Μία ξεχασμένη προσωπικότητα αλλά με μεγάλη προσφορά στην πόλη του Αγρινίου είναι ο Ιερομόναχος Βασίλης Νασιόπουλος. Είναι ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε τη δημιουργία του γηροκομείου της πόλης. Χάρις στις προσπάθειες του κατάφερε να πείσει τον δωρητή Αθανάσιο Ρήκα να παραχωρήσει το χώρο, όπου έγινε το οίκημα.
Ο Νασόπουλος γεννήθηκε στον Προυσσό το 1893 και αργότερα εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο όπου δημιούργησε βιβλιοπωλείο την εποχή του Μεσοπολέμου. Αποτέλεσε μέλος της χριστιανικής αδελφότητας “Ζωή”. Ο Νασόπουλος πρωτοστάτησε επίσης μαζί με άλλους και στην ίδρυση της Χριστιανικής Ένωσης Αγρινίου.
Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει να έχει εγκαταλείψει το Αγρίνιο και να είναι ιερομόναχος στα Καλάβρυτα και συγκεκριμένα στην ιστορική μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων από το 1821. Όταν οι Γερμανοί έκαψαν τα Καλάβρυτα, ο Νασόπουλος επέλεξε να παραμείνει μαζί με άλλους καλόγερους. Σημειωτέον είναι ότι τόσο αυτός όσο και οι άλλοι παραμένοντες είχαν το χρονικό περιθώριο να φύγουν.
Ακολουθεί ο διάλογος μεταξύ των καλόγερων, σύμφωνα με μαρτυρία του π. Τιμόθεου Καποτά, που διασώζει το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος. Σε αυτόν ο Νασόπουλος εμφανίζεται ανυποχώρητος μαζί με άλλους να φύγει:
“Γυρίζω πάλι πίσω και πήρα λίγο αλεύρι που είχα και το πήγαινα προς το Δάσος. Έρχεται ο μακαρίτης ο Βασίλειος ο πνευματικός ( σ.σ. Νασόπουλος) και μου λέει:
«Έλα σε παρακαλώ, έλα και εσύ».
Ανέβηκα επάνω, στην αίθουσα των κειμηλίων. Ήσαν συγκεντρωμένοι εκεί καμιά 20αριά καλόγεροι και κάποιοι δάσκαλοι ή καθηγητές.
Πήρα το λόγο εγώ, παρότι ήμουν ο μικρότερος και έπρεπε να μιλήσω τελευταίος· ήμουν τότε τριάντα τριών ετών.
«Άγιε Ηγούμενε, μου επιτρέπεις να πω την γνώμη μου;»
Μου δίνει την άδεια και απευθυνόμενος προς τη σύναξη λέω :
«Κατά τη γνώμη μου πρέπει να φύγουμε».
«Δεν πρέπει να φύγουμε, γιατί πρέπει να υπερασπίσουμε τα άγιά μας. Ο Άγιος Αλέξιος μας έχει εδώ τόσα χρόνια», απάντησε ο ηγούμενος σε αυστηρό ύφος.
«Γέροντα, μήπως θα μας ρωτήσουν εμάς οι Γερμανοί για το Χριστό, για να πάμε ως μάρτυρες; » Ξαναλέω εγώ.
«Σε διατάζω», μου απαντάει.
Κατεβάζω το κεφάλι και φεύγω και πάω κατευθείαν σε ένα κελί. Μπαίνω μέσα και κοιτάω προς τα κάτω, κατά τη Βυσωκά. Βλέπω τους Γερμανούς να ανεβαίνουν προς το μοναστήρι. Φεύγω λοιπόν από κει και πάω πάλι στον Ηγούμενο και του λέω:
«Άγιε Ηγούμενε, τα Καλάβρυτα κάηκαν, το διαπιστώσαμε. Οι Γερμανοί έφυγαν από τα Καλάβρυτα, πήγανε στη Βυσωκά, την κάψανε και έρχονται τώρα προς τα εδώ. Πού είναι οι άνθρωποι που κάηκαν και δεν έχουν ούτε ρούχο να φορέσουν, ούτε φαϊ να φάνε, ούτε τίποτα; Πώς δεν ήρθαν εδώ να κοιμηθούνε; Πού είναι αυτοί οι άνθρωποι; Αυτό δεν σε βάζει σε έννοια, γέροντα; »
Μου φάνηκε σαν να τον συγκλόνισαν τα λόγια μου. Ωστόσο, δεν μίλησε.
Φεύγω και πάω στο κελί μου. Είχα πάρει την απόφασή μου: θα ‘φευγα στο δάσος. Ζαλώθηκα ένα μεγάλο μπαούλο -που ‘χα και ‘βαζα την πατάτα-, για να το πάω στο δάσος και να βάλω τις κότες μέσα. Βγαίνοντας στο διάδρομο κοιτάω από το παράθυρο και βλέπω που ερχόντουσαν οι Γερμανοί· ήσαν στα κυπαρίσσια. Πετάγομαι έξω και κι άρχισα να φωνάζω:
«Έρχονται οι Γερμανοί, φύγετε, φύγετε. Άγιε Ηγούμενε, τι κάνεις;. Θα πάρεις τον κόσμος τον λαιμό σου;».
Και φύγανε όλοι. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα τότε.
Γυρίζω πίσω και πήρα λίγο ψωμί, ένα πανωφόρι και ένα κιάλι στα χέρια μου, τα πήρα και όταν εγώ έβγαινα έξω να κάνω κατά το ηρώο οι Γερμανοί ήσαν στον ιστορικό ναό. Τόσο κοντά. Από εκεί λοιπόν πήγα πάνω στο βουνό-μια ώρα μακριά από το μοναστήρι- και συνάντησα εκεί τον ηγούμενο, που είχε διαφύγει από έναν άλλο δρόμο. Οι υπόλοιποι μοναχοί είχαν κάνει προς την Κρανιά. Κάποια στιγμή κοιτάω και βλέπω, όπως φύσαγε ο αέρας, τέσσερα μέτρα τις φλόγες που ξεπετάγονταν από το μοναστήρι και λέω:
«Καίγεται η Αγία Λαύρα, Άγιε Ηγούμενε».
Τα ιερά κειμήλια, ωστόσο, τα σώσαμε. Τα πιο πολλά –τα ιστορικά και θρησκευτικά- τα ‘χαμε βάλει μέσα σε μια κρύπτη ενός θόλου που επικοινωνούσε από πάνω μ’ ένα κελί. Βούτηξα τ’ αντερί μου μέσα στο νερό, το φόρεσα και πήδηξα από το κελί κάτω στην κρύπτη. Σήκωσα τις αμπάρες από την πόρτα και μπήκανε οι μοναχοί και τα πήρανε. Έτσι τα σώσαμε.
Την εκκλησία δεν την έκαψαν. Είχαμε αφήσει μερικά-για παραπλάνηση- μήπως μας ζητήσουν λόγο για το πού είναι τα κειμήλια…”
Τελικά ο Νασόπουλος πλήρωσε με τη ζωή του την απόφαση του να παραμείνει. Τον εκτέλεσαν μαζί με άλλους μοναχούς στις 14 Δεκέμβρη του 1943. Κατά μία εκδοχή τον γκρέμισαν από βράχο, όπου βρήκε μαρτυρικό τέλος.
Με πληροφορίες από:
http://www.dmko.gr/martyrikes-polis-2/martyrikes-polis/agia-lavra/