Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Εφέτος εορτάζουμε την επέτειο των 1700 ετών από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου που συνεκλήθη το 325 μ.Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας, για να αντιμετωπίση την αίρεση του Αρείου, ο οποίος ξεκινώντας από τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας υποστήριζε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι το πρώτο κτίσμα της δημιουργίας του Πατρός και ότι «ήν ποτε ότε ουκ ήν», δηλαδή υπήρχε χρόνος που δεν υπήρχε, οπότε είναι κτίσμα του Πατρός δημιουργημένος διά της βουλήσεως του Πατρός. Οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου κατεδίκασαν την αίρεση του Αρείου, συνέταξαν τα πρώτα επτά (7) άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, το γνωστό «Πιστεύω».
Όταν συνεκλήθη η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ο Μέγας Βασίλειος δεν είχε γεννηθή, γεννήθηκε πέντε χρόνια μετά την Σύνοδο, το 330, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329, τέσσερα χρόνια μετά από την Σύνοδο, και ούτε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης είχε ακόμη γεννηθή, αφού γεννήθηκε δέκα χρόνια μετά, ήτοι το 335. Και οι τρείς ήταν Καππαδόκες και έγιναν εκφραστές της λεγομένης Καππαδοκικής θεολογίας, είχαν αποδεχθή τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και διεδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στην επικράτηση των αποφάσεών της, και το σπουδαιότερο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 381 μ.Χ., η οποία συμπλήρωσε το Σύμβολο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.
Συγκεκριμένα, η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου επηρέασε σημαντικά τις αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, αν και είχε κοιμηθή δύο χρόνια πρίν την σύγκλησή της, το 379, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υπήρξε σε κάποιο διάστημα ο Πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ύστερα παραιτήθηκε, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ήταν γραμματεύς της Συνόδου αυτής, και συνετέλεσε και στην διατύπωση του όρου της και στην επικράτησή της. Ακόμη, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 349, περίπου 24 χρόνια μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν συμμετείχε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επικράτηση των αποφάσεών τους στον λαό με το δεινό ιεροκηρυκτικό του χάρισμα.
Στην σημερινή εισήγηση θα αναφερθώ στις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στα γεγονότα που ακολούθησαν και στην σημαντική προσφορά του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, αφ’ ενός μέν στην αποδοχή των αποφάσεώς της, αφ’ ετέρου δε στην προετοιμασία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συμπλήρωσε το έργο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου με την ολοκλήρωση του Συμβόλου της Πίστεως. Είναι ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον από κάθε πλευρά και αφιερώνεται στους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων.
Επομένως, θα χωρίσω το θέμα σε τρείς ενότητες: Πρώτον, στην απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, την καταδίκη των αιρετικών απόψεων του Αρείου και την ορθόδοξη απόφαση για την Θεότητα του Λόγου του Θεού. Δεύτερον, στα όσα ακολούθησαν στο διάστημα μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο μέχρι την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο και τρίτον, στην θεολογική προσφορά των Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, στην διατύπωση της Ορθοδόξου θεολογίας. Πρόκειται για μια ιστορικοθεολογική εισήγηση, στην οποία θα φανή η διαφορά σκέψεως μεταξύ των φιλοσοφούντων θεολόγων και των μεγάλων εμπειρικών θεολόγων, που είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας.
1. Η απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου για την Θεότητα του Υιού και Λόγου του Θεού
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, κορυφαίος δογματικός θεολόγος, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έκανε μια πρωτότυπη και ευφυή ανάλυση του πως ο Άρειος και οι Αρειανοί έφθασαν στο να αρνηθούν την Θεότητα του Λόγου του Θεού. Στην Συρία τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. υπήρχαν φιλόσοφοι που ακολουθούσαν την αριστοτελική φιλοσοφία που έκανε λόγο για την αρχή της εντελέχειας, σύμφωνα με την οποία κάθε μεταβλητό πράγμα έχει το «δυνάμει» και «ενεργεία», που σημαίνει ότι το μεταβλητό τελειοποιείται από το «δυνάμει» στο «ενεργεία». Όμως, στα αμετάβλητα που είναι το Όν δεν ισχύει η αρχή της εντελέχειας, αφού είναι τέλειο κατά την φύση του και δεν χρειάζεται να τελειοποιηθή.
