψή τους κάτι που κάποιες από αυτές πέτυχαν, τελικά, επί Μεταξά.
Στην πραγματικότητα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, μάλιστα, δεν προστάτευσε την κυριακάτικη αργία αλλά αντίθετα προωθούσε την υλοποίηση του… «Κυριακάτικου Μεροκάματου» το οποίο δινόταν για την «Εθνική Άμυνα». Δουλειά την Κυριακή, δηλαδή, και το μεροκάματο πήγαινε υπέρ του στρατού. Απλήρωτη εργασία με τη σφραγίδα του δικτατορικού καθεστώτος.
Η δικτατορία του Μεταξά, κατέρρευσε με τον θάνατό του, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Νίκος Δεμισιώτης – reader.gr