Οι Χριστιανοί θεολόγοι τότε στα μέρη εκείνα υποστήριζαν σε συζητήσεις με τους φιλοσόφους ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «εκ μη υπαρχούσης ύλης», δεν υπήρχε προηγουμένως και δημιουργήθηκε με την βούληση του Θεού. Οι φιλόσοφοι αντέτειναν ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο που δεν υπήρχε προηγουμένως, σημαίνει ότι ο Θεός δεν είναι τέλειος, είναι μεταβλητός, γι’ αυτό τον δημιούργησε για να τελειοποιηθή ο ίδιος, σύμφωνα με την αρχή της εντελέχειας, από το δυνάμει να φθάση στο ενεργεία. Τότε οι Χριστιανοί φιλοσοφούντες Θεολόγοι απάντησαν στους φιλοσόφους με την διδασκαλία για την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια και κατά την ουσία Του είναι απόλυτα ελεύθερος και αμετάβλητος, ενώ δημιουργεί τον κόσμο με την ενέργειά Του. Έτσι, ο Θεός δεν έχει ανάγκη του κόσμου, είναι απόλυτα τέλειος, ανενδεής και ελεύθερος. Με τον τρόπο αυτόν εισήγαγαν την διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό από πλευράς φιλοσοφικής.
Όμως, στην συνέχεια οι φιλοσοφούντες θεολόγοι, αφού είχαν αποδεχθή ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια, και με αυτήν την θεολογία αντιμετώπισαν τους φιλοσόφους για την δημιουργία του κόσμου, προσπάθησαν να δούν και να ερμηνεύσουν τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, Επίσκοπος Αντιοχείας (περίπου 200-275 μ.Χ.) ταύτιζε την ουσία του Θεού με την υπόσταση του Πατρός, οπότε, κατ’ αυτόν, υπάρχει μία ουσία-υπόσταση και έχει δύο ενέργειες, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα. Αυτό χαρακτηρίστηκε ως ενεργητικός μοναρχιανισμός που καταδικάστηκε από την Εκκλησία στην Σύνοδο της Αντιοχείας το έτος 268.
Ο Σαβέλλιος (2ος-3ος μ.Χ.) εισηγείται τον τροπικό μοναρχιανισμό, ότι ένας είναι ο Θεός, αλλά αποκαλύπτεται με τρείς τρόπους, ως Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Ακολουθώντας την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι μία υπόσταση η οποία έχει τρείς ονομασίες, σώμα, ψυχή και πνεύμα, απέδιδε στον Θεό, ότι και ο Θεός είναι ένας και απλή μονάδα και έχει τρείς τρόπους ενεργείας, ως Πατήρ, Υιός και Πνεύμα, χρησιμοποιώντας την λέξη πρόσωπο που πρώτος είχε εισαγάγει ο Ιππόλυτος, με την έννοια του προσωπείου (μάσκας).
Την αίρεση του Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε ο Λουκιανός και οι μαθητές του, που χαρακτηρίστηκαν Συλλουκιανιστές, και ακολούθησε ο Άρειος. Σύμφωνα με αυτήν την φιλοσοφική άποψη στον Τριαδικό Θεό υπάρχει μία ουσία-υπόσταση, ο Πατήρ, και ο Λόγος ως ενέργεια του Πατρός ενηνθρώπησε, οπότε μέσα στον άνθρωπο που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία κατοικεί ο Λόγος που είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού-Πατρός και όχι ο Θεός Λόγος, ένα ιδιαίτερο Πρόσωπο.
Επί πλέον, οι μαθητές του Παύλου του Σαμοσατέως και του Λουκιανού, όπως ο Άρειος, προσήρμοσαν την διδασκαλία του καταδικασθέντος αιρετικού Παύλου Σαμοσατέως, με το ότι ο Θεός Πατήρ δημιουργεί τον Λόγο κατά βούληση και δεν γεννά κατά φύση, γιατί, κατά την αριστοτελική φιλοσοφία το κατά φύση είναι κατ’ ανάγκην, αφού ο Θεός-Πατήρ είναι απόλυτα ελεύθερος και δεν υπόκειται στην ανάγκη. Οπότε η σχέση μεταξύ του Πατρός και του Υιού είναι κατ’ ενέργεια και κατά βούληση και όχι κατ’ ουσίαν σχέση. Έτσι, ο Άρειος υποστήριζε ότι ο Υιός εκτίσθη εν χρόνω από τον Πατέρα, είναι το πρώτο κτίσμα μεταξύ Θεού και ύλης, γι’ αυτό και «ήν ποτε ότε ουκ ήν», επίσης ότι ο Υιός είναι ετερούσιο κτίσμα από τον Πατέρα, ότι είναι τρεπτός και αγνοεί τον Πατέρα, και ότι μετά τον Υιό δεύτερη δημιουργημένη δύναμη είναι το Άγιον Πνεύμα.
Οι Πατέρες στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο καταδίκασαν τις αιρετικές απόψεις του Αρείου, όπως φαίνεται στο Σύμβολον της Πίστεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, με τις φράσεις: «Τον Υιόν του Θεού», «γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός», «Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τώ Πατρί», «σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα».
Στο τέλος δε του Συμβόλου της Πίστεως καταγράφησαν και οι αναθεματισμοί:
«Τους δε λέγοντας “ήν ποτε ότε ουν ήν” και “πρίν γεννηθήναι ουκ ήν” και ότι “εξ ουκ όντων” εγένετο, η “εξ ετέρας υποστάσεως” η “ουσίας” φάσκοντας είναι, η “κτιστόν”, η τρεπτόν, η “αλλοιωτόν” τον Υιόν του Θεού, αναθεματίζει η Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Βέβαια οι Πατέρες της Α΄Οικουμενικής Συνόδου για την συγκρότηση του Συμβόλου της πίστεως, είχαν υπ’ όψη τους τον τύπον των διαφόρων τοπικών ομολογιών πίστεως η βαπτιστηρίων συμβόλων και πάνω σε αυτά συνέταξαν το νέο Σύμβολον της πίστεως για να αντιμετωπίσουν την αίρεση του Αρείου. Ο Μέγας Αθανάσιος σε κείμενο που γράφηκε μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και περί το 350-352 με τίτλο «περί της εν Νικαία Συνόδου» αναφέρεται διεξοδικώς στα θέματα που αντιμετωπίσθηκαν στην Σύνοδο αυτή και καταδικάστηκαν.
Μεταξύ των άλλων γράφει ότι στην αρχή οι Επίσκοποι στην Σύνοδο αυτή ήθελαν να γράψουν ότι ο Λόγος είναι αληθινή δύναμη και εικόνα του Πατρός όμοιος και απαράλλακτος κατά πάντα προς τον Πατέρα, είναι άτρεπτος και αδιαίρετος από τον Πατέρα. Επειδή, όμως, υπήρξε αντίδραση ότι το «όμοιον» αποδιδόταν από κοινού και σε εμάς τους ανθρώπους και στον Λόγο, διότι έχει γραφή ότι ο άνθρωπος είναι «εικών και δόξα Θεού», γι’ αυτό, για να το διατυπώσουν σαφέστατα, είπαν ότι ο Λόγος του Θεού δεν είναι απλώς όμοιος προς τον Πατέρα, αλλά ομοούσιος προς τον Πατέρα και αδιαίρετος από Αυτόν, πράγμα που δεν γίνεται με εμάς. Έτσι, το «εκ της ουσίας» του Πατρός και το «ομοούσιος» αναιρούν τα αιρετικά φληναφήματα ότι ο Υιός είναι γενητός (μέ ένα ν), «τρεπτός» και «ουκ ην πρίν γεννηθή». Όποιος δεν φρονεί κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται στην Σύνοδο.
Είναι σημαντικό ότι στο κείμενο αυτό ο Μέγας Αθανάσιος παραθέτει, μεταξύ των άλλων, και «αντίγραφον επιστολής της εν Νικαία Συνόδου κατά του Αρείου και των σύν αυτώ», η οποία επιστολή απεστάλη στην Εκκλησία των Αλεξανδρέων, αφού εκεί παρουσιάσθηκε κατ’ αρχήν η διδασκαλία του Αρείου. Στην Συνοδική αυτή επιστολή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρονται οι φράσεις τις οποίες χρησιμοποιούσε ο Άρειος και οι οποίες καταδικάστηκαν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπως «εξ ουκ όντων είναι» τον Υιόν του Θεού, «πρίν γεννηθήναι μη είναι», «είναι ποτέ ότε ουκ ήν» και «αυτεξουσιότητι κακίας και αρετής δεκτικόν τον Υιόν του Θεού λέγοντος και κτίσμα ονομάζοντος και ποίημα». Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι το κτιστό έχει αυτεξουσιότητα, δηλαδή ελεύθερη προαίρεση να αποδεχθή την αρετή και την κακία, ενώ ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι άκτιστος.
2. Τα μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο μέχρι την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε την αίρεση του Αρείου και ομολόγησε την ορθόδοξη δογματική αλήθεια ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Θεός αληθινός, γεννήθηκε και δεν κτίστηκε, είναι φως από το φως, Θεός αληθινός και δι’ Αυτού κτίστηκε ο κόσμος. Και ενώ θα ανέμενε κανείς ότι τα πράγματα θα ειρήνευαν, εν τούτοις εντάθηκαν ακόμη περισσότερο. Οι Αρειανοί εξακολουθούσαν να διδάσκουν τις απόψεις τους, και εμφανίσθηκαν και Πνευματομάχοι, διότι μαζί με την άποψή τους ότι ο Υιός είναι κτίσμα δίδασκαν ότι και το Άγιον Πνεύμα είναι κτίσμα. Αυτό υποστήριζε και ο Μακεδόνιος Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αυτό ονομάστηκαν Μακεδονιανοί.
Ακόμη, ο Απολλινάριος Λαοδικείας (περίπου 310-360), ακολουθώντας την πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία ότι ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα, ψυχή και νού, δίδασκε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε το σώμα, την άλογη ψυχή, όχι, όμως, και την λογική και ελεύθερη ψυχή (= νού και πνεύμα) και την θέση του νού κατέλαβε ο θείος Λόγος. Έτσι, ηρνείτο το πλήρες και τέλειο της ανθρωπίνης φύσεως που προσέλαβε ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του. Επί πλέον ο Ευνόμιος Κυζίκου (335-394 μ.Χ.) και άλλοι ομόφρονές του, που χαρακτηρίζονταν Αρειανοί, Ανόμοιοι, υποστήριζαν ότι ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν καμμία ομοιότητα προς τον Πατέρα και είναι τρεπτοί δούλοι Του. Επίσης, ταύτιζαν την ουσία με την ενέργεια.
Όλες αυτές οι νέες αιρέσεις δεν διατυπώνονταν απλώς θεωρητικά και ανώδυνα, αλλά επιθετικά εναντίον των Ορθοδόξων και ιδίως εναντίον του Μεγάλου Αθανασίου, πολλές φορές χρησιμοποιώντας και την πολιτική εξουσία και πρό πάντων διατυπώνονταν Συνοδικά. Αυτό σημαίνει ότι συγκαλούνταν σε διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Σύνοδοι Επισκόπων και διατύπωναν τις απόψεις τους καί, μάλιστα, εξέδιδαν και δικά τους Σύμβολα. Καί, βέβαια, μέσα σε όλες αυτές τις αιρετικές απόψεις υπήρχαν και ορθόδοξοι Επίσκοποι, οι οποίοι υποστήριζαν τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Υπήρξαν δύο άκρα, οι ζηλωτές και οι φιλελεύθεροι-αιρετικοί.
Από το έτος 325 μ.Χ. που συνεκλήθη στην Νίκαια η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος μέχρι το έτος 381 που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, δηλαδή 56 χρόνια, συνεκλήθηκαν περίπου 50 πολυπρόσωπες Σύνοδοι με διαφορετικές απόψεις που δημιουργούσαν χάος στην Εκκλησία. Οι κυριότερες Σύνοδοι των Αρειανοφρόνων ήταν: Αντιοχείας (μεταξύ 326-331), Καισαρείας (334), Τύρου (335), Ιεροσολύμων (335), Κωνσταντινουπόλεως (336), Αντιοχείας (341), Σιρμίου (351), Σιρμίου (357), Σιρμίου (359) Αριμινίου Ιταλίας και Σελευκείας Ισαυρίας (359). Οι κυριότερες Σύνοδοι των Ορθοδόξων ήταν: Γάγγρας (μεταξύ 340-342), Σαρδικής (342 η 343), Αντιοχείας (344), Ιεροσολύμων (346), Μεδιολάνων (347), Καρθαγένης (348), Αλεξανδρείας (362 και 363), Αντιοχείας (363), Ρώμης (371 η 372), Ικονίου (376). Από τις Συνόδους αυτές άλλες ήταν Ορθόδοξες και άλλες αιρετικές, άλλες καταδίκαζαν τον Μέγα Αθανάσιο και άλλες τον αποκαθιστούσαν, άλλες κατήρτιζαν νέο Σύμβολο, άλλες όχι.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι την περίοδο μεταξύ της Α΄ και της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, για 56 ολόκληρα χρόνια, γίνονταν πολλές θεολογικές συζητήσεις, δημιουργήθηκε μεγάλος αναβρασμός, συγκλήθηκαν πολλές Σύνοδοι και ψηφίζονταν νέα Σύμβολα με διαφορές μεταξύ τους. Εως ότου κατά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο καθορίσθηκε το ολοκληρωμένο Σύμβολο της Πίστεως που έχουμε σήμερα, αφού έγιναν μερικές προσθήκες, αφαιρέσεις και αλλαγές στο Σύμβολο της Νικαίας. Όταν συγκρίνουμε τα δύο Σύμβολα της Πίστεως, μεταξύ των δύο Οικουμενικών Συνόδων Α΄ και Β΄, βλέπουμε τις διαφορές μεταξύ τους. Συγκεκριμένα:
Στο Σύμβολο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου αφαιρέθηκε από το δεύτερο άρθρο η φράση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός , Θεόν εκ Θεού… τα τε εν τώ ουρανώ και τα εν τη γή», καθώς επίσης αφαιρέθησαν στο τέλος οι αναθεματισμοί: «Τους λέγοντας ότι “ήν ποτε ότε ουκ ήν” και “ουκ ην πρίν γεννηθή” και ότι “εξ ουκ όντων εγένετο”, η “εξ ετέρας υποστάσεως η ουσίας” φάσκοντας είναι, η “κτιστόν”, η “τρεπτόν”, η “αλλοιωτόν” τον Υιόν του Θεού τους τοιούτους αναθεματίζει η καθολική και αποστολική Εκκλησία».
Προστέθηκαν δε τα άλλα επτά άρθρα που αναφέρονται στο Άγιον Πνεύμα, στην Εκκλησία, το Βάπτισμα, την ανάσταση των νεκρών και την ζωή του μέλλοντος, δηλαδή τα άρθρα: «Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των προφητών. Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Ομολογούμεν (ώ) εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών, προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν».
Αυτές είναι οι μεταβολές η προσθαφαιρέσεις που έγιναν στο Σύμβολον της Πίστεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Πατέρας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, και έχουμε τώρα το ολοκληρωμένο Σύμβολο της Πίστεως, και έγιναν γιατί εν τώ μεταξύ με τις θεολογικές συζητήσεις έπρεπε να διευκρινισθή η ορολογία στα θεολογικά αυτά ζητήματα. Άλλωστε, υπάρχει στην θεολογία ένας ισχυρός κανόνας ότι άλλο είναι η αποκαλυπτική εμπειρία, η μέθεξη της δόξης του Θεού και άλλο η διατύπωση αυτής της εμπειρίας.
Σε αυτό το έργο μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο σημαντικό ρόλο διεδραμάτισαν οι τρείς Καππαδόκες Πατέρες, ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, που θα το δούμε συνοπτικά στην τρίτη ενότητα της ομιλίας μου και δείχνει την προσφορά τους.
3. Η θεολογική προσφορά των Καππαδοκών Πατέρων
Μέσα σε αυτήν την θεολογική θαλασσοταραχή που βρέθηκε η Εκκλησία και μέσα σε αυτήν την θεολογική ανεμοθύελλα για 56 χρόνια, μεταξύ της Α΄ και της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, απεδείχθησαν μεγάλοι Πατέρες, σοφοί διδάσκαλοι, ισχυροί θεολόγοι, ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ωσάν πνευματικοί καπετάνιοι του σκάφους της Εκκλησίας μέσα σε αυτήν την φουρτούνα κατάφεραν με τα χαρίσματά τους, την ευστροφία τους, την παιδεία τους, αλλά και τον φωτισμό του Θεού να φθάσουν στην ολοκλήρωση του Συμβόλου της Πίστεως και γενικά στην διατύπωση της Ορθοδόξου θεολογίας. Χρειάστηκε, όμως, όλη αυτήν την περίοδο να αλλάξουν ορολογία, να αναπτύξουν έτι περισσότερο τον αποκαλυπτικό λόγο και να δώσουν μεγάλους αγώνες με τους φιλοσοφούντες θεολόγους που ήταν αιρετικοί.
Οι μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες ξεκινούσαν από την αποκαλυπτική εμπειρία του Θεού, όπως έγινε στους Προφήτες και τους Αποστόλους και αυτοί ήταν «πείρα μεμυημένοι», αλλά είχαν και την παιδεία της εποχής τους, ενώ οι φιλοσοφούντες θεολόγοι ακολουθούσαν μόνον φιλοσοφικές προϋποθέσεις θεολογήσεως, όπως του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Νεοπλατωνικών. Θα δούμε με πολλή συντομία ποιά ήταν η προσφορά τους στην θεολογία και την Εκκλησία. Μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο εμφανίσθηκαν πολλοί αιρετικοί που θα αναφερθούν με συντομία, ως προς τον όρο ομοούσιος που χρησιμοποίησε η Σύνοδος.
Ήταν οι Ανόμοιοι η αλλοτριούσιοι η ετερούσιοι, που ισχυρίζονταν ότι ο Υιός έχει διαφορετική εντελώς ουσία από τον Πατέρα. Επίσης, ήταν οι Όμοιοι, οι οποίοι προσπάθησαν να συμβιβάσουν τους Ανομοίους με τους Ομοουσιανούς και ισχυρίζονταν ότι ο Πατέρας και ο Υιός έχουν μόνον μια εξωτερική ομοιότητα μεταξύ τους. Ακόμη, ήταν οι Ομοιουσιανοί, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι ο Υιός ήταν όμοιος κατά πάντα με τον Πατέρα, και ως προς την ουσία, αλλά δεν δέχονταν ότι ήταν ταυτούσιος η ομοούσιος με τον Πατέρα και απέρριπταν τον όρο ομοούσιος. Βεβαίως, υπήρχαν και οι Ορθόδοξοι, που έμειναν πιστοί στον όρο της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ομοούσιος, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ταύτιζαν τον όρο ουσία με τον όρο υπόσταση και δέχονταν στον Θεό μία ουσία και μία υπόσταση, λέγοντας μία υπόσταση, μία θεότητα. Τελικά, οι αρειανόφρονες Αντιομοουσιανικές παρατάξεις προσπαθούσαν να πείσουν τους Ορθοδόξους Ομοουσιανούς να εγκαταλείψουν τον όρο ομοούσιος και να δεχθούν κάποιο συμβιβαστικό κείμενο.
Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να διευκρινισθούν ακόμη περισσότερο οι όροι ουσία και υπόσταση, και να καθορισθούν καθαρότερα για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί. Αυτό το έργο ανέλαβαν οι Καππαδόκες Πατέρες με σκοπό να ενώσουν τους διαιρεμένους Χριστιανούς που παρέμειναν στον όρο ομοούσιος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά τον διέκριναν από το υπόσταση-πρόσωπο. Θα το δούμε αυτό με συντομία, καταγράφοντας τα βασικά σημεία της διδασκαλίας τους.
Ο Μέγας Αθανάσιος υπερμάχησε πρό και μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά λόγω ηλικίας και διαφόρων ταλαιπωριών, εξοριών και διώξεων ήταν «κεκμηκώς πολεμίζων», κατά την φράση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και δεν μπορούσε να ανταπεξέλθη στους νέους και πολλούς αιρεσιάρχες. Και είναι χαρακτηριστικό ότι και οι τρείς αυτοί Καππαδόκες σέβονταν ως «Γέροντά» τους τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά και ο Μέγας Αθανάσιος τους εμπιστευόταν ως διαδόχους του. Γενικά, οι τρείς Πατέρες Καππαδόκες δεν θεολογούσαν φιλοσοφικά, όπως το έκαναν οι αιρετικοί, αλλά θεολογούσαν μέσα από την εμπειρική θεολογία τους, τον ησυχασμό, δηλαδή μέσα από την αποκάλυψη του Θεού στους Προφήτες και Αποστόλους. Έχοντας αυτούς ως υπόδειγμα, ακολούθησαν την ασκητική οδό και εξέφρασαν την εμπειρία της Εκκλησίας.
Ο Μέγας Βασίλειος στα έργα του εξέφραζε την ησυχαστική ζωή, την σχέση μεταξύ ιεράς ησυχίας και εμπειρικής θεολογίας ως αποκαλύψεως του Θεού. Έχοντας αυτήν την εμπειρική θεολογία εύρισκε τους κατάλληλους όρους για να αντιμετωπίση τους αιρετικούς.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναπτύσσει ότι αληθινός θεολόγος είναι αυτός που καθάρισε τον νού και οδηγήθηκε στην θεωρία και όσους δεν ακολουθούν αυτή την μέθοδο τους αποκαλεί «λογολέσχας», δηλαδή φλύαρους.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, έχοντας ως πρότυπο τον Μωϋσή, αναλύει ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι εμπειρία του Θεού μέσα στην θεοπτία.
Ο Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.) δίδασκε ότι τα ονόματα του Θεού (Πατήρ, Υιός και Πνεύμα) δεν δήλωναν την ουσία, αλλά τα υποστατικά ιδιώματα. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα δεν δηλώνουν το «τί εστι» (ποιά είναι η ουσία), αλλά «ότι εστί», ότι υπάρχει η θεότητα η το πρόσωπο η το «όπως εστί», δηλαδή με ποιόν τρόπο υπάρχει το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος. Και τα τρία πρόσωπα έχουν την ίδια ουσία, είναι ομοούσια η ταυτούσια, όχι ετερούσια η αλλοτριούσια, έχουν όμως διαφορετικό τρόπο υπάρξεως των προσώπων, δηλαδή είναι το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος.
Το κοινό και των τριών Προσώπων είναι η ουσία και το ίδιο είναι η υπόσταση-πρόσωπο. Έκανε, δηλαδή, την διάκριση μεταξύ ουσίας και υποστάσεως-προσώπου. Έτσι, διατυπώθηκε η ορολογία ότι ο Θεός έχει μία ουσία και τρείς υποστάσεις. Με αυτήν την διάκριση έκανε μια μεγάλη τομή στην ορθόδοξη θεολογία. Οι ενέργειες του Θεού είναι κοινές και στα τρία Πρόσωπα, αφού ο Πατήρ είναι η «προκαταρτική» αιτία, ο Υιός «η δημιουργική» και το Άγιον Πνεύμα «η τελειωτική». Επί πλέον η ιερά Παράδοση πρέπει να φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού και δεν πρέπει να μεταβάλλεται. Η παράδοση είναι γνήσια, όταν είναι εμπειρία της αληθείας του Χριστού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δίδασκε τα ίδια με τον Μέγα Βασίλειο, είχε όμως και κάποιες άλλες εκφράσεις. Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία η φύση, αλλά τρείς κατά τα πρόσωπα η υποστάσεις. Μιλώντας για την ουσία του Θεού έγραφε: «Άπειρον ούν το θείον και δυσθεώρητον, και τούτο πάντη καταληπτόν αυτού μόνον, η απειρία». Ακόμη, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε λογικά το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος. Γιά την ουσία και τις υποστάσεις γράφει: «Αμέριστος (ουσία) εν μεμερισμένοις (υποστάσεσιν) η θεότης». Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε «όλο το πρόσλημμα», όλη την ανθρώπινη φύση, διότι «τό απρόσληπτον και αθεράπευτον, ο δε ήνωται τώ Θεώ τούτο και σώζεται». Εθεολόγησε ασφαλώς και θεοπνεύστως για το Άγιον Πνεύμα, ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα, πράγμα που είναι ακατανόητον λογικά. Ο Τριαδικός Θεός είναι φως και ζωή. Γράφει: «Ην και ην και ην, αλλ’ εν ήν. φως και φως και φως, αλλ’ εν φως, είς Θεός… εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον υιόν εν φωτί τώ Πνεύματι, σύντομον και απέριττον της τριάδος θεολογίαν».
Το Άγιον Πνεύμα ενεργούσε στην Παλαιά Διαθήκη «τό μέν πρώτον αμυδρώς» «τό δε δεύτερον εκτυπώτερον» «τό δε νύν (Πεντηκοστή) τελεώτερον». Γράφει για το Άγιον Πνεύμα: «Το Πνεύμα το άγιον ην μέν αεί, και έστι και έσται, ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον, αλλ’ αεί Πατρί και Υιώ συντεταγμένον και συναριθμούμενον… Ην ούν αεί μεταληπτόν, ου μεταληπτικόν• τελειούν ου τελειούμενον• πληρούν, ου πληρούμενον• αγιάζον, ουχ αγιαζόμενον• θεούν, ου θεούμενον• αυτό εαυτώ ταυτόν αεί και οίς συντέτακται• αόρατον, άχρονον, αχώρητον, αναλλοίωτον, άποιον, άποσον, ανείδεον, αναφές, αυτοκίνητον, αεικίνητον, αυτεξούσιον, παντοδύναμον… ζωή και ζωοποιούν, φως και χορηγόν φωτός». Πάντα όσα ο Πατήρ, του Υιού, πλήν της αγεννησίας. Πάντα όσα ο Υιός, του Πνεύματος, πλήν της γεννήσεως. Ταύτα δε ουκ ουσίας αφορίζει (διακρίνει), κατά γε τον εμόν λόγον, περί ουσίαν δε αφορίζεται». Γιά τον Θεόν «φράσαι μέν αδύνατον, ως ο εμός λόγος, νοήσαι δε αδυνατώτερον».
Έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην προϋπόθεση της θεολογήσεως που είναι η αποκαλυπτική εμπειρία και αυτό διακρίνει την ορθόδοξη θεολογία από τον αιρετικό τρόπο θεολογήσεως. Γι’ αυτό υπογραμμίζει ότι το θεολογείν δεν είναι όλων, αλλά «τών εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και πρό τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ακολουθούσε σε όλα τον αδελφό του κατά σάρκα, τον Μέγα Βασίλειο, και συνέχισε τον δικό του αγώνα, αντιμετωπίζοντας τον Ευνόμιο, και βέβαια είχε κοινά με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Δεν επέμενε στο ποιος η τι είναι ο Θεός, αλλά στο «πώς» της ομοιώσεως του ανθρώπου με τον Θεό, γι’ αυτό και έγραψε πολλά μυστικά-ησυχαστικά έργα. Επέμενε στην διαφορά μεταξύ ακτίστου και κτιστού, στο ότι ο Θεός είναι «όντως όν», «άκτιστον», «ατελεύτητον», ενώ το εγκόσμιο είναι «υφεστόν», «κτιστόν» και πρόσκαιρο.
Έκανε την διάκριση ότι η διαφορά στα Πρόσωπα του Τριαδικού Θεού έγκειται στο «αίτιον» και το «αιτιατόν». Αυτή η διαφορά δεν έγκειται στην φύση-ουσία των Προσώπων, που είναι κοινή, αλλά στο «είναι», αφού το αίτιον είναι ο Πατήρ που είναι η πηγή των άλλων δύο, και το «αιτιατόν» είναι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Ο Πατήρ είναι πάντα «τό αίτιον», ο Υιός προέρχεται «εκ του αιτίου» ως «αιτιατόν» και το Άγιον Πνεύμα προέρχεται «εξ αιτίας». Επίσης, διηύρυνε την Χριστολογία του Μεγάλου Βασιλείου τονίζοντας ότι ο Λόγος ανέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση πλήν της αμαρτίας. Έγινε η ένωση θεότητας και ανθρωπότητας, κατά την οποία η θεότητα παραμένει άτρεπτη και αναλλοίωτη, ενώ η ανθρώπινη φύση μεταστοιχειώνεται μέν, αλλά παραμένει «ασύγχυτη» καθ’ εαυτήν και δεν απορροφάται από την θεία.
Το εκπληκτικό είναι ότι η θεολογία των τριών αυτών Καππαδοκών Πατέρων επηρέασε σε σημαντικό βαθμό και τις μετέπειτα Οικουμενικές Συνόδους που αντιμετώπισαν άλλους αιρετικούς, και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα η θεολογία της Εκκλησίας μας. Οι θεολογικές αυτές αναλύσεις ήταν λίγο κουραστικές, αλλά το θέμα ήταν θεολογικό και δεν μπορούσα να το απλοποιήσω ακόμη περισσότερο. Με όσα είπα ήθελα να δείξω:
Πρώτον, οι αιρετικοί θεολογούσαν με τις αρχές της φιλοσοφίας, Πλατωνικής και Αριστοτελικής, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας θεολογούσαν με την αποκαλυπτική εμπειρία, όπως την διατύπωσαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Πατέρες. Ο ησυχασμός είναι η βασική προϋπόθεση της θεολογίας.
Δεύτερον, η συγκρότηση του Συμβόλου της Πίστεως από τις Α΄ και Β΄ Οικουμενικές Συνόδους ήταν προϊόν πολυετούς συζητήσεως και έρευνας πάνω στα κείμενα της Αγίας Γραφής, αλλά και πνευματικής εμπειρίας και προσευχής. Έγιναν πολλοί αγώνες, οι Πατέρες αντιμετώπισαν διωγμούς, εξορίες και απαιτήθηκαν μαρτυρικές προσπάθειες.
Τρίτον, σε αυτούς τους αγώνες σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι τρείς μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, ήτοι Μέγας Βασίλειος, άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ενώ ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μεταγενέστερος χρονικά από αυτούς, συνετέλεσε στην στερέωση των Χριστιανών με την ποιμαντική εργασία του και την λαμπρά κηρυκτική του δράση.
Οι Πατέρες αυτοί ακολούθησαν τον Μέγα «πνευματικό στρατηγό», τον άγιο Αθανάσιο, Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, και απεδείχθησαν ακραιφνείς θεολόγοι της Εκκλησίας που με την γνώση, την εμπειρία, την παιδεία, την διάκριση, την νηφαλιότητα επέβαλαν την αληθινή θεολογία, κάνοντας μερικές διευκρινίσεις στην ορολογία.
Επομένως, όταν ακούμε το Σύμβολον της Πίστεως να απαγγέλλεται στην Εκκλησία, πρέπει να αισθανόμαστε πνευματικό ρίγος, βαθυτάτη συγκίνηση, διότι κάθε λέξη του είναι προϊόν μεγάλων αγώνων του Μεγάλου Αθανασίου και των τριών Καππαδοκών Πατέρων της Εκκλησίας. Πέρα από τον απέραντο αυτόν σεβασμό που πρέπει να αισθανόμαστε σε αυτό το ευλογημένο και αγιασμένο Σύμβολο της Πίστεως και σε κάθε λέξη του, πρέπει να το λέμε συχνά, να το μάθουμε από στήθους, να το απαγγέλλουμε με ιερότητα, γιατί είναι ποτισμένο με δάκρυα, ιδρώτες, αίμα των αγίων, εκτός από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.